συνίστωρ: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(1b) |
(CSV import) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synistor | |Transliteration C=synistor | ||
|Beta Code=suni/stwr | |Beta Code=suni/stwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, ἡ, < | |Definition=-ορος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[knowing along with]] another, <b class="b3">ὡς θεοὶ ξυνίστορες</b> as the gods are [[witnesses]], S.''Ph.''1293, cf. ''Ant.''542, [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''1174, Th. 2.74, ''PCair.Zen.''625.2 (iii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[privy to]] a crime or other secret, c. gen., Plb.30.8.1, ''AP''5.3.1 (Phld.), 5.4.1 (Stat.Flacc.), Vett. Val.11.1, ''Cat.Cod.Astr.''2.175; <b class="b3">σώματα συνίστορα τῆς πράξεως</b> Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), <b class="b3">πολλὰ συνίστορα.. κακά</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὴν στέγην</b>) [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1090 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1027.png Seite 1027]] ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: θεοί, ξυνίστορες [[ἔστε]], Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1027.png Seite 1027]] ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: θεοί, ξυνίστορες [[ἔστε]], Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />témoin : τινος <i>ou</i> τι de qch (<i>cf.</i> [[συνειδέναι]]).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴστωρ]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνίστωρ -ορος, Att. ook ξυνίστωρ [[[σύν]], [[ἵστωρ]]] mede-wetend; subst. getuige. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συνίστωρ:''' ορος ὁ и ἡ [[совместно видевший]], [[свидетель]] (τι Aesch. и τινός Polyb., Anth.; ξυνίστορες [[ἔστε]] Thuc.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συνίστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], [[γνώστης]], συνειδητοποιημένος· <i>ὡς θεοὶ ξυνίστορες</i>, όπως οι θεοί γνωρίζουν, είναι μάρτυρες, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. ([[οπότε]] συντάσσεται ως [[ρήμα]]), <i>πολλὰ συνίστορα [[κακά]]</i>, αυτός που είναι [[γνώστης]] πολλών συμφορών, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''συνίστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], [[γνώστης]], συνειδητοποιημένος· <i>ὡς θεοὶ ξυνίστορες</i>, όπως οι θεοί γνωρίζουν, είναι μάρτυρες, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. ([[οπότε]] συντάσσεται ως [[ρήμα]]), <i>πολλὰ συνίστορα [[κακά]]</i>, αυτός που είναι [[γνώστης]] πολλών συμφορών, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνίστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, [[εἶναι]] μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς [[ῥῆμα]]), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. [[φύξιμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[knowing]] [[along]] with [[another]], [[conscious]], ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, Soph., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα κακά [[conscious]] of [[many]] evils, Aesch. | |mdlsjtxt=συν-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[knowing]] [[along]] with [[another]], [[conscious]], ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, Soph., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα κακά [[conscious]] of [[many]] evils, Aesch. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[knowing]], [[one taken to witness]] | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[testis]]'', [[witness]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.74.3/ 2.74.3]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:33, 16 November 2024
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ,
A knowing along with another, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, S.Ph.1293, cf. Ant.542, E.Supp.1174, Th. 2.74, PCair.Zen.625.2 (iii B.C.).
2 privy to a crime or other secret, c. gen., Plb.30.8.1, AP5.3.1 (Phld.), 5.4.1 (Stat.Flacc.), Vett. Val.11.1, Cat.Cod.Astr.2.175; σώματα συνίστορα τῆς πράξεως Aen. Tact.23.10: c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα.. κακά (sc. τὴν στέγην) A.Ag.1090 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1027] ορος, ὁ, ἡ, mit od. zugleich wissend, Aesch. Ag. 1061; Zeuge, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, Soph. Phil. 1277; Ant. 538; Eur. Suppl. 1173; öfter bei sp. D., wie Mel. 71 (V, 8), Philodem. 17 (V, 4); auch in Prosa: θεοί, ξυνίστορες ἔστε, Thuc. 2, 74, καὶ μαρτυρ, Pol. 28, 17, 3.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
témoin : τινος ou τι de qch (cf. συνειδέναι).
Étymologie: σύν, ἴστωρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνίστωρ -ορος, Att. ook ξυνίστωρ [σύν, ἵστωρ] mede-wetend; subst. getuige.
Russian (Dvoretsky)
συνίστωρ: ορος ὁ и ἡ совместно видевший, свидетель (τι Aesch. и τινός Polyb., Anth.; ξυνίστορες ἔστε Thuc.).
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ΜΑ ἵστωρ
1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.)
2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. εκείνος που έχει συνείδηση μιας πράξης, που συναισθάνεται μια πράξη («τοὺς πολίτας συνίστορας ἔχοντες πάντων», Πολ.)
2. αυτός που είναι παρών σε κάτι, μάρτυρας («συνίστορα τῶν ἀλαλήτων λύχνον», Φιλόδ.).
Greek Monotonic
συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ,
1. αυτός που γνωρίζει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο, γνώστης, συνειδητοποιημένος· ὡς θεοὶ ξυνίστορες, όπως οι θεοί γνωρίζουν, είναι μάρτυρες, σε Σοφ. κ.λπ.
2. με αιτ. (οπότε συντάσσεται ως ρήμα), πολλὰ συνίστορα κακά, αυτός που είναι γνώστης πολλών συμφορών, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
συνίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων ὁμοῦ μετά τινος, ἔχων γνῶσιν, ὡς θεοὶ ξυνίστορες, ὡς οἱ θεοὶ γινώσκουσιν, εἶναι μάρτυρες, Σοφ. Φιλ. 1293, πρβλ. Ἀντ. 542, Εὐρ. Ἱκέτ. 1174, Θουκ. 2. 74. 2) ὁ ἔχων τὴν συναίσθησιν ἐγκληματικῆς πράξεως, μετὰ γεν., Ἀνθ. Π. 5. 4 καὶ 5, Πολύβ., κλπ.· ἢ μετ’ αἰτ. (ὅτε συντάσσεται ὡς ῥῆμα), πολλὰ συνίστορα... κακὰ (ἐξυπακ. τὴν στέγην) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1090, πρβλ. φύξιμος.
Middle Liddell
συν-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ,
1. knowing along with another, conscious, ὡς θεοὶ ξυνίστορες as the gods are witnesses, Soph., etc.
2. c. acc. (with the verbal constr.), πολλὰ συνίστορα κακά conscious of many evils, Aesch.