προφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
(CSV import)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
{{LSJ2
|Full diacritics=προφύλαξ
|Full diacritics=προφῠ́λαξ
|Medium diacritics=προφύλαξ
|Medium diacritics=προφύλαξ
|Low diacritics=προφύλαξ
|Low diacritics=προφύλαξ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=profylaks
|Transliteration C=profylaks
|Beta Code=profu/lac
|Beta Code=profu/lac
|Definition=-ακος, ὁ, [[advanced guard]]; οἱ π., = αἱ [[προφυλακαί]], Th. 3.112, X. ''An.'' 2.4.15, etc.<br><b class="num"></b>[[officer on guard]], Aen.Tact. 22.9, and so prob. in IGRom. 4.455 (Pergam.). — Also fem., Eratosth. ''Cat.'' 22. [[epithet]] of Apollo, IG 12(7).419.
|Definition= προφύλακος, ὁ,<br><b class="num">1</b> [[advanced guard]]; οἱ προφύλακες = αἱ [[προφυλακαί]], Th. 3.112, X. ''An.'' 2.4.15, etc.<br><b class="num">2</b> [[officer on guard]], Aen.Tact. 22.9, and so prob. in IGRom. 4.455 (Pergam.). — Also fem., Eratosth. ''Cat.'' 22. [[epithet]] of [[Apollo]], IG 12(7).419.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] ακος, ὁ, [[Vorwächter]], [[Vorposten]]; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προφύλαξ''': [], -ᾱκος, ὁ, [[πρόσκοπος]]· οἱ προφύλακες, = αἱ προφυλακαὶ Θουκ. 3. 112, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 15, κτλ. ΙΙ. ἀξιωματικὸς φρουρῶν, Αἰν. Τακτ. 22· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., γραίας προφύλακας Ἐρατοσθ. Καταστ. 22, σ. 117 ἔκδ. Gal.
|btext=ακος (ὁ) :<br />[[garde d'avant-poste]], [[vedette]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φύλαξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=προφύλαξ -ακος, ὁ &#91;[[πρό]], [[φύλαξ]]] [[wachter op voorpost]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ακος (ὁ) :<br />garde d’avant-poste, vedette.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φύλαξ]].
|elrutext='''προφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ [[передовой пост]] Thuc., Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, [[ιχνηλάτης]], [[πρόσκοπος]]· <i>οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί</i>, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''προφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, [[ιχνηλάτης]], [[πρόσκοπος]]· <i>οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί</i>, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προφύλαξ:''' ᾰκος () передовой пост Thuc., Xen.
|lstext='''προφύλαξ''': [], -ᾱκος, , [[πρόσκοπος]]· οἱ προφύλακες, = αἱ προφυλακαὶ Θουκ. 3. 112, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 15, κτλ. ΙΙ. ἀξιωματικὸς φρουρῶν, Αἰν. Τακτ. 22· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., γραίας προφύλακας Ἐρατοσθ. Καταστ. 22, σ. 117 ἔκδ. Gal.
}}
{{elnl
|elnltext=προφύλαξ -ακος, ὁ [πρό, φύλαξ] wachter op voorpost.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προφῠ́λαξ, ακος,<br />an advanced [[guard]]: οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Thuc., Xen.]
|mdlsjtxt=προφῠ́λαξ, ακος,<br />an advanced [[guard]]: οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Thuc., Xen.]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[primus custos]]'', [[first guard]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.112.4/ 3.112.4].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφῠ́λαξ Medium diacritics: προφύλαξ Low diacritics: προφύλαξ Capitals: ΠΡΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: prophýlax Transliteration B: prophylax Transliteration C: profylaks Beta Code: profu/lac

English (LSJ)

προφύλακος, ὁ,
1 advanced guard; οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Th. 3.112, X. An. 2.4.15, etc.
2 officer on guard, Aen.Tact. 22.9, and so prob. in IGRom. 4.455 (Pergam.). — Also fem., Eratosth. Cat. 22. epithet of Apollo, IG 12(7).419.

German (Pape)

[Seite 798] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
garde d'avant-poste, vedette.
Étymologie: πρό, φύλαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προφύλαξ -ακος, ὁ [πρό, φύλαξ] wachter op voorpost.

Russian (Dvoretsky)

προφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ передовой пост Thuc., Xen.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ φύλαξ, -ακος]
1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ.
β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.)
αρχ.
1. αξιωματικός φρουράς
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.)
3. στον πληθ. οἱ προφύλακες
οι προφυλακές, οι μονάδες προφυλακής.

Greek Monotonic

προφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, ιχνηλάτης, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προφύλαξ: [ῠ], -ᾱκος, ὁ, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες, = αἱ προφυλακαὶ Θουκ. 3. 112, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 15, κτλ. ΙΙ. ἀξιωματικὸς φρουρῶν, Αἰν. Τακτ. 22· - ὡσαύτως ὡς θηλ., γραίας προφύλακας Ἐρατοσθ. Καταστ. 22, σ. 117 ἔκδ. Gal.

Middle Liddell

προφῠ́λαξ, ακος,
an advanced guard: οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, Thuc., Xen.]

Lexicon Thucydideum

primus custos, first guard, 3.112.4.