σύγκλυς: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(39) |
(CSV import) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygklys | |Transliteration C=sygklys | ||
|Beta Code=su/gklus | |Beta Code=su/gklus | ||
|Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, | |Definition=ῠδος, ὁ, ἡ, [[washed together]] by the waves; but only metaph., <b class="b3">ξύγκλυδες ἄνθρωποι</b> [[promiscuous crowd]], [[mob]], [[rabble]], Th.7.5; [[σύγκλυδες]] alone, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 569a, Str.4.2.1, etc.; σ. ὅμιλος Plu.''Mar.''45: with neut. Subst., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Ph.2.312: [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] cites a neut. pl. [[σύγκλυδα]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] υδος, ὁ, ἡ, auch σύγκλυδος, zusammengespült, eigtl. von den Wellen, übh. durch den Zufall zusammengebracht, ἄνθρωποι σύγκλυδες, zufällig zusammengelaufener Menschenhaufe, Gesindel, Thuc. 7, 5 Plat. Rep. VIII, 569 a Ax. 369 a u. Sp., wie Luc. Alex. 16 Hdn. 7, 7, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] υδος, ὁ, ἡ, auch σύγκλυδος, zusammengespült, eigtl. von den Wellen, übh. durch den Zufall zusammengebracht, ἄνθρωποι σύγκλυδες, zufällig zusammengelaufener Menschenhaufe, Gesindel, Thuc. 7, 5 Plat. Rep. VIII, 569 a Ax. 369 a u. Sp., wie Luc. Alex. 16 Hdn. 7, 7, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υδος (ὁ, ἡ, τό)<br />balayé de tous côtés par les flots ; <i>en parl. de pers.</i> qui forme un ramassis.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλύζω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύγκλυς -υδος, Att. ook ξύγκλυς [σύν, κλύς: golf] als adj., samengeklotst, bijeengespoeld door de golven, alleen overdr. bijeengeraapt; ook subst.. οἱ σύγκλυδες bijeengeraapt zooitje Plat. Resp. 569a. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγκλῠς:''' ῠδος adj. досл. намытый волнами, перен. нахлынувший, сбежавшийся (ἄνθρωποι Thuc.; [[ὅμιλος]] Plut.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αττ. τ. ξύγκλυς» -υδος, ὁ, ἡ, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τον κατέκλυσαν από [[παντού]] τα κύματα<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (για ήχο) συγκεχυμένος, μπερδεμένος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ξύγκλυδες ἄνθρωποι» και «[[σύγκλυς]] [[ὅμιλος]]» και, [[απλώς]], «σύγκλυδες» — [[σύνολο]] ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν σε έναν [[τόπο]] τυχαία, [[πλήθος]] ανθρώπων κατώτατου φυράματος, όχλος, [[συρφετός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ σύγκλυδα</i> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «συγκεχυμένα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κλυδ</i>-<i>ς</i> του [[κλύζω]] ([[πρβλ]]. [[κλύδωνας]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύγκλῠς:''' -ῠδος, ὁ, ἡ ([[κλύζω]]), αυτός που λούζεται από τα κύματα από κοινού με κάποιον [[άλλο]]· μεταφ., <i>ἄνθρωποι σύγκλυδες</i>, ετερόκλητο [[πλήθος]], όχλος, [[μάζα]], Λατ. [[colluvies]] hominum, σε Θουκ.· ομοίως, <i>σύγκλυδες</i> μόνον, σε Πλάτ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύγκλῠς''': ῠδος, ὁ, ἡ, συγκεκλυσμένος ὑπὸ τῶν κυμάτων˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., ἄνθρωποι σύγκλυδες, ἀνάμικτον [[πλῆθος]] ἀνθρώπων τοῦ κατωτάτου φυράματος, [[χυδαῖος]] [[ὄχλος]], Λατ. colluvies hominum, Θουκ. 7. 5˙ οὕτω μόνον σύγκλυδες, Πλάτ. Πολ. 569Α, Στράβ. 190, κτλ.˙ σ. [[ὅμιλος]] Πλουτάρχ. Μάρ. 45˙ ― [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Φίλων 2. 312˙ οὕτω, σ. [[στράτευμα]], ἐκ διορθώσεως ἀντὶ σύγκληταν παρὰ τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 301˙ ― [[ὡσαύτως]] σύγκλῠδος, ον, Κλήμ. Ἀλ. 796 (ἂν μὴ τὸ συγκλύδου θεωρηθῇ ὡς ἡμαρτημένον ἀντὶ σύγκλυδος)˙ καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει οὐδ. πληθ. σύγκλυδα, ὃ ἑρμηνεύει: «συγκεχυμένα». ― Πρβλ. Dorv. Charit. σ. 612, καὶ ἴδε ἐν λ. [[σύνηλυς]]. | |lstext='''σύγκλῠς''': ῠδος, ὁ, ἡ, συγκεκλυσμένος ὑπὸ τῶν κυμάτων˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., ἄνθρωποι σύγκλυδες, ἀνάμικτον [[πλῆθος]] ἀνθρώπων τοῦ κατωτάτου φυράματος, [[χυδαῖος]] [[ὄχλος]], Λατ. colluvies hominum, Θουκ. 7. 5˙ οὕτω μόνον σύγκλυδες, Πλάτ. Πολ. 569Α, Στράβ. 190, κτλ.˙ σ. [[ὅμιλος]] Πλουτάρχ. Μάρ. 45˙ ― [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Φίλων 2. 312˙ οὕτω, σ. [[στράτευμα]], ἐκ διορθώσεως ἀντὶ σύγκληταν παρὰ τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 301˙ ― [[ὡσαύτως]] σύγκλῠδος, ον, Κλήμ. Ἀλ. 796 (ἂν μὴ τὸ συγκλύδου θεωρηθῇ ὡς ἡμαρτημένον ἀντὶ σύγκλυδος)˙ καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει οὐδ. πληθ. σύγκλυδα, ὃ ἑρμηνεύει: «συγκεχυμένα». ― Πρβλ. Dorv. Charit. σ. 612, καὶ ἴδε ἐν λ. [[σύνηλυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=σύγ-κλῠς, ῠδος, ὁ, ἡ, [[κλύζω]]<br />washed [[together]] by the waves; metaph., ἄνθρωποι σύγκλυδες a [[promiscuous]] [[crowd]], a mob, [[rabble]], Lat. [[colluvies]] hominum, Thuc.; so σύγκλυδες [[alone]], Plat. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[convena]]'', [[newcomer]], [[immigrant]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.5.4/ 7.5.4]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:31, 16 November 2024
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, washed together by the waves; but only metaph., ξύγκλυδες ἄνθρωποι promiscuous crowd, mob, rabble, Th.7.5; σύγκλυδες alone, Pl.R. 569a, Str.4.2.1, etc.; σ. ὅμιλος Plu.Mar.45: with neut. Subst., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Ph.2.312: Hsch. cites a neut. pl. σύγκλυδα.
German (Pape)
[Seite 968] υδος, ὁ, ἡ, auch σύγκλυδος, zusammengespült, eigtl. von den Wellen, übh. durch den Zufall zusammengebracht, ἄνθρωποι σύγκλυδες, zufällig zusammengelaufener Menschenhaufe, Gesindel, Thuc. 7, 5 Plat. Rep. VIII, 569 a Ax. 369 a u. Sp., wie Luc. Alex. 16 Hdn. 7, 7, 1.
French (Bailly abrégé)
υδος (ὁ, ἡ, τό)
balayé de tous côtés par les flots ; en parl. de pers. qui forme un ramassis.
Étymologie: σύν, κλύζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκλυς -υδος, Att. ook ξύγκλυς [σύν, κλύς: golf] als adj., samengeklotst, bijeengespoeld door de golven, alleen overdr. bijeengeraapt; ook subst.. οἱ σύγκλυδες bijeengeraapt zooitje Plat. Resp. 569a.
Russian (Dvoretsky)
σύγκλῠς: ῠδος adj. досл. намытый волнами, перен. нахлынувший, сбежавшийся (ἄνθρωποι Thuc.; ὅμιλος Plut.).
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξύγκλυς» -υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α
1. αυτός που τον κατέκλυσαν από παντού τα κύματα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.)
3. (για ήχο) συγκεχυμένος, μπερδεμένος
4. φρ. «ξύγκλυδες ἄνθρωποι» και «σύγκλυς ὅμιλος» και, απλώς, «σύγκλυδες» — σύνολο ανθρώπων που συγκεντρώθηκαν σε έναν τόπο τυχαία, πλήθος ανθρώπων κατώτατου φυράματος, όχλος, συρφετός
5. (το ουδ. πληθ.) τὰ σύγκλυδα (κατά τον Ησύχ.) «συγκεχυμένα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. κλυδ-ς του κλύζω (πρβλ. κλύδωνας)].
Greek Monotonic
σύγκλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ (κλύζω), αυτός που λούζεται από τα κύματα από κοινού με κάποιον άλλο· μεταφ., ἄνθρωποι σύγκλυδες, ετερόκλητο πλήθος, όχλος, μάζα, Λατ. colluvies hominum, σε Θουκ.· ομοίως, σύγκλυδες μόνον, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλῠς: ῠδος, ὁ, ἡ, συγκεκλυσμένος ὑπὸ τῶν κυμάτων˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφορ., ἄνθρωποι σύγκλυδες, ἀνάμικτον πλῆθος ἀνθρώπων τοῦ κατωτάτου φυράματος, χυδαῖος ὄχλος, Λατ. colluvies hominum, Θουκ. 7. 5˙ οὕτω μόνον σύγκλυδες, Πλάτ. Πολ. 569Α, Στράβ. 190, κτλ.˙ σ. ὅμιλος Πλουτάρχ. Μάρ. 45˙ ― ὡσαύτως μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Φίλων 2. 312˙ οὕτω, σ. στράτευμα, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ σύγκληταν παρὰ τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 301˙ ― ὡσαύτως σύγκλῠδος, ον, Κλήμ. Ἀλ. 796 (ἂν μὴ τὸ συγκλύδου θεωρηθῇ ὡς ἡμαρτημένον ἀντὶ σύγκλυδος)˙ καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει οὐδ. πληθ. σύγκλυδα, ὃ ἑρμηνεύει: «συγκεχυμένα». ― Πρβλ. Dorv. Charit. σ. 612, καὶ ἴδε ἐν λ. σύνηλυς.
Middle Liddell
σύγ-κλῠς, ῠδος, ὁ, ἡ, κλύζω
washed together by the waves; metaph., ἄνθρωποι σύγκλυδες a promiscuous crowd, a mob, rabble, Lat. colluvies hominum, Thuc.; so σύγκλυδες alone, Plat.