συνοπαδός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synopados
|Transliteration C=synopados
|Beta Code=sunopado/s
|Beta Code=sunopado/s
|Definition=όν, Ion. συνοπ-ηδός, [[following along with]], [[accompanying]], τοῖς ἀνθρώποις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>216b</span>; ψυχὴ θεῷ σ. γενομένη <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>248c</span>; <b class="b3">ξείνῳ σ</b>. <span class="bibl">A.R.4.745</span>; ὄνειαρ σ. ἀοιδῆς <span class="bibl">Panyas.12.13</span>; <b class="b3">ἐν αὐλοῖς σ</b>. <span class="bibl">Telest.5</span>.
|Definition=συνοπαδόν, Ion. [[συνοπηδός]], [[following along with]], [[accompanying]], τοῖς ἀνθρώποις Pl.''Sph.''216b; ψυχὴ θεῷ σ. γενομένη Id.''[[Phaedrus|Phdr.]]''248c; <b class="b3">ξείνῳ σ.</b> A.R.4.745; ὄνειαρ σ. ἀοιδῆς Panyas.12.13; <b class="b3">ἐν αὐλοῖς σ.</b> Telest.5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon, compagne de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀπαδός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[compagnon]], [[compagne de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀπαδός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 17:00, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοπᾱδός Medium diacritics: συνοπαδός Low diacritics: συνοπαδός Capitals: ΣΥΝΟΠΑΔΟΣ
Transliteration A: synopadós Transliteration B: synopados Transliteration C: synopados Beta Code: sunopado/s

English (LSJ)

συνοπαδόν, Ion. συνοπηδός, following along with, accompanying, τοῖς ἀνθρώποις Pl.Sph.216b; ψυχὴ θεῷ σ. γενομένη Id.Phdr.248c; ξείνῳ σ. A.R.4.745; ὄνειαρ σ. ἀοιδῆς Panyas.12.13; ἐν αὐλοῖς σ. Telest.5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon, compagne de, τινι.
Étymologie: σύν, ὀπαδός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοπᾱδός -ον [σύν, ὁπαδός] begeleidend.

German (Pape)

[ᾱ], zugleich folgend, begleitend; Plat. Phaedr. 248c, Soph. 216b; Panyasis bei Ath. II.37a in ion. Form συνοπηδός.

Russian (Dvoretsky)

συνοπᾱδός: сопровождающий, сопутствующий (τινι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοπᾱδός: -όν, συνακόλουθος, συνοδεύων τινά, ψυχὴ θεῷ ξ. γενομένη Πλάτ. Φαῖδρ. 248C· ξείνῳ συνοπαδὸς ἐοῦσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 745· ὄνειρα σ. ἀοιδῆς Πανύασις 1. 13· ἐν αὐλοῖς σ. Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 626Α· ― ἀπολ., σύντροφος, Πλάτ. Σοφιστ. 216Β.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνοπαδός και ιων. τ. συνοπηδός, Α ὀπαδός
1. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ακόλουθος («ψυχὴ θεῷ ξυνοπαδὸς γενομένη», Πλάτ.)
2. σύντροφος.

Greek Monotonic

συνοπᾱδός: ὁ, συνακόλουθος, συνοδός, σύντροφος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

συν-οπᾱδός, οῦ, ὁ,
a companion, Plat.