ὄργυια: Difference between revisions
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - " compds. " to " compounds ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orgyia | |Transliteration C=orgyia | ||
|Beta Code=o)/rguia | |Beta Code=o)/rguia | ||
|Definition=Att. [[ὄργυα|ὄργυᾰ]], ᾶς, | |Definition=Att. [[ὄργυα|ὄργυᾰ]], ᾶς, ''IG''22.1672.9; Ion. [[ὀργυιή]], ῆς, ἡ (v. infr.): ([[ὀρέγω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[the length of the outstretched arms]], about [[six feet]] or [[one fathom]], ἕστηκε ξύλον.. ὅσον τ' ὄργυι' ὑπὲρ αἴης Il.23.327; τοῦ μὲν ὅσον τ' ὄργυιαν ἐγὼν ἀπέκοψα Od.9.325, cf. 10.167, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.3.19.<br><span class="bld">2</span> more precisely, αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον, ἑξαπέδου τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος [[Herodotus|Hdt.]]2.149, cf. 4.41,86, ''PHal.'' 1.98 (iii B. C.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''669.39 (iii A. D.).<br><span class="bld">3</span> [[rod for measuring land]], = 91/4 [[σπιθαμαὶ βασιλικαί]], Hero ''*Geom''.4.11:—poet. also [[ὀρόγυια]] ([[quod vide|q.v.]]): in compounds -ωρυγ-, v. [[δεκώρυγος]]. (Proparox. in nom. and acc. sg., Hom. ll.cc.; oxyt. or perispom. in other cases, cf. Hdn.Gr.2.613, al.; in Ion. the nom. and acc. sg. end in <b class="b3">-ᾰ, -ᾰν</b>, as in Att., Hom. ll.cc., the gen. and dat. sg. in <b class="b3">-ῆς, -ῇ</b> (acc. [[ὀργυιήν]] before consonant in Arat.69,196, is corrected to [[ὄργυιαν]] by Voss); [[ὀργυιά]], -άν in late Gr., Hero [[l.c.]], etc.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0370.png Seite 370]] ἡ ([[ὀρέγω]]), nach Arcad. p. 100, 3 im plur. ὀργυιαί, in Prosa aber auch ὀργυιά accentuirt, bei Hom. rechtfertigt die Kürze der letzten Sylbe den Accent auf der drittletzten; – die [[Klafter]], der Raum zwischen den beiden ausgestreckten Armen; ὅσον τ' [[ὄργυια]], Il. 23, 327 Od. 9, 325; vgl. Xen. Mem. 2, 3, 19, χεῖρες, εἰ δέοι αὐτὰ τὰ [[πλέον]] ὀργυιᾶς διέχοντα ἅμα ποιῆσαι, οὐκ ἂν δύναιντο, πόδες δὲ οὐδ' ἂν ἐπὶ τὰ ὀργυιὰν διέχοντα ἔλθοιεν ἅμα. – Als bestimmtes Längenmaaß, = 4 πήχεις oder sechs Fuß, Her. 2, 149; 100 Orgyien bilden ein Stadion, 4, 41; Plin. übersetzt ulna. – Als Feldmaaß, eine Feldruthe, = | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0370.png Seite 370]] ἡ ([[ὀρέγω]]), nach Arcad. p. 100, 3 im plur. ὀργυιαί, in Prosa aber auch ὀργυιά accentuirt, bei Hom. rechtfertigt die Kürze der letzten Sylbe den Accent auf der drittletzten; – die [[Klafter]], der Raum zwischen den beiden ausgestreckten Armen; ὅσον τ' [[ὄργυια]], Il. 23, 327 Od. 9, 325; vgl. Xen. Mem. 2, 3, 19, χεῖρες, εἰ δέοι αὐτὰ τὰ [[πλέον]] ὀργυιᾶς διέχοντα ἅμα ποιῆσαι, οὐκ ἂν δύναιντο, πόδες δὲ οὐδ' ἂν ἐπὶ τὰ ὀργυιὰν διέχοντα ἔλθοιεν ἅμα. – Als bestimmtes Längenmaaß, = 4 πήχεις oder sechs Fuß, Her. 2, 149; 100 Orgyien bilden ein Stadion, 4, 41; Plin. übersetzt ulna. – Als Feldmaaß, eine Feldruthe, = 9¼ σπιθαμαὶ βασιλικαί oder παλαισταί, – Vgl. noch [[ὀρόγυια]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> brasse, longueur des deux bras étendus de l'extrémité d'une main à l'autre;<br /><b>2</b> [[mesure de quatre coudées]] <i>ou</i> six pieds.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ὀρέγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄργυιᾰ''': ἢ ὀργυιά, Ἰωνικ. ὀργυιή, ῆς, ἡ, ([[ὀρέγω]], πρβλ. [[ἀγυιά]])· [[κυρίως]] τὸ [[μῆκος]] ἢ [[διάστημα]] τῶν ἐκτεταμένων [[ἑκατέρωθεν]] ὁριζοντίως βραχιόνων (ὡς φαίνεται ἔν τινι τῶν μαρμάρων τοῦ Pomfret ἐν Ὀξονίᾳ), δηλ. [[περίπου]] 6 πόδ. ἢ 1 μέτρ. καὶ 85 ἑκατοστ., ἕστηκε [[ξύλον]] ..., ὅσον τ’ ὄργυι’ Ἰλ. Ψ. 327· ὅσον τ’ ὄργυιαν ... ἀπέκοψα Ὀδ. Ι. 325, πρβλ. Κ. 167, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19. 2) τὸ ἀκριβὲς [[μῆκος]] ὡς [[μέτρον]] ὑπάρχει παρ’ Ἡροδ. 2. 149, ἑξαπέδου τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος, καὶ προσθέτει ὅτι: 100 ὀργυιαὶ ἀποτελοῦσιν ἓν [[στάδιον]], πρβλ. 4. 41 καὶ 86· - ἀλλ’ ὁ Πλίν. τὸ μεταφράζει διὰ τοῦ ulna 10 πόδ. 3) χωρομετρική τις [[ῥάβδος]], = 9 ¼ σπιθαμαῖς βασιλικαῖς, Ἥρων Μαθημ. - Ποιητ. [[ὡσαύτως]] [[ὀρόγυια]], ὃ ἴδε. [[Κατὰ]] τὸν Ἀρκάδ. 98. 3, ἀείποτε [[ὄργυια]], ἀλλ’ ἐν τῇ ὀνομ. πληθ. ὀργυιαί. Εἶναι [[ὄργυια]] παρ’ Ὁμ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς πεζογράφοις τὸ ἑνικ. φαίρεται καὶ ὀργυιά· καὶ [[οὕτως]] Ἰων. ὀργυιὴ ἐν Ἀράτ. 169, Νικ. Θηρ. 169. Ἐν συνθέσει γίνεται ὠρυγ-, ἴδε [[δεκώρυγος]]. | |lstext='''ὄργυιᾰ''': ἢ ὀργυιά, Ἰωνικ. ὀργυιή, ῆς, ἡ, ([[ὀρέγω]], πρβλ. [[ἀγυιά]])· [[κυρίως]] τὸ [[μῆκος]] ἢ [[διάστημα]] τῶν ἐκτεταμένων [[ἑκατέρωθεν]] ὁριζοντίως βραχιόνων (ὡς φαίνεται ἔν τινι τῶν μαρμάρων τοῦ Pomfret ἐν Ὀξονίᾳ), δηλ. [[περίπου]] 6 πόδ. ἢ 1 μέτρ. καὶ 85 ἑκατοστ., ἕστηκε [[ξύλον]] ..., ὅσον τ’ ὄργυι’ Ἰλ. Ψ. 327· ὅσον τ’ ὄργυιαν ... ἀπέκοψα Ὀδ. Ι. 325, πρβλ. Κ. 167, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19. 2) τὸ ἀκριβὲς [[μῆκος]] ὡς [[μέτρον]] ὑπάρχει παρ’ Ἡροδ. 2. 149, ἑξαπέδου τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος, καὶ προσθέτει ὅτι: 100 ὀργυιαὶ ἀποτελοῦσιν ἓν [[στάδιον]], πρβλ. 4. 41 καὶ 86· - ἀλλ’ ὁ Πλίν. τὸ μεταφράζει διὰ τοῦ ulna 10 πόδ. 3) χωρομετρική τις [[ῥάβδος]], = 9 ¼ σπιθαμαῖς βασιλικαῖς, Ἥρων Μαθημ. - Ποιητ. [[ὡσαύτως]] [[ὀρόγυια]], ὃ ἴδε. [[Κατὰ]] τὸν Ἀρκάδ. 98. 3, ἀείποτε [[ὄργυια]], ἀλλ’ ἐν τῇ ὀνομ. πληθ. ὀργυιαί. Εἶναι [[ὄργυια]] παρ’ Ὁμ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς πεζογράφοις τὸ ἑνικ. φαίρεται καὶ ὀργυιά· καὶ [[οὕτως]] Ἰων. ὀργυιὴ ἐν Ἀράτ. 169, Νικ. Θηρ. 169. Ἐν συνθέσει γίνεται ὠρυγ-, ἴδε [[δεκώρυγος]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Latest revision as of 10:38, 11 November 2024
English (LSJ)
Att. ὄργυᾰ, ᾶς, IG22.1672.9; Ion. ὀργυιή, ῆς, ἡ (v. infr.): (ὀρέγω):—
A the length of the outstretched arms, about six feet or one fathom, ἕστηκε ξύλον.. ὅσον τ' ὄργυι' ὑπὲρ αἴης Il.23.327; τοῦ μὲν ὅσον τ' ὄργυιαν ἐγὼν ἀπέκοψα Od.9.325, cf. 10.167, X.Mem.2.3.19.
2 more precisely, αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον, ἑξαπέδου τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος Hdt.2.149, cf. 4.41,86, PHal. 1.98 (iii B. C.), POxy.669.39 (iii A. D.).
3 rod for measuring land, = 91/4 σπιθαμαὶ βασιλικαί, Hero *Geom.4.11:—poet. also ὀρόγυια (q.v.): in compounds -ωρυγ-, v. δεκώρυγος. (Proparox. in nom. and acc. sg., Hom. ll.cc.; oxyt. or perispom. in other cases, cf. Hdn.Gr.2.613, al.; in Ion. the nom. and acc. sg. end in -ᾰ, -ᾰν, as in Att., Hom. ll.cc., the gen. and dat. sg. in -ῆς, -ῇ (acc. ὀργυιήν before consonant in Arat.69,196, is corrected to ὄργυιαν by Voss); ὀργυιά, -άν in late Gr., Hero l.c., etc.)
German (Pape)
[Seite 370] ἡ (ὀρέγω), nach Arcad. p. 100, 3 im plur. ὀργυιαί, in Prosa aber auch ὀργυιά accentuirt, bei Hom. rechtfertigt die Kürze der letzten Sylbe den Accent auf der drittletzten; – die Klafter, der Raum zwischen den beiden ausgestreckten Armen; ὅσον τ' ὄργυια, Il. 23, 327 Od. 9, 325; vgl. Xen. Mem. 2, 3, 19, χεῖρες, εἰ δέοι αὐτὰ τὰ πλέον ὀργυιᾶς διέχοντα ἅμα ποιῆσαι, οὐκ ἂν δύναιντο, πόδες δὲ οὐδ' ἂν ἐπὶ τὰ ὀργυιὰν διέχοντα ἔλθοιεν ἅμα. – Als bestimmtes Längenmaaß, = 4 πήχεις oder sechs Fuß, Her. 2, 149; 100 Orgyien bilden ein Stadion, 4, 41; Plin. übersetzt ulna. – Als Feldmaaß, eine Feldruthe, = 9¼ σπιθαμαὶ βασιλικαί oder παλαισταί, – Vgl. noch ὀρόγυια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 brasse, longueur des deux bras étendus de l'extrémité d'une main à l'autre;
2 mesure de quatre coudées ou six pieds.
Étymologie: DELG ὀρέγω.
Greek (Liddell-Scott)
ὄργυιᾰ: ἢ ὀργυιά, Ἰωνικ. ὀργυιή, ῆς, ἡ, (ὀρέγω, πρβλ. ἀγυιά)· κυρίως τὸ μῆκος ἢ διάστημα τῶν ἐκτεταμένων ἑκατέρωθεν ὁριζοντίως βραχιόνων (ὡς φαίνεται ἔν τινι τῶν μαρμάρων τοῦ Pomfret ἐν Ὀξονίᾳ), δηλ. περίπου 6 πόδ. ἢ 1 μέτρ. καὶ 85 ἑκατοστ., ἕστηκε ξύλον ..., ὅσον τ’ ὄργυι’ Ἰλ. Ψ. 327· ὅσον τ’ ὄργυιαν ... ἀπέκοψα Ὀδ. Ι. 325, πρβλ. Κ. 167, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19. 2) τὸ ἀκριβὲς μῆκος ὡς μέτρον ὑπάρχει παρ’ Ἡροδ. 2. 149, ἑξαπέδου τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος, καὶ προσθέτει ὅτι: 100 ὀργυιαὶ ἀποτελοῦσιν ἓν στάδιον, πρβλ. 4. 41 καὶ 86· - ἀλλ’ ὁ Πλίν. τὸ μεταφράζει διὰ τοῦ ulna 10 πόδ. 3) χωρομετρική τις ῥάβδος, = 9 ¼ σπιθαμαῖς βασιλικαῖς, Ἥρων Μαθημ. - Ποιητ. ὡσαύτως ὀρόγυια, ὃ ἴδε. Κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 98. 3, ἀείποτε ὄργυια, ἀλλ’ ἐν τῇ ὀνομ. πληθ. ὀργυιαί. Εἶναι ὄργυια παρ’ Ὁμ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς πεζογράφοις τὸ ἑνικ. φαίρεται καὶ ὀργυιά· καὶ οὕτως Ἰων. ὀργυιὴ ἐν Ἀράτ. 169, Νικ. Θηρ. 169. Ἐν συνθέσει γίνεται ὠρυγ-, ἴδε δεκώρυγος.
English (Autenrieth)
(όρέγω): distance spanned by the outstretched arms, fathom.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀργυιά)
βλ. οργιά.
Greek Monotonic
ὄργυιᾰ: Αττ. ὄργυᾰ-ᾶς, Ιων. -ή, -ῆς, ἡ (ὀρέγω, πρβλ. ἀγυιά), το μήκος των οριζοντίως τεντωμένων βραχιόνων, περίπου 6 πόδια, ή ένα μέτρο μήκους έξι ποδών, σε Όμηρ., Ηρόδ. (ο οποίος αναφέρει ότι 100 ὀργυιαί αποτελούν έναν στάδιο).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: fathom (Ψ 327).
Other forms: (Att. inscr. -υα), also ὀρόγυια (Pi.), -ᾶς, -ῆς, pl. αί (cf. below).
Compounds: As 2. member beside regelar and usual -όργυιος (λ 312) also δεκ-ώρυγος ten fathoms long a.o. (X. Kyn. 2,5) with comp. length. and remarkable metathesis (cf. -ώνυμος).
Derivatives: ὀργυι-αῖος (AP), -όεις (Nic.), a fathom long or wide, -όομαι in (δι-, περι-)ωργυιωμένος outstretched (a fathom wide) (Ctes., Hipparch., Lyc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Subst. ptc. without reuplucation like ἄγυια, ἅρπυια (s. vv. w. lit.) a.o., from ὀρέγω (-ομαι? Fraenkel Glotta 32, 18) stretch (the arms) with vowel syncope conditioned by the oxytonesis (or ablaut) : ὀρόγυια (assim. from *ὀρέγυια?): ὀργυιᾶς, -αί; s. Schwyzer 255f., 381 a. 474 w. lit., also (on the meaning) 541 n. 5. Older lit. in Bq and WP. 2, 363. - The explanation as a perfect ptc. is rather difficult, both formally and semantic; for the old interpretation see Beekes Devel. 27f. Also the supposed archaic ablaut ὄργυια - ὀρόγυια is problematic; rather one thinks the o was anaptyctic, as Chantraine says in DELG ("semble secondaire"); anaptyxis is frequent in Pre-Greek (Furnée 378-385, esp. 381f.). The enaptyxis could also take the form -ορυγ- [from Pre-Greek *αρυγ-?], which explains the compound form -ωρυγ-, and the transition to -υος (Chantraine). Now that ἄγυια has proved to be a Pre-Greek word, this must also be assumed for our word. (Not in Furnée.)
Middle Liddell
ὄργυιᾰ, ορ ὀργυιά, ionic -ή, ῆς, ἡ, ὀρέγω, cf. ἀγυια]
the length of the outstretched arms, about 6 feet, or 1 fathom, Hom., Hdt. (who says that 100 ὀργυιαί make one stadium).
Frisk Etymology German
ὄργυια: {órguia}
Forms: (att. Inschr. -υα), auch ὀρόγυια (Pi. u.a.), -ᾶς, -ῆς, pl. αί (vgl. unten)
Grammar: f.
Meaning: Klafter (seit Ψ 327).
Composita : Als Hinterglied neben regelmäßigem und gewöhnlichem -όργυιος (seit λ 312) auch δεκώρυγος zehn Klafter lang u.a. (X. Kyn. 2,5) mit komp. Dehnung und auffallender Metathese (vgl. -ώνυμος).
Derivative: Davon ὀργυιαῖος (AP), -όεις (Nik.), ‘klafterlang, -breit’, -όομαι in (δι-, περι-)ωργυιωμένος ‘(klafterweit) ausgebreitet’ (Ktes., Hipparch., Lyk. u.a.).
Etymology : Reduplikationsloses subst. Ptz. wie ἄγυια, ἅρπυια (s. dd. m. Lit.) u.a., von ὀρέγω (-ομαι? Fraenkel Glotta 32, 18) ‘(die Arme) ausstrecken’ mit von der Oxytonese bedingter Vokalsynkope (nicht Ablaut) : ὀρόγυια (aus *ὀρέγυια assim.?): ὀργυιᾶς, -αί; s. Schwyzer 255f., 381 u. 474 m. Lit., auch (zur Bed.) 541 A. 5. Laryngalistische Ablautsbetrachtungen bei Austin Lang. 17, 88. Ält. Lit. auch bei Bq und WP. 2, 363.
Page 2,412