θράσος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(31 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=θράσος
|Full diacritics=θρᾰ́σος
|Medium diacritics=θράσος
|Medium diacritics=θράσος
|Low diacritics=θράσος
|Low diacritics=θράσος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thrasos
|Transliteration C=thrasos
|Beta Code=qra/sos
|Beta Code=qra/sos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], εος, τό, (qrasu/s)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[θάρσος]] (q.v.), [[courage]], <span class="bibl">Il.14.416</span>, <span class="bibl">A. <span class="title">Pers.</span>394</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>469</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>545</span> (lyr.); <b class="b3">θ. πολέμων</b> [[courage]] in war, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.63</span>; [[θράσει]] [[boldly]], <span class="bibl">B.16.63</span>; but more freq. <b class="b3">ἰσχύος θ</b>. [[confidence]] in strength, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>104</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in bad sense, <b class="b2">over-boldness, rashness, insolence</b>, <b class="b3">ἐς τοῦτο θράσεος</b> (v.l. [[θάρσεος]]) ἀνήκει <span class="bibl">Hdt.7.9</span>.<b class="b3">γ'</b>, cf. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>42</span>, <span class="bibl">D.21.194</span>, etc.; παμμάχῳ θράσει βρύων <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>169</span>(lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Pers.</span>831</span>; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>853</span>(lyr.); τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει <span class="bibl">Id.<span class="title">Aj.</span>46</span>; πεπύργωσαι θράσει <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1568</span>; πανουργίᾳ τε καὶ θράσει <span class="bibl">Ar. <span class="title">Eq.</span>331</span>, cf. <span class="bibl">637</span>; θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος <span class="bibl">Th.1.120</span>; τοῦ θράσους ἐπισχεῖν τινα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Ma.</span>298a</span>; τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ θράσος <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>701b</span>; <b class="b3">ἀναίδεια καὶ θ</b>. <span class="bibl">Aeschin.1.189</span>; opp. [[αἰδώς]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>291b26</span>; θράσος μὲν γάρ ἐστιν ἄλογος ὁρμή, θάρσος δὲ ἔλλογος ὁρμή <span class="bibl">Ammon.<span class="title">Diff.</span>p.71</span> V.; οἷον πέπονθε τὸ θάρσος πρὸς τὸ θράσος <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span>1234b12</span>, cf. <span class="bibl">Eus.Mynd.56</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Musc.Enc.</span>5</span>.—This distn. holds good in Att. Prose: [[θάρσος]] is not found in Com.; [[θαρσύνω]] and [[θρασύνω]] are used indifferently; [[θρασέω]] and [[θαρσύς]] are not found; cf. [[θρασύς]] fin., [[θρασύτης]].</span>
|Definition=[ᾰ], εος, τό, ([[θρασύς]])<br><span class="bld">A</span> = [[θάρσος]] ([[quod vide|q.v.]]), [[courage]], Il.14.416, A. Pers.394, E.Med.469, Ar.Lys.545 (lyr.); θράσος πολέμων [[courage]] in [[war]], Pi.P.2.63; [[θράσει]] = [[boldly]], B.16.63; but more freq. ἰσχύος θράσος [[confidence]] in [[strength]], S.Ph.104.<br><span class="bld">II</span> in bad sense, [[overboldness]], [[rashness]], [[insolence]], ἐς τοῦτο θράσεος ([[varia lectio|v.l.]] θάρσεος) ἀνήκει [[Herodotus|Hdt.]]7.9.<b γ', cf. A.Pr.42, D.21.194, etc.; παμμάχῳ θράσει βρύων A.Ag.169(lyr.), cf. Pers.831; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους S.Ant.853(lyr.); τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει Id.Aj.46; πεπύργωσαι θράσει E.Or.1568; πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ar. Eq.331, cf. 637; θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Th.1.120; τοῦ θράσους ἐπισχεῖν τινα Pl.Hp.Ma.298a; τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ θράσος Id.Lg.701b; [[ἀναίδεια]] καὶ θράσος Aeschin.1.189; opp. [[αἰδώς]], Arist.Cael.291b26; θράσος μὲν γάρ ἐστιν ἄλογος ὁρμή, θάρσος δὲ ἔλλογος ὁρμή Ammon.Diff.p.71 V.; οἷον πέπονθε τὸ θάρσος πρὸς τὸ θράσος Arist.EE1234b12, cf. Eus.Mynd.56, Luc.Musc.Enc.5.—This distinction holds good in Att. Prose: [[θάρσος]] is not found in Com.; [[θαρσύνω]] and [[θρασύνω]] are used indifferently; [[θρασέω]] and [[θαρσύς]] are not found; cf. [[θρασύς]] fin., [[θρασύτης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1216.png Seite 1216]] τό, eigtl. dasselbe, was [[θάρσος]], aus dem es durch Metathesis entstanden ist, also Muth, Unerschrockenheit; τὸν δ' οὔ περ ἔχει [[θράσος]] Il. 14, 416; Pind. P. 2, 63. 83; Soph. El. 983 Tr. 723; ἐς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει Aesch. Prom. 863 u. öfter. – Gew. aber, wenigstens nach der Untetscheidung der Gramm. (vgl. Schol. Ap. Rh. 2, 77), in tadelnder Bedeutung gebraucht, übertriebener od. vergeblicher Muth, [[Tollkühnheit]], Verwegenheit, [[Frechheit]]; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Soph. Ant. 846; El. 616; neben [[τόλμα]] Ai. 46; θεοβλαβοῦνθ' ὑπερκόμπῳ θράσει Aesch. Pers. 817; παμμάχῳ θράσει βρύων Ag. 163; πεπύργωσαι θράσει Eur. Or. 1568; ἐγώ σε παύσω τοῦ θράσους Ar. Equ. 429; auch in Prosa, obwohl seltener; Plat. Legg. III, 701 b; der [[ἀναίδεια]] entsprechend, Aesch. 1, 189; vgl. Thuc. 2, 40; den Unterschied hervorhebend sagt Luc. οὐδἐ γὰρ [[θράσος]], ἀλλὰ [[θάρσος]] φησὶν [[Ὅμηρος]] αὐτῇ (τῇ μυίᾳ) προσεῖναι, Musc. enc. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1216.png Seite 1216]] τό, eigtl. dasselbe, was [[θάρσος]], aus dem es durch Metathesis entstanden ist, also Muth, Unerschrockenheit; τὸν δ' οὔ περ ἔχει [[θράσος]] Il. 14, 416; Pind. P. 2, 63. 83; Soph. El. 983 Tr. 723; ἐς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει Aesch. Prom. 863 u. öfter. – Gew. aber, wenigstens nach der Untetscheidung der Gramm. (vgl. Schol. Ap. Rh. 2, 77), in tadelnder Bedeutung gebraucht, übertriebener od. vergeblicher Muth, [[Tollkühnheit]], Verwegenheit, [[Frechheit]]; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Soph. Ant. 846; El. 616; neben [[τόλμα]] Ai. 46; θεοβλαβοῦνθ' ὑπερκόμπῳ θράσει Aesch. Pers. 817; παμμάχῳ θράσει βρύων Ag. 163; πεπύργωσαι θράσει Eur. Or. 1568; ἐγώ σε παύσω τοῦ θράσους Ar. Equ. 429; auch in Prosa, obwohl seltener; Plat. Legg. III, 701 b; der [[ἀναίδεια]] entsprechend, Aesch. 1, 189; vgl. Thuc. 2, 40; den Unterschied hervorhebend sagt Luc. οὐδἐ γὰρ [[θράσος]], ἀλλὰ [[θάρσος]] φησὶν [[Ὅμηρος]] αὐτῇ (τῇ μυίᾳ) προσεῖναι, Musc. enc. 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> <i>en b. part</i>;<br /><b>1</b> [[résolution]], [[courage]];<br /><b>2</b> [[confiance]] : τινός en qch;<br /><b>II.</b> <i>d'ord. en mauv. part</i> témérité, audace, impudence : εἰς [[τοῦτο]] θράσους ἀνήκει HDT il en est venu à ce degré d'audace ; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους SOPH en étant venue au dernier degré d'audace.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάρσος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θράσος:''' εος (ᾰ) τό<br /><b class="num">1</b> [[храбрость]], [[отвага]] ([[ἀνδρία]] δύναμιν ἔχουσα θ. ἐστίν Arst.): θ. πολέμων Pind. воинская храбрость; θ. ἰσχύος Soph. смелая уверенность в своих силах;<br /><b class="num">2</b> преимущ. [[дерзость]], [[наглость]] (αἰδὼς [[μᾶλλον]] ἢ θ. Arst.): προβαίνειν ἐπ᾽ [[ἔσχατον]] θράσους Soph. дойти до крайней дерзости; [[ἐγώ]] σε παύσω τοῦ θράσους Arph. я отучу тебя от наглости.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θράσος''': ᾰ, εος, τό, (θρασὺς) = [[θάρσος]] (ὃ ἴδε), θάρρος, [[τόλμη]], Ἰλ. Ξ. 416, Πίνδ. Π. 5. 148, Αἰσχύλ. Πέρσ. 394, Σοφ. Φ. 104, Ἠλ. 479, Εὐρ. Μηδ. 469, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Elmsl.∙ θρ. πολέμων, θάρρος ἐν πολέμῳ, Πίνδ. Π. 2. 116∙ θρ. ἰσχύος, [[πεποίθησις]] ἐπὶ τῆς ἰσχύος, Σοφ. Φ. 104∙ θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Θουκ. 1. 120. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερβολικὸν θάρρος, [[θρασύτης]], ὁρμητικότης, [[αὐθάδεια]], εἰς τοῦτο θράσους ἀνήκει Ἡρόδ. 7. 9, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 42, κτλ.∙ παμμάχῳ θράσει βρύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 168, πρβλ. Πέρσ. 831∙ προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853∙ τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 46∙ πεπύργωσαι θράσει Εὐρ. Ὀρ. 1568∙ πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ἀριστοφ. Ἱππ. 331, πρβλ. 637∙ τοῦ θράσους ἐπισχέσθαι τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζονι 298Α∙ τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ [[θράσος]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 701Β∙ θρ. καὶ [[ἀναίδεια]] Αἰσχίν. 27. 1, κτλ. - Βεβαιοῦται ὑπὸ τοῦ Ἀμμων. καὶ ἄλλων ὅτι τὸ μὲν [[θάρσος]] ἢ θάρρος [[κυρίως]] ἐσήμαινε θάρρος, τόλμην, γενναιότητα, τὸ δὲ [[θράσος]] ἀπερίσκεπτον τόλμην ([[θράσος]] μὲν γάρ ἐστιν [[ἄλογος]] [[ὁρμή]], [[θάρσος]] δὲ [[ἔλλογος]] [[ὁρμή]]). Ἡ [[διάκρισις]] αὕτη βεβαίως ὑπάρχει παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., πρβλ. [[θρασύς]] Ι. 2· ἀλλ’ ὁ Ὁμ. χρῆται τῇ λ. [[θάρσος]] ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν, τῇ δὲ [[θράσος]] ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[θάρσος]]. Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἔχουσι [[θράσος]] ἀντὶ [[θάρσος]] [[χάριν]] τοῦ μέτρου. Ἐκ τῶν ἐπιθ. καὶ ἐπιρρ. τύπων, τὸ [[θρασύς]] εἶνε σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει, τὸ δὲ [[θαρσύς]] μόνον παρὰ μεταγεν.· τὸ [[θαρσέω]] ἢ θαρρέω δὲν ἔχει ἀντίστοιχον τύπον θρασέω, τὰ δὲ [[θαρσύνω]] καὶ [[θρασύνω]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀδιαφόρως.
|lstext='''θράσος''': ᾰ, εος, τό, (θρασὺς) = [[θάρσος]] (ὃ ἴδε), θάρρος, [[τόλμη]], Ἰλ. Ξ. 416, Πίνδ. Π. 5. 148, Αἰσχύλ. Πέρσ. 394, Σοφ. Φ. 104, Ἠλ. 479, Εὐρ. Μηδ. 469, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Elmsl.∙ θρ. πολέμων, θάρρος ἐν πολέμῳ, Πίνδ. Π. 2. 116∙ θρ. ἰσχύος, [[πεποίθησις]] ἐπὶ τῆς ἰσχύος, Σοφ. Φ. 104∙ θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Θουκ. 1. 120. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερβολικὸν θάρρος, [[θρασύτης]], ὁρμητικότης, [[αὐθάδεια]], εἰς τοῦτο θράσους ἀνήκει Ἡρόδ. 7. 9, 3, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 42, κτλ.∙ παμμάχῳ θράσει βρύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 168, πρβλ. Πέρσ. 831∙ προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους Σοφ. Ἀντ. 853∙ τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 46∙ πεπύργωσαι θράσει Εὐρ. Ὀρ. 1568∙ πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ἀριστοφ. Ἱππ. 331, πρβλ. 637∙ τοῦ θράσους ἐπισχέσθαι τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζονι 298Α∙ τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ [[θράσος]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 701Β∙ θρ. καὶ [[ἀναίδεια]] Αἰσχίν. 27. 1, κτλ. - Βεβαιοῦται ὑπὸ τοῦ Ἀμμων. καὶ ἄλλων ὅτι τὸ μὲν [[θάρσος]] ἢ θάρρος [[κυρίως]] ἐσήμαινε θάρρος, τόλμην, γενναιότητα, τὸ δὲ [[θράσος]] ἀπερίσκεπτον τόλμην ([[θράσος]] μὲν γάρ ἐστιν [[ἄλογος]] [[ὁρμή]], [[θάρσος]] δὲ [[ἔλλογος]] [[ὁρμή]]). Ἡ [[διάκρισις]] αὕτη βεβαίως ὑπάρχει παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., πρβλ. [[θρασύς]] Ι. 2· ἀλλ’ ὁ Ὁμ. χρῆται τῇ λ. [[θάρσος]] ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν, τῇ δὲ [[θράσος]] ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[θάρσος]]. Οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἔχουσι [[θράσος]] ἀντὶ [[θάρσος]] [[χάριν]] τοῦ μέτρου. Ἐκ τῶν ἐπιθ. καὶ ἐπιρρ. τύπων, τὸ [[θρασύς]] εἶνε σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει, τὸ δὲ [[θαρσύς]] μόνον παρὰ μεταγεν.· τὸ [[θαρσέω]] ἢ θαρρέω δὲν ἔχει ἀντίστοιχον τύπον θρασέω, τὰ δὲ [[θαρσύνω]] καὶ [[θρασύνω]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀδιαφόρως.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> <i>en b. part</i>;<br /><b>1</b> résolution, courage;<br /><b>2</b> confiance : τινός en qch;<br /><b>II.</b> <i>d’ord. en mauv. part</i> témérité, audace, impudence : [[εἰς]] [[τοῦτο]] θράσους ἀνήκει HDT il en est venu à ce degré d’audace ; προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους SOPH en étant venue au dernier degré d’audace.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάρσος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>θρᾰσος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[boldness]] νεότατι μὲν ἀρήγει [[θράσος]] δεινῶν πολέμων (P. 2.63) οὔ οἱ [[μετέχω]] θράσεος (P. 2.83) γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων fr. 123. 8.
|sltr=<b>θρᾰσος</b> [[boldness]] νεότατι μὲν ἀρήγει [[θράσος]] δεινῶν πολέμων (P. 2.63) οὔ οἱ [[μετέχω]] θράσεος (P. 2.83) γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων fr. 123. 8.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θράσος:''' [ᾰ], -εος, τό ([[θρασύς]])·<br /><b class="num">I.</b> = [[θάρσος]], [[κουράγιο]], [[τόλμη]], [[σθένος]], [[θάρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· [[θράσος]] ἰσχύος, [[πεποίθηση]], [[πίστη]] στη [[δύναμη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], υπερβολικό [[θάρρος]], [[αυθάδεια]], [[θρασύτητα]], [[ορμητικότητα]], απερίσκεπτη [[τόλμη]], [[αναίδεια]], σε Αττ., Ηρόδ.
|lsmtext='''θράσος:''' [ᾰ], -εος, τό ([[θρασύς]])·<br /><b class="num">I.</b> = [[θάρσος]], [[κουράγιο]], [[τόλμη]], [[σθένος]], [[θάρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· [[θράσος]] ἰσχύος, [[πεποίθηση]], [[πίστη]] στη [[δύναμη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αρνητική [[σημασία]], υπερβολικό [[θάρρος]], [[αυθάδεια]], [[θρασύτητα]], [[ορμητικότητα]], απερίσκεπτη [[τόλμη]], [[αναίδεια]], σε Αττ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θράσος:''' εος (ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> храбрость, отвага ([[ἀνδρία]] δύναμιν ἔχουσα θ. ἐστίν Arst.): θ. πολέμων Pind. воинская храбрость; θ. ἰσχύος Soph. смелая уверенность в своих силах;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. дерзость, наглость (αἰδὼς [[μᾶλλον]] ἢ θ. Arst.): προβαίνειν ἐπ᾽ [[ἔσχατον]] θράσους Soph. дойти до крайней дерзости; [[ἐγώ]] σε παύσω τοῦ θράσους Arph. я отучу тебя от наглости.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θρά˘σος, εος, [[θρασύς]] = [[θάρσος]],]<br /><b class="num">I.</b> [[courage]], [[boldness]], Il., Soph.; θρ. ἰσχύος [[confidence]] in [[strength]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> in bad [[sense]], [[over]]-[[boldness]], [[daring]], [[rashness]], [[audacity]], [[impudence]], [[attic]], Hdt.
|mdlsjtxt=θρᾰ́σος, εος, [[θρασύς]] = [[θάρσος]],]<br /><b class="num">I.</b> [[courage]], [[boldness]], Il., Soph.; θρ. ἰσχύος [[confidence]] in [[strength]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> in bad [[sense]], [[over]]-[[boldness]], [[daring]], [[rashness]], [[audacity]], [[impudence]], Attic, Hdt.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[boldness]], [[confidence]], [[courage]], [[daring]], [[effrontery]], [[impertinence]], [[rashness]], [[self-reliance]], [[in bad sense]], [[self-assertion]]
|woodrun=[[boldness]], [[confidence]], [[courage]], [[daring]], [[effrontery]], [[impertinence]], [[rashness]], [[self-reliance]], [[self-assertion]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=τό (=[[τόλμη]], μέ κακή [[σημασία]] [[αὐθάδεια]]). Ἀπό ρίζα θαρσ- ἤ θρασ- ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: [[θαρσέω]] -ῶ, [[θαρσαλέος]] καί [[θαρραλέος]], [[θάρσησις]], [[θαρσητέον]], [[θαρσητικός]], [[θαρσούντως]] καί [[θαρρούντως]], [[θάρσυνος]], [[θαρσύνω]] καί [[θρασύνω]], [[θρασύς]], [[θρασύτης]], [[Θερσίτης]]. (=[[τόλμη]], ὑπερβολικό [[θάρρος]]). Ἀντί τοῦ [[θάρσος]] ἤ [[θάρρος]], ὅπου δές γιά παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[audacia]]'', [[daring]], [[boldness]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.120.4/ 1.120.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.40.3/ 2.40.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.92.5/ 4.92.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.21.3/ 7.21.3].
}}
{{trml
|trtx====[[impudence]]===
Bulgarian: нахалство, дъ́рзост, безочие; Catalan: impudència; Czech: drzost, nestydatost; Dutch: [[onbeschoftheid]], [[onbeschaamdheid]]; Finnish: röyhkeys, häpeämättömyys, julkeus; French: [[impudence]]; Galician: impudencia; German: [[Flegelei]], [[Frechheit]], [[Unverschämtheit]], [[Vermessenheit]]; Greek: [[θράσος]]; Ancient Greek: [[ἀδιατρεψία]], [[ἀναιδεία]], [[ἀναίδεια]], [[ἀναιδείη]], [[ἀναιδία]], [[ἀναισχυντία]], [[ἀσχημοσύνη]], [[αὐθάδεια]], [[αὐθαδία]], [[βδελυρία]], [[θάρρος]], [[θέρσος]], [[θράσος]], [[λαμυρία]], [[μοθωνία]], [[παρρησία]], [[τὸ ἀδυσώπητον]], [[τὸ ἀναιδές]]; Hebrew: עזות-מצח‎; Interlingua: impudentia; Irish: brusaireacht, gearr-aighneas, dailtíneacht; Italian: [[impudenza]], [[sfrontatezza]]; Norwegian Bokmål: frekkhet, uforskammethet; Persian: بی‌ادبی‎; Polish: arogancja, bezczelność, bezwstydność, hucpiarstwo, impertynenckość, zuchwalstwo, zuchwałość; Portuguese: [[impudência]]; Romanian: obrăznicie, impudoare, impudență; Russian: [[наглость]], [[дерзость]], [[нахальство]]; Scottish Gaelic: sgimilearachd; Spanish: [[impudencia]], [[descaro]], [[desenvoltura]]; Turkish: arsızlık
===[[courage]]===
Abkhaz: агәымшәара; Afrikaans: moed, dapperheid; Albanian: guxim, trimëri; Arabic: شَجَاعَة‎, جَسَارَة‎; Egyptian Arabic: جسارة‎; Hijazi Arabic: شجاعة‎; South Levantine Arabic: شجاعة‎; Aragonese: corache; Armenian: քաջություն, արիություն, խիզախություն; Assamese: সাহ, সাহস; Asturian: coraxe, bravura, braveza; Azerbaijani: cəsarət; Bashkir: батырлыҡ, ҡыйыулыҡ, тәүәккәллек, баҙнатлыҡ; Basque: kemen; Belarusian: смеласць, храбрасць, адвага, мужнасць; Bengali: সাহস; Breton: nerz-kalon; Bulgarian: смелост, храброст, кураж; Burmese: သူရသတ္တိ; Catalan: coratge, valor; Cherokee: ᎠᎵᎦᎵᏴᎯ; Chinese Mandarin: 勇氣/勇气, 膽量/胆量; Czech: odvaha, kuráž, statečnost; Danish: mod, tapperhed; Dutch: [[moed]], [[dapperheid]]; Esperanto: kuraĝo; Estonian: julgus, vaprus; Faroese: dirvi, mót, áræði, treysti; Finnish: rohkeus, urheus, urhoollisuus; French: [[bravoure]], [[courage]], [[cœur]], [[vaillance]]; Friulian: fiât; Galician: afouteza, coraxe, carraxe, brúo, braveza, xirio, ardemento, cordoxo; Georgian: გულადობა, მამაცობა, ვაჟკაცობა; German: [[Courage]], [[Herz]], [[Mut]], [[Tapferkeit]]; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: [[κουράγιο]], [[θάρρος]], [[γενναιότητα]], [[ανδρεία]]; Ancient Greek: [[ἀγηνορία]], [[αἷμα]], [[ἀλκή]], [[ἀνάτασις]], [[ἀνδραγαθία]], [[ἀνδραγαθίη]], [[ἀνδρεία]], [[ἀρετή]], [[εὐανδρία]], [[εὐτολμία]], [[θάρρος]], [[θάρσος]], [[θέρσος]], [[θράσος]], [[κάρτος]], [[λῆμα]], [[μένος]], [[τἀνδρεῖον]], [[τὸ ἀνδρεῖον]], [[τόλμα]], [[τόλμη]], [[φρόνημα]]; Guaraní: py'aguasu; Gujarati: હિંમત; Hawaiian: koa; Hebrew: אֹמֶץ‎; Hindi: साहस, हौसला, हिम्मत; Hungarian: bátorság; Icelandic: hugrekki, kjarkur; Ido: kurajo; Indonesian: keberanian; Interlingua: corage; Irish: misneach, sprid; Italian: [[coraggio]]; Japanese: 勇気, 度胸; Javanese: wani, kawenan; Kazakh: батылдық, аужарлық; Khmer: សេចក្ដីក្លាហាន; Korean: 용기(勇氣); Kurdish Northern Kurdish: wêrekî, bistehî, cesaret, curet, mêranî; Kyrgyz: кайрат, кайраттуулук, жүрөктүүлүк; Ladino: koraje, animo, djesaret; Lao: ເສົາຣະຍະ, ຄວາມກ້າຫານ; Latin: [[fortitudo]], [[virtus]], [[animus]], [[audentia]]; Latvian: drosme; Lithuanian: drąsa; Luxembourgish: Mutt, Courage; Macedonian: храброст, смелост; Malay: keberanian; Malayalam: ധൈര്യം; Maltese: kuraġġ; Maori: hautoa, māia, toa; Mirandese: coraige; Mongolian: эр зориг; Nepali: बहादुरी, साहस; Norwegian Bokmål: mot, tapperhet; Occitan: coratge; Old English: nōþ; Ossetian: хъӕбатырдзинад; Persian: شهامت‎, جرات‎, جسارت‎, شجاعت‎; Polish: odwaga, męstwo, śmiałość; Portuguese: [[coragem]], [[coração]], [[valentia]]; Romanian: curaj; Russian: [[смелость]], [[храбрость]], [[отвага]], [[мужество]]; Scottish Gaelic: tapachd; Serbo-Croatian Cyrillic: храбро̄ст, сме̏ло̄ст; Roman: hrábrōst, smȅlōst; Sicilian: curaggiu; Slovak: odvaha; Slovene: pogum, hrabrost; Spanish: [[coraje]], [[valor]], [[valentía]]; Swahili: ujasiri; Swedish: mod, tapperhet; Tagalog: tapang, katapangan, lakas ng loob; Tajik: ҷасурӣ, далерӣ, диловарӣ, ҷуръат, ҷасорат; Tamil: தைரியம்; Telugu: ధైర్యము; Thai: ความกล้า, ความกล้าหาญ; Tibetan: སྙིང་སྟོབས; Turkish: cesaret, yüreklilik; Turkmen: batyrlyk, mertlik, ýüreklilik; Tuvan: эрес дидим чорук; Ukrainian: сміливість, хоробрість, мужність, відвага; Urdu: ساہس‎, ہمت‎; Uyghur: جاسارەت‎; Uzbek: botirlik, jasurlik, mardlik, jasorat; Vietnamese: can đảm; Volapük: kurad; Welsh: hyfdra; West Frisian: moed; White Hmong: peevxwm, peev xwm; Yiddish: מוט‎; Zazaki: cesaret, egitey; Zulu: isibindi
}}
}}