ἄπωσις: Difference between revisions

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀπώθηση]]). Ἀπό τό [[ἀπωθέω]] -ῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ὠθῶ.
|mantxt=(=[[ἀπώθηση]]). Ἀπό τό [[ἀπωθέω]] -ῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ὠθῶ.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[repulsio]]'', [[driving back]], [[repulse]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.34.6/ 7.34.6].
}}
}}

Revision as of 11:31, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπωσις Medium diacritics: ἄπωσις Low diacritics: άπωσις Capitals: ΑΠΩΣΙΣ
Transliteration A: ápōsis Transliteration B: apōsis Transliteration C: aposis Beta Code: a)/pwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A thrusting or driving away, διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν Th.7.34, cf. Aret.SD1.14.
2 repulsion, opp. ἕλξις, Arist.Ph.243a19.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 empuje διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν ἐς τὸ πέλαγος Th.7.34
empujón op. ἔπωσις Arist.Ph.243a19.
2 compresión ἄλλοτε δὲ τῇ κοιλίῃ ἅπας (σπλήν) ἐπαιώρηται τῇδε κἀκεῖσε πρὸς τὰς ἀπώσιας Aret.SD 1.14.2.

German (Pape)

[Seite 342] ἡ, Wegstoßen, Forttreiben, διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν Thuc. 7, 34.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de repousser.
Étymologie: ἀπωθέω.

Greek Monotonic

ἄπωσις: -εως, ἡ (ἀπωθέω), απώθηση, απέλαση, απόκρουση, εκτοπισμός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπωσις: εως ἡ отталкивание (ἕλξις καὶ ἄ. Arst.): διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν ἐς τὸ πέλαγος Thuc. так как ветер уносил их в море.

Middle Liddell

ἀπωθέω
a driving away, Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=ἀπώθηση). Ἀπό τό ἀπωθέω -ῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὠθῶ.

Lexicon Thucydideum

repulsio, driving back, repulse, 7.34.6.