3,273,653
edits
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς") |
(CSV import) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleonektis | |Transliteration C=pleonektis | ||
|Beta Code=pleone/kths | |Beta Code=pleone/kths | ||
|Definition= | |Definition=πλεονέκτου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> = ὁ [[πλέον]] [[ἔχων]], one who [[has]] or [[claim]]s more than his [[due]], [[greedy]], [[grasping]], Th.1.40, etc.: as adjective [[λόγος]] πλεονέκτης = a [[greedy]], [[arrogant]] [[speech]], [[Herodotus|Hdt.]]7.158: Sup. πλεονεκτίστατος X.Mem.1.2.12.<br><span class="bld">2</span> [[ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων]] = making [[gain]] from their [[loss]]es, Id.Cyr.1.6.27.<br><span class="bld">3</span> metaph. in Math., of τὸ [[ὑπερτελής|ὑπερτελές]], Iamb.in Nic.p.32 P. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui cherche à avoir plus que les autres <i>ou</i> plus | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui cherche à avoir plus que les autres <i>ou</i> plus qu'il ne doit :<br /><b>1</b> [[cupide]], [[ambitieux]] ; arrogant;<br /><b>2</b> qui profite de ses avantages sur, <i>gén.</i><br /><i>Sp.</i> [[πλεονεκτίστατος]];<br />[[NT]]: exploiteur, accapareur.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλεονέκτης:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''πλεονέκτης:'''<br /><b class="num">1</b> [[самонадеянный]], [[высокомерный]], [[наглый]] ([[λόγος]] Her.);<br /><b class="num">2</b> [[корыстолюбивый]], [[жадный]], [[хищнический]] ([[βίαιος]] καὶ π. Thuc.; οἱ πλεονέκται τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[получающий преимущество]], [[имеющий перевес]]: ἐν παντὶ π. τῶν πολεμίων Xen. имеющий во всех отношениях превосходство над врагами. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ<br />αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα [[κάποιος]] [[άλλος]] ή οι άλλοι γενικώς και [[συνήθως]] να αποκτήσει [[κάτι]] που δεν το δικαιούται («πᾶς [[πόρνος]] ἤ [[ἀκάθαρτος]] ἤ [[πλεονέκτης]]... οὐκ ἔχει κληρονομίαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ξεπερνά κάποιον σε [[ευστροφία]] ή [[πονηρία]] («... καὶ ἐπίβουλον [[εἶναι]] καὶ κρυψίνουν... καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[υπερτελής]] [[αριθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]], ουδ. του [[πλείων]] / [[πλέων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ<br />αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα [[κάποιος]] [[άλλος]] ή οι άλλοι γενικώς και [[συνήθως]] να αποκτήσει [[κάτι]] που δεν το δικαιούται («πᾶς [[πόρνος]] ἤ [[ἀκάθαρτος]] ἤ [[πλεονέκτης]]... οὐκ ἔχει κληρονομίαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ξεπερνά κάποιον σε [[ευστροφία]] ή [[πονηρία]] («... καὶ ἐπίβουλον [[εἶναι]] καὶ κρυψίνουν... καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[υπερτελής]] [[αριθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]], ουδ. του [[πλείων]] / [[πλέων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. [[ευέκτης]], [[καχέκτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλεονέκτης:''' -ου, ὁ, = ὁ [[πλέον]] ἔχων·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει ή απαιτεί περισσότερα από όσα δικαιούται, ο [[άπληστος]], [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]], σε Θουκ. κ.λπ.· ως επίθ., [[λόγος]] [[πλεονέκτης]], σε Ηρόδ.· υπερθ. [[πλεονεκτίστατος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[πλεονέκτης]] | |lsmtext='''πλεονέκτης:''' -ου, ὁ, = ὁ [[πλέον]] ἔχων·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει ή απαιτεί περισσότερα από όσα δικαιούται, ο [[άπληστος]], [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]], σε Θουκ. κ.λπ.· ως επίθ., [[λόγος]] [[πλεονέκτης]], σε Ηρόδ.· υπερθ. [[πλεονεκτίστατος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[πλεονέκτης]] τῶν πολεμίων, αυτός που κερδίζει από τις αποτυχίες τους, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἀχόρταγος). Ἀπό τό [[πλέον]] + [[ἑκτός]] τοῦ [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[πλεονέκτης]]: πλεονεκτῶ (=εἶμαι [[ἀνώτερος]]), [[πλεονέκτημα]], [[πλεονεκτητέον]], [[πλεονεκτικός]], [[πλεονεξία]]. | |mantxt=(=[[ἀχόρταγος]]). Ἀπό τό [[πλέον]] + [[ἑκτός]] τοῦ [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[πλεονέκτης]]: πλεονεκτῶ (=εἶμαι [[ἀνώτερος]]), [[πλεονέκτημα]], [[πλεονεκτητέον]], [[πλεονεκτικός]], [[πλεονεξία]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[alieui appetens]]'', [[desiring what belongs to another]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.40.1/ 1.40.1]. | ||
}} | }} |