3,274,408
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(44 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synergos | |Transliteration C=synergos | ||
|Beta Code=sunergo/s | |Beta Code=sunergo/s | ||
|Definition= | |Definition=συνεργόν,<br><span class="bld">A</span> [[working together]], [[joining]] or [[helping in work]], and as [[substantive]], ὁ, ἡ, [[helper]], E.Or.1446 (lyr.), Med.396, Pl.Chrm.173d, IPE 12.352.37 (Chersonesus, ii B.C.); in bad sense, [[accomplice]], Th.8.92, PFay.12.10 (ii B.C.), BGU1761.8 (i B.C., pl.): c. dat. pers., E.Hipp. 523, Th.3.63, X.Cyr.8.4.17, Pl.Smp.180e, Men.Epit.83; so metaph., σ. πλοῦτος . . κακίᾳ Teles p.46 H.; distinguished from [[συναίτιον]], Gal. 19.393: rarely c. gen. pers., ἡμῶν τι σ. (unless [[ἡμῶν]] is partit.) Epicur.Nat.98 G.; θεοῦ 1 Ep.Cor.3.9: c. gen. rei, [[taking part in]] a thing, συνεργὸς τείχεος = [[helping to make]] it, Pi.O.8.32; σ. τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων Heraclit.75; [[ξυνεργός|ξυνεργὸς]] ἀδίκων ἔργων, ἀρετᾶς, [[helping towards]] them, E.Hipp.676, Med.845 (both lyr.); σ. τινί τινος [[helping]] a person in a thing, θρήνων ἐμοὶ (prob. for θρήνοις ἐμῶν) ξ. Id.Hel.1112 (lyr.), cf. X.An.1.9.21; σ. εἴς τι Id.Mem.4.3.10, Smp.8.38, Ep.Col.4.11; πρός τι X.Mem.4.3.7; πρὸς κακωδίαν Thphr.Sud.8; πρὸς τὴν τῆς πόλεως σωτηρίαν Zeno Stoic.1.61; ἐν μάχαις Ar.Eq.588 (lyr.): c. inf., σ. τῷ παιδὶ μὴ 'κπεσεῖν E.Ion48.<br><span class="bld">2</span> Astrol., [[in cooperation]], of [[planetary]] [[influence]], Vett.Val.55.15; distinguished from [[ὑπουργός]], Serapio in Cat.Cod. Astr.8(4).226.<br><span class="bld">II</span> [[person of the same trade]] as another, [[fellow-workman]], [[coworker]], [[colleague]], c. gen. pers., D.19.144, cf. IG12.374.87, PCair.Zen.758.8 (iii B.C.), Plu.Per.31:—in this sense some write [[σύνεργος]], Ammon.Diff.p.126 V., Thom.Mag.p.339 R. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui prête son aide <i>ou</i> son concours ; τινι, <i>rar.</i> τινος à qqn ; <i>abs.</i> auxiliaire ; <i>en mauv. part</i> complice ; [[συνεργός]] τινος qui aide à faire qch, qui aide à qch ; [[συνεργός]] τινί τινος qui aide qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔργον]]. | |btext=ός, όν :<br />qui prête son aide <i>ou</i> son concours ; τινι, <i>rar.</i> τινος à qqn ; <i>abs.</i> auxiliaire ; <i>en mauv. part</i> complice ; [[συνεργός]] τινος qui aide à faire qch, qui aide à qch ; [[συνεργός]] τινί τινος qui aide qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[mitarbeitend]], [[helfend]]</i>, als subst. <i>der [[Mitarbeiter]], [[Gehilfe]]</i>; καλέσαντο συνεργὸν τείχεος, Pind. <i>Ol</i>. 8.32; ξυνεργὸς ἀδίκων ἔργων, Eur. <i>Hipp</i>. 626; θρήνοις ἐμοῖς, <i>Hel</i>. 1119; Ar. <i>Eq</i>. 586; Thuc. 8.92; Andoc. 1.15; [[τούτου]] τοῦ κτήματος τῇ ἀνθρωπείᾳ φύσει συνεργὸν ἀμείνω Ἕρωτος οὐκ ἄν τις [[ῥᾳδίως]] λάβοι, Plat. <i>Symp</i>. 212b; μὴ [[χρῆσθαι]] τούτοις συνεργοῖς, <i>Legg</i>. VII.811e, und [[öfter]], wie Xen., [[πῦρ]] συνεργὸν πρὸς τέχνην <i>Mem</i>. 4.3.7; ὁ [[τούτου]] σ., Dem. 19.144; [[κεχρημένος]] [[αὐτῷ]] συνεργῷ πρὸς [[πολλά]], Pol. 23.2.4, und [[öfter]]. – <i>Dieselbe [[Arbeit]] wie ein Anderer [[betreibend]], [[Kunstgenosse]], Mitkünstler</i>, in [[welcher]] Bdtg Einige σύνεργος [[betonen]], vgl. Bast <i>epist. crit</i>. p. 208. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνεργός -ον, Att. ook ξυνεργός [[[σύν]], [[ἔργον]]] samenwerkend of meewerkend, subst. ὁ of ἡ συνεργός medewerker, helper, ook ongunstig handlanger; met dat., zelden met gen. met of van iem.; met gen., van zaken meewerkend aan, mede tot stand brengend:; ξ. ἀδίκων ἔργων medewerker aan onrechtvaardige daden Eur. Hipp. 676; met dat. en gen..; ἔλθ’... θρήνων ἐμοὶ ξυνεργός kom, jij die samen met mij klaagzangen maakt Eur. Hel. 1112; met εἰς of πρός + acc., met ἐν + dat. die helpt bij, die bijstaat in. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεργός:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сотрудник]], [[участник]], [[помощник]]: σ. τινι Thuc., Xen., реже τινος Plut. оказывающий помощь кому-л.; σ. τινί τινος Xen., Plat. оказывающий помощь кому-л. в чем-л.; σ. πρός и εἴς τι Xen. или ἔν τινι Arph. помощник в чем-л.; θρήνοις ἐμοῖς ξ. - [[varia lectio|v.l.]] [[ξυνῳδός]] Eur. рыдающий вместе со мной; χρῆσθαί τινι συνεργῷ Plat. пользоваться чьей-л. помощью;<br /><b class="num">2</b> [[сообщник]] (τινος Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[сотоварищ]], [[однокашник]] Dem. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[συνεργός]] | |sltr=[[συνεργός]] [[fellow]] [[worker]] Αἰακοῦ, τὸν καλέσαντο συνεργὸν τείχεος (O. 8.32) | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 26: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=συνεργόν ([[σύν]] and ἘΡΓΩ) (from [[Pindar]]), [[Euripides]], [[Thucydides]] | |txtha=συνεργόν ([[σύν]] and ἘΡΓΩ) (from [[Pindar]]), [[Euripides]], [[Thucydides]] down, a [[companion]] in [[work]], [[fellow]]-[[worker]] (Vulg. adjutor (); Θεοῦ, [[one]] whom God employs as an [[assistant]], as it were (a [[fellow]]-[[worker]] [[with]] God), G L [[text]] WH marginal [[reading]] [[but]] [[with]] τοῦ Θεοῦ in brackets; et al. διάκονον, [[which]] [[see]] 1). plural: a [[joint]]-promoter (A. V. [[helper]])), συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς, we labor [[with]] [[you]] to the [[end]] [[that]] we [[may]] [[rejoice]] in [[your]] Christian [[state]], εἰς [[ὑμᾶς]] (my) [[fellow]]-[[worker]] to [[you]]-[[ward]], in [[reference]] to [[you]], εἰς [[τήν]] βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, for the [[advancement]] of the [[kingdom]] of God, τῇ [[ἀλήθεια]], for (the [[benefit]] of) the [[truth]] (others [[render]] (so R. V.) '[[with]] the [[truth]]'; [[see]] Westcott at the [[passage]]), 2 Maccabees 14:5.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συνεργός]], -όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[συμμέτοχος]] σε [[αδίκημα]], αυτός που βοηθάει κάποιον με [[πράξη]] βοηθητική στην [[προπαρασκευή]] ή στην [[τέλεση]] αδικήματος (α. «[[συνεργός]] σε φόνο» β. | |mltxt=-ή, -ό / [[συνεργός]], -όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α<br /><b>ως ουσ.</b> ο [[συμμέτοχος]] σε [[αδίκημα]], αυτός που βοηθάει κάποιον με [[πράξη]] βοηθητική στην [[προπαρασκευή]] ή στην [[τέλεση]] αδικήματος (α. «[[συνεργός]] σε φόνο» β. «τοῖς ἀδικοῦσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] [[μυών]] ή μυϊκών ομάδων, η [[συστολή]] τών οποίων συμβάλλει στην [[πραγματοποίηση]] της ίδιας κίνησης («συνεργοί μύες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεργάτης]], [[βοηθός]] (α. «θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί», ΚΔ.<br />β. «ὁ τοῦ θεοῦ [[φόβος]] τῆς ἀρετῆς [[συνεργός]]», Θεοδώρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνεργάζεται με κάποιον, που συμβάλλει σε [[κάτι]] (α. «τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ συνεκτικά, τὰ δὲ συνεργά, τὰ δὲ ὧν οὐκ [[ἄνευ]]», Κλήμ. Αλ.<br />β. «ξυνεργὸς ἀρετᾱς», <b>Ευρ.</b><br />γ. «τῆς ἀγάπης συνεργέ», Λίβ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[συντεχνίτης]], ο [[σύντροφος]] στην [[ίδια]] δουλειά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> / -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[ενεργός]], [[πάρεργος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους, αυτός που συμβάλλει, που συντελεί, που βοηθάει στην [[επιτέλεση]] ενός έργου· και ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[βοηθός]], [[συμμέτοχος]], [[αρωγός]], [[συναυτουργός]], συμπράττων, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., <i>συνεργὸς τείχεος</i>, αυτός που συμβάλλει στην [[ανέγερση]] τείχους, σε Πίνδ.· <i>συνεργὸς ἀδίκων ἔργων</i>, <i>ἀρετᾶς</i>, αυτός που συντελεί στην [[επίτευξη]] ή την απόκτησή τους, σε Ευρ.· [[συνεργός]] τινίτινος, αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], σε Ξεν.· <i>εἴς</i>ή [[πρός]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον, που εργάζεται στο ίδιο [[αντικείμενο]], [[συνεργάτης]], [[συνάδελφος]], [[σύντεχνος]], [[ομότεχνος]], σε Δημ. | |lsmtext='''συνεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους, αυτός που συμβάλλει, που συντελεί, που βοηθάει στην [[επιτέλεση]] ενός έργου· και ως ουσ., [[συνεργάτης]], [[βοηθός]], [[συμμέτοχος]], [[αρωγός]], [[συναυτουργός]], συμπράττων, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., <i>συνεργὸς τείχεος</i>, αυτός που συμβάλλει στην [[ανέγερση]] τείχους, σε Πίνδ.· <i>συνεργὸς ἀδίκων ἔργων</i>, <i>ἀρετᾶς</i>, αυτός που συντελεί στην [[επίτευξη]] ή την απόκτησή τους, σε Ευρ.· [[συνεργός]] τινίτινος, αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], σε Ξεν.· <i>εἴς</i>ή [[πρός]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ασκεί το ίδιο [[επάγγελμα]] με κάποιον, που εργάζεται στο ίδιο [[αντικείμενο]], [[συνεργάτης]], [[συνάδελφος]], [[σύντεχνος]], [[ομότεχνος]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνεργός''': -όν, ὁ [[ὁμοῦ]] ἐργαζόμενος, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐργαζόμενος ἢ βοηθῶν εἰς τὸ [[ἔργον]], καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ, ἡ, ὁ βοηθὸς εἴς τι [[ἔργον]], [[συνεργάτης]] [[συμβοηθός]], Εὐρ. Ὀρ. 1446, Μήδ. 395, Θουκ. 8. 92, Πλάτ., κλπ.· μετὰ δοτικ. προσώπ., Εὐρ. Ἱππ. 523, Θουκ. 3. 63, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 17, κτλ.· συνεργὸς θρήνοις ἐμοῖς, σὺν ἐμοὶ θρηνῶν, Εὐρ. Ἑλ. 1112· σπανίως μετὰ γενικ. προσώπ., Πλουτ. Περικλ. 31· μετὰ γενικ. πράγματ., ὁ λαμβάνων [[μέρος]] εἴς τι [[ἔργον]] ἢ εἰς τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, συν. τείχεος, βοηθὸς εἰς τὴν ἀνέγερσιν [[αὐτοῦ]], Πινδ. Ο. 8. 43· σ. ἀδίκων ἔργων, ἀρετάς, ὁ βοηθῶν πρὸς αὐτά, Εὐρ. ἐν Ἱππ. 676, ἐν Μηδ. 845· σ. τινί τινος, ὁ βοηθῶν τινα εἴς τι, Πλάτ. Συμπ. 180Ε, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 21· σ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 10, ἐν Συμπ. 8, 38· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 7· ἔν τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 588· ― μετ’ ἀπαρ., σ. τῷ παιδὶ μὴ ἐκπεσεῖν Εὐρ. Ἴων 48. ΙΙ. ὁ τὰ αὐτὰ καί τις [[ἄλλος]] ἐργαζόμενος, [[συνεργάτης]] ἢ [[σύντροφος]], μετὰ γεν. προσ., Δημ. 385. 23, Ἐπιγρ. παρὰ Ραγκαβῇ 56Α. ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τινὲς γράφουσι σύνεργος, Ἀμμών. 131, Θωμ. Μάγιστρ. 339. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-εργός, όν [*[[ἔργω]]<br /><b class="num">I.</b> [[working]] [[together]], joining or [[helping]] in [[work]], and as | |mdlsjtxt=συν-εργός, όν [*[[ἔργω]]<br /><b class="num">I.</b> [[working]] [[together]], joining or [[helping]] in [[work]], and as [[substantive]] a [[fellow]]-[[workman]], [[helpmate]], [[coadjutor]], [[accomplice]], Eur., Thuc., etc.; c. dat. pers., Eur., Thuc.:—c. gen. rei, ς. τείχεος [[helping]] to make it, Pind.; ς. ἀδίκων ἔργων, ἀρετᾶς [[helping]] [[towards]] them, Eur.; ς. τινί τινος [[helping]] a [[person]] in a [[thing]], Xen.; εἴς or πρός τι Xen.<br /><b class="num">II.</b> of the [[same]] [[trade]] as [[another]], a [[fellow]]-[[workman]], [[colleague]], Dem. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
Line 48: | Line 51: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[associate]], [[fellow]], [[helper]], [[partner]], [[fellow labourer]], [[fellow-labourer]], [[fellow-worker]], [[partner in work]] | |woodrun=[[associate]], [[fellow]], [[helper]], [[partner]], [[fellow labourer]], [[fellow-labourer]], [[fellow-worker]], [[partner in work]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό σύν + [[ἔργον]] τοῦ [[ἐργάζομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ [[συνεργός]]: [[συνεργία]], συνεργῶ, [[συνέργημα]], [[συνεργητέον]]. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν [[colaborador]] en la práctica mágica διὸ δέομαι· ἔλθατε μοι συνεργοί, ὅτι μέλλω ἐπικαλεῖσθαι τὸ κρυπτὸν καὶ ἄρρητον ὄνομα <b class="b3">por ello os suplico, venid a mí como colaboradores, porque voy a invocar el oculto e inefable nombre</b> P XII 236 ref. a un amuleto ἔχε δὲ τοῦτο κατὰ τοῦ τραχήλου τελέσας συνεργὸν ὄν τῶν πάντων <b class="b3">lleva esto al cuello durante la consagración, como colaborador en todo</b> P XIII 113 | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[adiutor]]'', [[assistant]], [[ally]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.63.4/ 3.63.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.92.2/ 8.92.2]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[colleague]]=== | |||
Albanian: koleg, kolege; Arabic: شَرِيك, شَرِيكَة, زَمِيل, زَمِيلَة; Armenian: գործընկեր, պաշտոնակից, կոլեգա; Azerbaijani: həmkar, əməkdaş; Belarusian: калега, каляжанка, супрацоўнік, супрацоўніца; Bengali: সহকর্মী; Bulgarian: колега, колежка; Burmese: လုပ်ဖော်ကိုင်ဖက်; Catalan: col·lega, company; Chinese Cantonese: 同事, 同僚; Dungan: туншы, тунхон; Mandarin: 同事, 同僚; Czech: kolega, kolegyně; Danish: kollega, medarbejder; Dutch: [[collega]], [[medewerker]]; Estonian: kolleeg, kutsekaaslane; Faroese: starvsfelagi, arbeiðsfelagi; Finnish: kollega, virkaveli, virkatoveri; French: [[collègue]], [[confrère]], [[consœur]], [[confrèsœur]]; Georgian: კოლეგა, თანამშრომელი; German: [[Kollege]], [[Kollegin]], [[Mitarbeiter]], [[Mitarbeiterin]]; Greek: [[συνάδελφος]]; Ancient Greek: [[ἀδελπιός]], [[ἀδελφειός]], [[ἀδελφεός]], [[ἀδελφιός]], [[ἀδελφός]], [[ἀδερφός]], [[ἀδευφιός]], [[κολλήγας]], [[ξυνεργός]], [[ὁμότιμος]], [[προσέταιρος]], [[συγκάθεδρος]], [[συγκηδεμών]], [[σύναρχος]], [[συνεργάτης]], [[συνεργάτις]], [[συνεργός]], [[συνηρέτης]], [[συνθεαγός]]; Greenlandic: suleqat; Hebrew: עָמִית, עמיתה; Hindi: सहकर्मी, साथी; Hungarian: kolléga, kartárs, munkatárs; Icelandic: starfsfélagi, vinnufélagi, samstarfsmaður, kollegi, félagi; Irish: comhghleacaí; Italian: [[collega]]; Japanese: 同僚, 同業者; Kazakh: әріптес; Khmer: សហការី, សហការិនី; Korean: 동료(同僚), 동업자(同業者); Kurdish Northern Kurdish: hevkar; Kyrgyz: кесиптеш, коллега; Lao: ເພື່ອນຮ່ວມງານ; Latin: [[collega]]; Latvian: kolēģis, kolēģe; Lithuanian: kolega, bendradarbis; Macedonian: колега, колешка; Maori: hoa mahi; Middle English: felawe; Norman: collègue; Norwegian Bokmål: kollega, medarbeider; Nynorsk: kollega, medarbeidar; Pashto: همکار, هم کسب; Persian: همکار; Polish: kolega, koleżanka; Portuguese: [[colega]]; Romanian: coleg, colegă; Romansch: collavuratur, collavuratura; Russian: [[коллега]], [[сослуживец]], [[сослуживица]], [[сотрудник]], [[сотрудница]]; Rusyn: колеґа; Serbo-Croatian Cyrillic: колега, колѐгица; Roman: koléga, kolègica; Slovak: kolega, kolegyňa; Slovene: kolega, kolegica, sodelavec, sodelavka; Spanish: [[colega]], [[compañero]]; Swedish: kollega, arbetskamrat, medarbetare; Tajik: ҳамкор; Telugu: సహోద్యోగి; Thai: เพื่อนร่วมงาน; Turkish: çalışma arkadaşı, meslektaş; Ukrainian: колега, колежанка, співробі́тник, співробі́тниця; Urdu: سھاتھی; Uyghur: خىزمەتداش, ئىشداش; Uzbek: kasbdosh, hamkasb; Vietnamese: đồng nghiệp; Welsh: cyd-weithwr; Yiddish: קאָלעג, קאָלעגע, קאָלעגין | |||
===[[helper]]=== | |||
Albanian: ndihmës; Arabic: مُسَاعِد; Aramaic Classical Syriac: ܥܕܘܪܐ, ܥܕܘܪܬܐ, ܡܥܕܪܢܐ, ܡܥܕܪܢܝܬܐ; Armenian: օգնական; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, помагач, помагачка; Burmese: အကူ; Catalan: ajudant, ajudador; Chinese Mandarin: 幫手, 帮手, 助手; Czech: pomocník, pomocnice; Danish: hjælper; Dutch: [[helper]], [[helpster]]; Estonian: aitaja, abiline; Finnish: auttaja, avustaja, apuri, apulainen; French: [[assistant]], [[assistante]]; Georgian: დამხმარე, მშველელი; German: [[Helfer]], [[Helferin]]; Greek: [[βοηθός]]; Ancient Greek: [[ἀμύντωρ]], [[ἀντιλήμπτωρ]], [[ἀντιλήπτωρ]], [[ἀοσσητήρ]], [[ἀρωγός]], [[βοαθόος]], [[βοηδρόμιος]], [[βοηδρόμος]], [[βοηθόος]], [[βοηθός]], [[ἐπαμύντωρ]], [[ἐπαρηγών]], [[ἐπαρωγός]], [[ἔπεργος]], [[ἐπίκουρος]], [[ἐπίρροθος]], [[ἐπιτάρροθος]], [[ξυνεργός]], [[παράκλητος]], [[παράσειρος]], [[παρασπιστής]], [[παραστάτις]], [[πάρεδρος]], [[ποδηγός]], [[συλλήπτωρ]], [[συμπαραστάτης]], [[ξυμπαραστάτης]], [[συμπράκτωρ]], [[συναρωγός]], [[συνέντης]], [[συνεργάτης]], [[συνεργάτις]], [[συνεργός]], [[συνέριθος]], [[τιμάορος]], [[τιμωρός]], [[ὑπηρέτας]], [[ὑπηρέτης]], [[ὑπουργός]]; Hebrew: עוֹזֵר; Hindi: सहायक; Hungarian: segítő, segéd; Ido: helpanto, helpero, helpisto; Indonesian: penolong; Irish: cúntóir; Italian: [[aiutante]], [[assistente]], [[supporto]], [[apprendista]]; Japanese: 助手, 手伝い, ヘルパー; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ; Korean: 조수; Kurdish Northern Kurdish: alîkar; Kyrgyz: жардамчы; Ladino Latin: ayudador; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ; Latin: [[adiutor]], [[optio]], [[administer]]; Low German: Hölper, Hölpersche, Hölperin; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка; Maori: uruora; Mongolian: туслагч; Ngazidja Comorian: mpveshezi; Pashto: مرستونی; Persian: دستیار, آسیستان; Plautdietsch: Halpa; Polish: pomocnik, pomocnica; Portuguese: [[ajudante]]; Romanian: ajutor, ajutoare; Russian: [[помощник]], [[помощница]], [[ассистент]], [[ассистентка]], [[подручный]]; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: [[ayudante]], [[ayudador]]; Swahili: msaidizi; Swedish: medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Telugu: సహాయకుడు; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця; Uyghur: ياردەمچى; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ; Volapük: yufan, hiyufan, jiyufan | |||
===[[coworker]]=== | |||
Arabic: زَمِيل, زَمِيلَة; Armenian: գործընկեր, պաշտոնակից; Bengali: সহকর্মী; Bulgarian: колега; Chinese Mandarin: 同事, 同僚; Danish: kollega, arbejdskollega, arbejdskammerat; Dutch: [[collega]], [[medewerker]], [[medewerkster]]; Esperanto: kunlaboranto, kolego; Finnish: työtoveri, työkaveri; French: [[collègue]], [[confrère]]; Georgian: კოლეგა, თანამშრომელი; German: [[Kollege]], [[Kollegin]]; Greek: [[συνεργάτης]]; Ancient Greek: [[συνεργός]]; Hebrew: עמית, עמיתה; Hindi: सहकर्मी; Hungarian: munkatárs, kolléga; Icelandic: vinnufélagi; Italian: [[collega]]; Japanese: 同僚; Kazakh: еңбектес, жұмыстас; Korean: 동료(同僚), 동업자; Kurdish Northern Kurdish: hevpîşe, hevkar; Macedonian: колега, колешка; Manx: co-labree; Maori: hoa mahi; Nepali: सहकर्मी; Old English: efnwyrhta; Persian: همکار; Polish: współpracownik, kolega z pracy, koleżanka z pracy; Portuguese: [[colega]], [[colega de trabalho]], [[colega de serviço]]; Romanian: coleg, colegă; Russian: [[коллега]], [[сослуживец]], [[сотрудник]], [[сотрудница]]; Spanish: [[colega]], [[compañero]], [[compañera]]; Swedish: medarbetare, arbetskamrat, kollega; Tagalog: kamanggagawa; Thai: เพื่อนร่วมงาน; Turkish: iş arkadaşı; Ukrainian: співробі́тник, співробі́тниця; Vietnamese: đồng nghiệp | |||
===[[accomplice]]=== | |||
Arabic: شَرِيك فِي جَرِيمَة; Belarusian: саўдзельнік, саўдзельніца, супольнік, супольніца; Bulgarian: съучастник, съучастничка, съучастница; Catalan: còmplice; Chinese Mandarin: 幫兇, 帮凶; Czech: spolupachatel, spolupachatelka, spoluviník, spoluviníce, komplic; Danish: medskyldig; Dutch: [[medeplichtige]], [[handlanger]]; Esperanto: kunkulpulo, kunkulpulino; Finnish: osallinen, rikokseen osallinen; rikoksentekijä; avunantaja; French: [[complice]], [[comparse]], [[compère]]; German: [[Mittäter]], [[Mittäterin]], [[Komplize]], [[Komplizin]]; Greek: [[συνεργός]]; Ancient Greek: [[συνεργός]], [[συνέντης]]; Hungarian: bűnrészes, bűntárs, cinkos; Interlingua: complice; Irish: comhchoirí; Italian: [[complice]], [[correo]], [[correa]], [[basista]]; Japanese: 共犯者; Kazakh: қылмыстас; Korean: 공범(共犯), 공범자(共犯者); Kyrgyz: кылмышташ; Latin: [[correus]]; Macedonian: соучесник, соучесница, соизвршител, соизвршителка; Norwegian Bokmål: medskyldig; Persian: شریک جرم, همدست; Polish: wspólnik, wspólniczka, współsprawca; Portuguese: [[cúmplice]]; Romanian: complice; Russian: [[соучастник]], [[соучастница]], [[сообщник]], [[сообщница]], [[пособник]], [[пособница]], [[подельник]], [[приспешник]], [[клеврет]]; Serbo-Croatian Cyrillic: суу̀чеснӣк, суу̀чесница, сау̀чеснӣк, сау̀чесница; Roman: suùčesnīk, suùčesnica, saùčesnīk, saùčesnica; Slovak: komplic, spolupáchateľ, spolupáchateľka; Slovene: sokrivec, sokrivka; Spanish: [[cómplice]]; Swedish: medbrottsling, medskyldig, kumpan; Tagalog: kasabwat; Telugu: తోడుదొంగ; Ukrainian: співучасник, співучасниця, спі́льник, спі́льниця, поплі́чник, поплі́чниця; Volapük: kedöban, hikedöban, jikedöban; Welsh: acwmplydd | |||
}} | }} |