καταράσσω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katarasso
|Transliteration C=katarasso
|Beta Code=katara/ssw
|Beta Code=katara/ssw
|Definition=Att. [[καταράττω]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dash down]], [[break in pieces]], <b class="b3">ὁ παῖς ἐμπεσὼν κατήραξε</b> (sc. <b class="b3">τὴν κύλικα</b>) <span class="bibl">Hippon.38</span>:—Pass., ἡ θύρη κατήρακται <span class="bibl">Herod.2.63</span>: metaph., <b class="b3">διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα</b> cj. for [[ταράττειν]] in <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dem.Enc.</span>38</span>; especially of a broken and routed army, τοὺς λοιποὺς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα <span class="bibl">Hdt.9.69</span>; κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας <span class="bibl">D. 23.165</span>; τὸ στράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα <span class="bibl">Th.7.6</span>, cf. <span class="bibl">D.H.9.58</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>5.17.2</span>: fut. Med. in pass. sense, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>44</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of sea-birds, <b class="b3">κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὐτῶν</b> [[dash down]] [[head]] [[foremost]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>836a13</span>: but more freq. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> intr., [[fall down]], [[fall headlong]], <span class="bibl">Clearch.44</span>; of [[rain]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>392b10</span>; of rivers, <b class="b3">εἰς τὸ Χάσμα κ</b>. <span class="bibl">D.S.17.75</span>, cf. <span class="bibl">Plb.10.48.7</span>, <span class="bibl">Str.14.4.1</span>: c. gen., <b class="b3">τοῦ ἀγγείου</b>, of a stream of water, Gal.10.554. (Freq. written <b class="b3">καταρρ-</b>, augm. <b class="b3">κατερρ-</b>, in part perhaps correctly, if fr. καταρρᾱσσω, cf. [[ῥάσσω]], [[ἐπιρράσσω]].)</span>
|Definition=Att. [[καταράττω]],<br><span class="bld">A</span> [[dash down]], [[break in pieces]], <b class="b3">ὁ παῖς ἐμπεσὼν κατήραξε</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὴν κύλικα</b>) Hippon.38:—Pass., ἡ θύρη κατήρακται Herod.2.63: metaph., <b class="b3">διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα</b> cj. for [[ταράττειν]] in Luc.''Dem.Enc.''38; especially of a broken and routed army, τοὺς λοιποὺς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα [[Herodotus|Hdt.]]9.69; κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας D. 23.165; τὸ στράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Th.7.6, cf. D.H.9.58, Arr.''An.''5.17.2: fut. Med. in pass. sense, Plu.''Caes.''44.<br><span class="bld">II</span> of sea-birds, <b class="b3">κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὐτῶν</b> [[dash down]] [[head]] [[foremost]], Arist.''Mir.''836a13: but more freq.<br><span class="bld">2</span> intr., [[fall down]], [[fall headlong]], Clearch.44; of [[rain]], Arist.''Mu.''392b10; of rivers, <b class="b3">εἰς τὸ Χάσμα κ.</b> [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.75, cf. Plb.10.48.7, Str.14.4.1: c. gen., <b class="b3">τοῦ ἀγγείου</b>, of a stream of water, Gal.10.554. (Freq. written <b class="b3">καταρρ-</b>, augm. <b class="b3">κατερρ-</b>, in part perhaps correctly, if fr. καταρρᾱσσω, cf. [[ῥάσσω]], [[ἐπιρράσσω]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] alt. -αράττω, herunterreißen, schmettern; Hipponax bei Ath. XI, 495 d; τοὺς λοιποὺς κατήραξαν διώκοντες Her. 9, 69; τὸ [[στράτευμα]] νικηθὲν κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Thuc. 7, 6; Folgde, wie Arr. An. 5, 17, 4; κατήραξε εἰς τὴν θάλατταν ἅπαντας Dem. 23, 165; auch übertr., διασείειν καὶ καταράττειν τὰ βουλεύματα Luc. Dem. enc. 38. – Intrans., mit Geräusch hinabfahren, εἰς οὓς καταράττει ὁ [[ποταμός]] Pol. 10, 4, 7, εἰς τοῦτο τὸ [[χάσμα]] καταράττων ὁ ποταμὸς μετὰ πολλοῦ ψόφου D. Sic. 17, 75; vom Regen, Arist. de mund. 2, wie D. Sic. 1, 41. Vgl. καταῤρήγνυμι. An vielen Stellen ist V, 1. καταῤῥάσσω.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1374.png Seite 1374]] alt. -αράττω, herunterreißen, schmettern; Hipponax bei Ath. XI, 495 d; τοὺς λοιποὺς κατήραξαν διώκοντες Her. 9, 69; τὸ [[στράτευμα]] νικηθὲν κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Thuc. 7, 6; Folgde, wie Arr. An. 5, 17, 4; κατήραξε εἰς τὴν θάλατταν ἅπαντας Dem. 23, 165; auch übertr., διασείειν καὶ καταράττειν τὰ βουλεύματα Luc. Dem. enc. 38. – Intrans., mit Geräusch hinabfahren, εἰς οὓς καταράττει ὁ [[ποταμός]] Pol. 10, 4, 7, εἰς τοῦτο τὸ [[χάσμα]] καταράττων ὁ ποταμὸς μετὰ πολλοῦ ψόφου D. Sic. 17, 75; vom Regen, Arist. de mund. 2, wie D. Sic. 1, 41. Vgl. καταῤρήγνυμι. An vielen Stellen ist V, 1. καταῤῥάσσω.
}}
{{bailly
|btext=rejeter violemment ; briser, détruire : βουλεύματα LUC des projets.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰράσσω:''' атт. [[καταράττω|κατᾰράττω]]<br /><b class="num">1</b> [[отбрасывать]], [[прогонять]] (τινὰ ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Her.; τὸ [[στράτευμα]] κατηράχθη ἐς τὰ τειχίσματα Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[низвергать]], [[бросать]] (τινὰ εἰς τὴν θάλατταν Dem.; κ. ἑαυτὸν εἰς τὴν κεφαλήν τινος Arst.);<br /><b class="num">3</b> перен. [[разбивать]], [[разрушать]] (τὰ βουλεύματα Luc.);<br /><b class="num">4</b> (о воде), [[низвергаться]], [[с шумом падать]], (εἰς τοὺς πλαταμῶνας Polyb.; εἰς τὸ [[χάσμα]] Diod.; ὄμβροι καταράσσουσι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Κτυπῶ κατὰ γῆς, μετὰ κρότου κατασυντρίβω, [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια, ὁ [[παῖς]] ἐμπεσὼν κατήραξε δηλ. τὴν κύλικα Ἱππῶν. 29· Καρχηδόνα κατήραξεν εἰς [[ἔδαφος]] καὶ ἠφάνισε Θεμιστ. λόγ. 10 σ. 140Β· ὁ Σουΐδ. «κατήραξας· κατὰ τοῦ ἐδάφους ἔβαλες»· ἰδίως ἐπὶ ἡττημένου καὶ κατεστραμμένου στρατεύματος, τοὺς λοιποὺς κατήραξε ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Ἡρόδ. 9. 69· κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας Δημ. 675. 20· τὸ [[στράτευμα]] κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Θουκ. 7. 6, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 58, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17, 4. 2) μεταφορ., διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 38. ΙΙ. ἐπὶ θαλασσίων πτηνῶν, κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὑτῶν, ῥίπτονται οἱ κολοιοὶ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 79·- [[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., [[πίπτω]] [[κάτω]], (κατα)[[πίπτω]] [[κατακέφαλα]], οἱ στάντες τῶν κολοιῶν ἐπὶ τὸ [[χεῖλος]] καὶ καταβλέψαντες ἐπὶ τὸν ἐμφαινόμενον καταράττουσιν Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 393Β, Πολύβ. 10. 48, 7· ἐπὶ ὄμβρου καὶ χαλάζης, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 13· ἐπὶ ποταμῶν, μετὰ πολλοῦ ψόφου ὁ ποταμὸς καταράττων εἰς τὸ [[χάσμα]] [[ἀφρώδης]] γίνεται Διόδ. 17. 75· πλαταμῶνας, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμὸς Πολύβ. 10. 4, 7· ὑπὸ κρουνῷ καταράττοντι πομφόλυγες ἀνίστανται Λουκ.· κρουνὸς ὕδατος καταράττει τοῦ ἀγγείου, ἀράττει κατὰ τοῦ ἀγγείου, Γαλ. Μεθοδ. 8· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Πλουτ. Καῖσ. 44, πρβλ. [[καταρρήγνυμι]].
|lstext='''κατᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Κτυπῶ κατὰ γῆς, μετὰ κρότου κατασυντρίβω, [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια, ὁ [[παῖς]] ἐμπεσὼν κατήραξε δηλ. τὴν κύλικα Ἱππῶν. 29· Καρχηδόνα κατήραξεν εἰς [[ἔδαφος]] καὶ ἠφάνισε Θεμιστ. λόγ. 10 σ. 140Β· ὁ Σουΐδ. «κατήραξας· κατὰ τοῦ ἐδάφους ἔβαλες»· ἰδίως ἐπὶ ἡττημένου καὶ κατεστραμμένου στρατεύματος, τοὺς λοιποὺς κατήραξε ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Ἡρόδ. 9. 69· κ. εἰς τὴν θάλασσαν ἅπαντας Δημ. 675. 20· τὸ [[στράτευμα]] κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Θουκ. 7. 6, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 58, Ἀρρ. Ἀν. 5. 17, 4. 2) μεταφορ., διασείειν καὶ κ. τὰ βουλεύματα Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 38. ΙΙ. ἐπὶ θαλασσίων πτηνῶν, κ. αὑτοὺς εἰς τὰς κεφαλὰς αὑτῶν, ῥίπτονται οἱ κολοιοὶ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 79·- [[ἐντεῦθεν]] ἀμεταβ., [[πίπτω]] [[κάτω]], (κατα)[[πίπτω]] [[κατακέφαλα]], οἱ στάντες τῶν κολοιῶν ἐπὶ τὸ [[χεῖλος]] καὶ καταβλέψαντες ἐπὶ τὸν ἐμφαινόμενον καταράττουσιν Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 393Β, Πολύβ. 10. 48, 7· ἐπὶ ὄμβρου καὶ χαλάζης, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 13· ἐπὶ ποταμῶν, μετὰ πολλοῦ ψόφου ὁ ποταμὸς καταράττων εἰς τὸ [[χάσμα]] [[ἀφρώδης]] γίνεται Διόδ. 17. 75· πλαταμῶνας, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμὸς Πολύβ. 10. 4, 7· ὑπὸ κρουνῷ καταράττοντι πομφόλυγες ἀνίστανται Λουκ.· κρουνὸς ὕδατος καταράττει τοῦ ἀγγείου, ἀράττει κατὰ τοῦ ἀγγείου, Γαλ. Μεθοδ. 8· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Πλουτ. Καῖσ. 44, πρβλ. [[καταρρήγνυμι]].
}}
{{bailly
|btext=rejeter violemment ; briser, détruire : βουλεύματα LUC des projets.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] [[καταγής]], [[συντρίβω]] σε κομμάτια, <i>τοὺς λοιποὺς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα</i>, τους κομμάτιασε στον Κιθαιρώνα, σε Ηρόδ.· <i>τὸστράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[πέφτω]] προς τα [[κάτω]], [[πέφτω]] [[κατακέφαλα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] [[καταγής]], [[συντρίβω]] σε κομμάτια, <i>τοὺς λοιποὺς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα</i>, τους κομμάτιασε στον Κιθαιρώνα, σε Ηρόδ.· <i>τὸστράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[πέφτω]] προς τα [[κάτω]], [[πέφτω]] [[κατακέφαλα]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{lxth
|elrutext='''κατᾰράσσω:''' атт. [[καταράττω|κατᾰράττω]]<br /><b class="num">1)</b> [[отбрасывать]], [[прогонять]] (τινὰ ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Her.; τὸ [[στράτευμα]] κατηράχθη ἐς τὰ τειχίσματα Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[низвергать]], [[бросать]] (τινὰ εἰς τὴν θάλατταν Dem.; κ. ἑαυτὸν εἰς τὴν κεφαλήν τινος Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. разбивать, разрушать (τὰ βουλεύματα Luc.);<br /><b class="num">4)</b> (о воде) низвергаться, с шумом падать (εἰς τοὺς πλαταμῶνας Polyb.; εἰς τὸ [[χάσμα]] Diod.; ὄμβροι καταράσσουσι Arst.).
|lthtxt=''[[detrudi]]'', to [[be thrust down]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.6.3/ 7.6.3], [<i>nonnulli codd.</i> <i>several manuscripts</i> κατηρράχθη, <i>alii</i> <i>others</i> κατερράγη]
}}
}}