στόνος: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(CSV import) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[στεναγμός]], [[θρῆνος]]). Ἀπό τό [[στένω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[στεναγμός]], [[θρῆνος]]). Ἀπό τό [[στένω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[gemitus]]'', [[groan]], [[moan]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.71.6/ 7.71.6]. | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
Line 45: | Line 48: | ||
===[[lamentation]]=== | ===[[lamentation]]=== | ||
Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ; Dutch: [[geklaag]], [[geweeklaag]], [[klagen]], [[weeklagen]], [[lamentatie]], [[rouwklacht]]; Greek: [[θρήνος]]; Ancient Greek: [[ἀνάκλαυσις]], [[ἀπολόφυρσις]], [[βρυχηθμός]], [[γόος]], [[ἐπιθρήνησις]], [[θρῆνος]], [[θρηνῳδία]], [[κωκυτός]], [[οἴκτισμα]], [[οἰκτισμός]], [[οἰμωγά]], [[οἰμωγή]], [[ὀλολυγμός]], [[ὀλοφυδνός]], [[ὀλοφυρμός]], [[ὀλόφυρσις]], [[πένθημα]], [[ποτνιασμός]], [[στόνος]], [[σχετλιάσις]]; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: [[lamento]]; Latin: [[lamentatio]], [[lamentum]]; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: [[плач]], [[стенание]]; Tocharian B: kwasalñe | Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ; Dutch: [[geklaag]], [[geweeklaag]], [[klagen]], [[weeklagen]], [[lamentatie]], [[rouwklacht]]; Greek: [[θρήνος]]; Ancient Greek: [[ἀνάκλαυσις]], [[ἀπολόφυρσις]], [[βρυχηθμός]], [[γόος]], [[ἐπιθρήνησις]], [[θρῆνος]], [[θρηνῳδία]], [[κωκυτός]], [[οἴκτισμα]], [[οἰκτισμός]], [[οἰμωγά]], [[οἰμωγή]], [[ὀλολυγμός]], [[ὀλοφυδνός]], [[ὀλοφυρμός]], [[ὀλόφυρσις]], [[πένθημα]], [[ποτνιασμός]], [[στόνος]], [[σχετλιάσις]]; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: [[lamento]]; Latin: [[lamentatio]], [[lamentum]]; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: [[плач]], [[стенание]]; Tocharian B: kwasalñe | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:24, 16 November 2024
English (LSJ)
ὁ, (στένω) sighing or groaning, Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Il.4.445; αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν 19.214; τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483, Od.22.308; στόνον . . ἄκουσα κτεινομένων 23.40; διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος A.Th.900 (lyr.); στόνον σαυτοῦ ποεῖ; S.Ph.752; in plural, A.Th.146 (lyr.); of the sea, στόνῳ βρέμουσιν . . ἀκταί S.Ant. 592 (lyr.): rare in Prose, Th.7.71.
German (Pape)
[Seite 949] ὁ, das Stöhnen, Seufzen; Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν, Il. 4, 145; στόνος ὤρνυτ' ἀεικής, 10, 483, u. öfter; στόνον οἶον ἄκουον κτεινομένων, Od. 23, 40; διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος, Aesch. Spt. 882, vgl. 132; Soph. Phil. 742 u. öfter; auch vom Brausen des Meeres, der Brandung, Ant. 588; u. in Prosa, neben οἰμωγή, Thuc. 7, 71.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gémissement ; qqf en parl. du bruit de la mer.
Étymologie: στένω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στόνος -ου, ὁ [στένω] gezucht, gekreun, gejammer; overdr.. στόνῳ βρέμουσιν... ἀκταί de kapen brullen jammerlijk Soph. Ant. 592 (lyr.).
Russian (Dvoretsky)
στόνος: ὁ
1 стон, рыдание Hom., Aesch., Thuc.: στόνον ποιεῖν τινος Soph. рыдать о ком-л.;
2 гул, рев (στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. στεναγμός, κλάμα με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ' ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», Θουκ.
β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στον- του στένω (πρβλ. λέγω: λόγος)].
Greek Monotonic
στόνος: ὁ (στένω), στεναγμός, γογγυσμός, θρήνος, βογκητό, σε Όμηρ.· λέγεται για τη θάλασσα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στόνος: ὁ, (στένω) στεναγμός, γογγυσμός, θρῆνος, Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Ἰλ. Δ. 445· αἷμα καὶ ἀργαλέος στ. ἀνδρῶν Τ. 214· τῶν δὲ στέρνων ὤρνυτ’ ἀεικής Κ. 483, Ὀδ. Χ. 308· στόνον.. ἄκουσα κτεινομένων Ψ. 40· διήκει δὲ καὶ πόλιν στ. Αἰσχύλ. Θήβ. 900· στόνον σαυτοῦ ποιεῖς Σοφ. Φιλ. 752· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 146· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, στόνῳ… βρέμουσιν ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592· - σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Θουκ. 7. 71.
Middle Liddell
στόνος, ὁ, στένω
a sighing, groaning, lamentation, Hom.; of the sea, Soph.
Mantoulidis Etymological
(=στεναγμός, θρῆνος). Ἀπό τό στένω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
Translations
groaning
Finnish: valittava; German: ächzend, stöhnend; Spanish: gemidor, gemebundo; Turkish: inleyerek, sızlanarak
lamentation
Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen, lamentatie, rouwklacht; Greek: θρήνος; Ancient Greek: ἀνάκλαυσις, ἀπολόφυρσις, βρυχηθμός, γόος, ἐπιθρήνησις, θρῆνος, θρηνῳδία, κωκυτός, οἴκτισμα, οἰκτισμός, οἰμωγά, οἰμωγή, ὀλολυγμός, ὀλοφυδνός, ὀλοφυρμός, ὀλόφυρσις, πένθημα, ποτνιασμός, στόνος, σχετλιάσις; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio, lamentum; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: плач, стенание; Tocharian B: kwasalñe