ἀποστατέον: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(CSV import)
(CSV import)
Tag: Reverted
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστᾰτέον:''' ρημ. επίθ. του <i>ἀφίσταμαι</i>, αυτό από το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να αποστασιοποιείται ή να το εγκαταλείπει, με γεν., σε Θουκ., Δημ.
|lsmtext='''ἀποστᾰτέον:''' ρημ. επίθ. του <i>ἀφίσταμαι</i>, αυτό από το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να αποστασιοποιείται ή να το εγκαταλείπει, με γεν., σε Θουκ., Δημ.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[absistendum]]'', [[one must desist]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.2.1/ 8.2.1].
}}
}}
{{lxth
{{lxth
|lthtxt=''[[absistendum]]'', [[one must desist]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.2.1/ 8.2.1].
|lthtxt=''[[absistendum]]'', [[one must desist]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.2.1/ 8.2.1].
}}
}}

Revision as of 13:45, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστᾰτέον Medium diacritics: ἀποστατέον Low diacritics: αποστατέον Capitals: ΑΠΟΣΤΑΤΕΟΝ
Transliteration A: apostatéon Transliteration B: apostateon Transliteration C: apostateon Beta Code: a)postate/on

English (LSJ)

(ἀφίσταμαι
A one must stand off from, i.e. give up, abandon, πολέμου Th.8.2, etc.; οὐκ.. ἀ. τῇ πόλει τούτων D.18.199: abs., οὐκ ἀ. πρίν.. Pl.Plt. 257c.
II later, ἀφίστημι one must keep apart, detain, ἵππον ἀπὸ τῶν ἔργων Gp. 16.1.4.

Spanish (DGE)

1 hay que apartarse, desistir de πολέμου Th.8.2, οὐδ' ... ἀ. τῇ πόλει τούτων D.18.199, αὐτῶν Isoc.12.37, (τῆς εὑρέσεως) Clem.Al.Strom.7.15.91
abs. οὐκ ἀποστατέον πρὶν ... Pl.Plt.257c
abs. οὐ μὴν ἀ. ἐστίν Isoc.5.85.
2 hay que mantener aparte, retener τὸν ἵππον ... ἀπὸ τῶν ἔργων Gp.16.1.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. 1) τοῦ ἀφίσταμαι, δεῖ ἀφίστασθαι, τινὸς Θουκ. 8. 2· οὐκ… ἀπ. τῇ πόλει τούτων Δημ. 295. 1, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 257C. 2) τοῦ ἀφίστημι, δεῖ ἀφιστάναι, ἵππον ἀπό τινος Γεωπ. 16. 1, 4.

Greek Monotonic

ἀποστᾰτέον: ρημ. επίθ. του ἀφίσταμαι, αυτό από το οποίο πρέπει κάποιος να αποστασιοποιείται ή να το εγκαταλείπει, με γεν., σε Θουκ., Δημ.

Lexicon Thucydideum

absistendum, one must desist, 8.2.1.

Lexicon Thucydideum

absistendum, one must desist, 8.2.1.