τιμωρός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=timoros
|Transliteration C=timoros
|Beta Code=timwro/s
|Beta Code=timwro/s
|Definition=όν, contr. from τιμάορος (v. sub fin.), which remains as a Dor. form in <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span> 9.84</span> (trisyll.), <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>514</span>, al., <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>318.4</span>, <span class="title">IG</span>14.1389 ii 29 (Rome), etc.; in late Ep. τιμήορος, <span class="bibl">A.R.4.709</span>, <span class="bibl">1358</span>, <span class="bibl">1730</span>: <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>42</span> (lyr.) has an acc. [[τιμάορα]], as if from τιμάωρ, ορος, ὁ:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[avenging]], and as [[substantive]] [[avenger]], <b class="b3">τ. τινός</b> any one's [[avenger]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1280</span>, <span class="bibl">1324</span>, <span class="bibl">1578</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>811</span>, <span class="bibl">1156</span>, etc.: c. dat., τ. τινὶ γενέσθαι <span class="bibl">Antipho 1.2</span>: c. gen. rei, [[helping]] one [[to vengeance for]] a thing, πατρὶ τ. φόνου <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span> 14</span>: abs., <b class="b3">ἐπεὶ τιμάορος ἕστωρ</b> the founder is the [[avenger]], IG [[l.c.]] (cf. <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1928.19): not always of persons, <b class="b3">δίκη κακῶν τ</b>. <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>107.9</span>; ἡ τῶν συγγενῶν αἱμάτων τ. δίκη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>872e</span>, cf. <span class="bibl">716a</span>; χείρ <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span> 843</span>; <b class="b3">λόγος τ</b>. a plea or argument [[for vengeance]], <span class="bibl">Hdt.7.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[executioner]], <span class="bibl">Plb.2.58.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> <b class="b3">τιμωρόν, τό,</b> = [[κώνειον]], Ps.-Dsc.4.78. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[succouring]], and as [[substantive]] [[succourer]] of one who has been attacked or wronged, <span class="bibl">Hdt.2.141</span>, <span class="bibl">7.171</span>, <span class="bibl">Th.4.2</span>; <b class="b3">τὸν ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν</b> my [[tutelary]] god, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>514</span>; ἡρῷσσαι, Λιβύης τιμήοροι ἠδὲ θύγατρες <span class="bibl">A.R.4.1358</span>; <b class="b3">Ἀπόλλωνα . . Ἀνάφης τιμήορον</b> ib.<span class="bibl">1730</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις</b> I have come <b class="b2">to pay honour to . .</b>, Pi.l.c. (<b class="b3">τιμα-ορος</b> perhaps 'penalty-exactor', fr. τιμή ''III'' and [[ἄρνυμαι]]:—for the accentuations [[τιμάορος]]: [[τιμωρός]], cf. [[λυράοιδος]]: [[λυρῳδός]], on which see Hdn.Gr.<span class="bibl">1.229</span>.)</span>
|Definition=τιμωρόν, contr. from [[τιμάορος]] (v. sub fin.), which remains as a Dor. form in Pi.''O.'' 9.84 (trisyll.), [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''514, al., E.''Fr.''318.4, ''IG''14.1389 ii 29 (Rome), etc.; in late Ep. [[τιμήορος]], A.R.4.709, 1358, 1730: A.''Supp.''42 (lyr.) has an acc. [[τιμάορα]], as if from [[τιμάωρ]], ορος, ὁ:—<br><span class="bld">A</span> [[avenging]], and as [[substantive]] [[avenger]], <b class="b3">τ. τινός</b> any one's [[avenger]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1280, 1324, 1578, S.''El.''811, 1156, etc.: c. dat., τ. τινὶ γενέσθαι Antipho 1.2: c. gen. rei, [[helping]] one to [[vengeance]] for a thing, πατρὶ τ. φόνου S.''El.'' 14: abs., <b class="b3">ἐπεὶ τιμάορος ἕστωρ</b> the [[founder]] is the [[avenger]], IG [[l.c.]] (cf. ''Berl.Sitzb.''1928.19): not always of persons, <b class="b3">δίκη κακῶν τ.</b> [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''107.9; ἡ τῶν συγγενῶν αἱμάτων τ. [[δίκη]] [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''872e, cf. 716a; χείρ [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]'' 843; <b class="b3">λόγος τιμωρός</b> a [[plea]] or [[argument]] [[for vengeance]], [[Herodotus|Hdt.]]7.5.<br><span class="bld">2</span> [[executioner]], Plb.2.58.8.<br><span class="bld">3</span> [[τιμωρόν]], τό, = [[κώνειον]], Ps.-Dsc.4.78.<br><span class="bld">II</span> [[succouring]], and as [[substantive]] [[succourer]] of one who has been attacked or wronged, [[Herodotus|Hdt.]]2.141, 7.171, Th.4.2; <b class="b3">τὸν ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν</b> my [[tutelary]] [[god]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''514; ἡρῷσσαι, Λιβύης τιμήοροι ἠδὲ θύγατρες A.R.4.1358; <b class="b3">Ἀπόλλωνα . . Ἀνάφης τιμήορον</b> ib.1730.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις</b> I have come to [[pay honour to]] . ., Pi.l.c. ([[τιμαορος]] perhaps '[[penalty]]-[[exactor]]', fr. [[τιμή]] ''III'' and [[ἄρνυμαι]]:—for the accentuations [[τιμάορος]]: [[τιμωρός]], cf. [[λυράοιδος]]: [[λυρῳδός]], on which see Hdn.Gr.1.229.)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[τιμωρός]], -όν, ΝΜΑ, και [[ασυναίρετος]] δωρ. τ. [[τιμάορος]] και ιων., επικ. τ. [[τιμήορος]], -ον και [[τιμάωρ]], ὁ, Α<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλει [[τιμωρία]] σε κάποιον (α. «[[αυστηρός]] [[τιμωρός]] τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «[[δίκη]] κακῶν [[τιμωρός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκδικητής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo τιμωρόν</i><br />το [[κώνειο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[επίκουρος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκτελεστής]] ποινών, [[δήμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>τιμ</i>-<i>ωρός</i> έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό τη λ. [[τιμή]] «[[αξία]], [[εκτίμηση]]» και β' συνθετικό -<i>ωρός</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. <i>wer</i>-/ <i>wor</i>- «[[παρατηρώ]], [[προσέχω]], [[φυλάσσω]]» του ρ. <i>ὁρῶ</i>, <b>πρβλ.</b> [[οὖρος]] [Ι] «[[φύλακας]], [[προστάτης]]», [[ὄρομαι]] «[[επιβλέπω]], [[επιτηρώ]]», για τη [[μορφή]] και τη σημ. του β' συνθετικού <b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>θυρ</i>-<i>ωρός</i>, <i>σκευ</i>-<i>ωρός</i>). Ο δωρ. τ. <i>τιμᾱ</i>-<i>ορος</i> έχει σχηματιστεί με β' συνθετικό -<i>ορος</i> που εμφανίζει τη [[δασύτητα]] του <i>ὁρῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έφ</i>-<i>ορος</i>) και ανάγεται στη [[μορφή]] <i>sor</i>- της ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>). Η λ. [[τιμωρός]] με αρχική σημ. «αυτός που προστατεύει, επιβλέπει, προσέχει την [[τιμή]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά τον βοηθό, τον επίκουρο και [[μάλιστα]] αυτόν που βοηθάει έναν αδικημένο να ανταποδώσει την [[αδικία]], του εκδικητή. Η τελευταία σημ. της λ. οδήγησε ορισμένους στη σύνδεσή της με την [[οικογένεια]] τών [[τίνω]], [[ποινή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[τιμή]])].
|mltxt=ο, η / [[τιμωρός]], -όν, ΝΜΑ, και [[ασυναίρετος]] δωρ. τ. [[τιμάορος]] και ιων., επικ. τ. [[τιμήορος]], -ον και [[τιμάωρ]], ὁ, Α<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλει [[τιμωρία]] σε κάποιον (α. «[[αυστηρός]] [[τιμωρός]] τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «[[δίκη]] κακῶν [[τιμωρός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκδικητής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo τιμωρόν</i><br />το [[κώνειο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[επίκουρος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[εκτελεστής]] ποινών, [[δήμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>τιμ</i>-<i>ωρός</i> έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό τη λ. [[τιμή]] «[[αξία]], [[εκτίμηση]]» και β' συνθετικό -<i>ωρός</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. <i>wer</i>-/ <i>wor</i>- «[[παρατηρώ]], [[προσέχω]], [[φυλάσσω]]» του ρ. <i>ὁρῶ</i>, <b>πρβλ.</b> [[οὖρος]] [Ι] «[[φύλακας]], [[προστάτης]]», [[ὄρομαι]] «[[επιβλέπω]], [[επιτηρώ]]», για τη [[μορφή]] και τη σημ. του β' συνθετικού <b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[θυρωρός]], [[σκευωρός]]). Ο δωρ. τ. <i>τιμᾱ</i>-<i>ορος</i> έχει σχηματιστεί με β' συνθετικό -<i>ορος</i> που εμφανίζει τη [[δασύτητα]] του <i>ὁρῶ</i> ([[πρβλ]]. [[έφορος]]) και ανάγεται στη [[μορφή]] <i>sor</i>- της ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. <i>ορώ</i>). Η λ. [[τιμωρός]] με αρχική σημ. «αυτός που προστατεύει, επιβλέπει, προσέχει την [[τιμή]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά τον βοηθό, τον επίκουρο και [[μάλιστα]] αυτόν που βοηθάει έναν αδικημένο να ανταποδώσει την [[αδικία]], του εκδικητή. Η τελευταία σημ. της λ. οδήγησε ορισμένους στη σύνδεσή της με την [[οικογένεια]] τών [[τίνω]], [[ποινή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[τιμή]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βοηθός]], [[ἐκδικητής]]). Συνηρημ. ἀπό τό δωρ. τιμάϝορος → [[τιμή]] + [[οὖρος]] (=[[φύλακας]]) ἤ ἀπό τό [[τιμή]] + ϝοράω-ῶ ἤ [[ὤρα]] (=[[φροντίδα]]). Μπορεῖ ἀκόμη γιά β´ σύνθ. νά εἶναι τό [[ἄρνυμαι]] (=[[παίρνω]], [[κερδίζω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τιμωρῶ, [[τιμώρημα]], [[τιμωρησείω]] (ἐφετικό), [[τιμώρησις]], [[τιμωρητέον]], [[τιμωρητέος]], [[τιμωρητής]] καί [[τιμωρητήρ]], [[τιμωρητικός]], [[ἀτιμώρητος]], ἀτιμωρήτως, [[τιμωρία]].
|mantxt=(=[[βοηθός]], [[ἐκδικητής]]). Συνηρημ. ἀπό τό δωρ. τιμάϝορος → [[τιμή]] + [[οὖρος]] (=[[φύλακας]]) ἤ ἀπό τό [[τιμή]] + ϝοράω-ῶ ἤ [[ὤρα]] (=[[φροντίδα]]). Μπορεῖ ἀκόμη γιά β´ σύνθ. νά εἶναι τό [[ἄρνυμαι]] (=[[παίρνω]], [[κερδίζω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τιμωρῶ, [[τιμώρημα]], [[τιμωρησείω]] (ἐφετικό), [[τιμώρησις]], [[τιμωρητέον]], [[τιμωρητέος]], [[τιμωρητής]] καί [[τιμωρητήρ]], [[τιμωρητικός]], [[ἀτιμώρητος]], ἀτιμωρήτως, [[τιμωρία]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[auxiliator]]'', [[one who brings aid]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.2.3/ 4.2.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.86.2/ 4.86.2].
}}
{{trml
|trtx====[[helper]]===
Albanian: ndihmës; Arabic: مُسَاعِد‎; Aramaic Classical Syriac: ܥܕܘܪܐ‎, ܥܕܘܪܬܐ‎, ܡܥܕܪܢܐ‎, ܡܥܕܪܢܝܬܐ‎; Armenian: օգնական; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, помагач, помагачка; Burmese: အကူ; Catalan: ajudant, ajudador; Chinese Mandarin: 幫手, 帮手, 助手; Czech: pomocník, pomocnice; Danish: hjælper; Dutch: [[helper]], [[helpster]]; Estonian: aitaja, abiline; Finnish: auttaja, avustaja, apuri, apulainen; French: [[assistant]], [[assistante]]; Georgian: დამხმარე, მშველელი; German: [[Helfer]], [[Helferin]]; Greek: [[βοηθός]]; Ancient Greek: [[ἀμύντωρ]], [[ἀντιλήμπτωρ]], [[ἀντιλήπτωρ]], [[ἀοσσητήρ]], [[ἀρωγός]], [[βοαθόος]], [[βοηδρόμιος]], [[βοηδρόμος]], [[βοηθόος]], [[βοηθός]], [[ἐπαμύντωρ]], [[ἐπαρηγών]], [[ἐπαρωγός]], [[ἔπεργος]], [[ἐπίκουρος]], [[ἐπίρροθος]], [[ἐπιτάρροθος]], [[ξυνεργός]], [[παράκλητος]], [[παράσειρος]], [[παρασπιστής]], [[παραστάτις]], [[πάρεδρος]], [[ποδηγός]], [[συλλήπτωρ]], [[συμπαραστάτης]], [[ξυμπαραστάτης]], [[συμπράκτωρ]], [[συναρωγός]], [[συνέντης]], [[συνεργάτης]], [[συνεργάτις]], [[συνεργός]], [[συνέριθος]], [[τιμάορος]], [[τιμωρός]], [[ὑπηρέτας]], [[ὑπηρέτης]], [[ὑπουργός]]; Hebrew: עוֹזֵר‎; Hindi: सहायक; Hungarian: segítő, segéd; Ido: helpanto, helpero, helpisto; Indonesian: penolong; Irish: cúntóir; Italian: [[aiutante]], [[assistente]], [[supporto]], [[apprendista]]; Japanese: 助手, 手伝い, ヘルパー; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ; Korean: 조수; Kurdish Northern Kurdish: alîkar; Kyrgyz: жардамчы; Ladino Latin: ayudador; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ; Latin: [[adiutor]], [[optio]], [[administer]]; Low German: Hölper, Hölpersche, Hölperin; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка; Maori: uruora; Mongolian: туслагч; Ngazidja Comorian: mpveshezi; Pashto: مرستونی‎; Persian: دستیار‎, آسیستان‎; Plautdietsch: Halpa; Polish: pomocnik, pomocnica; Portuguese: [[ajudante]]; Romanian: ajutor, ajutoare; Russian: [[помощник]], [[помощница]], [[ассистент]], [[ассистентка]], [[подручный]]; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: [[ayudante]], [[ayudador]]; Swahili: msaidizi; Swedish: medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Telugu: సహాయకుడు; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця; Uyghur: ياردەمچى‎; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ; Volapük: yufan, hiyufan, jiyufan
===[[executioner]]===
Albanian: therës, thikar; Arabic: جَلَّاد‎; Armenian: դահիճ; Azerbaijani: cəllad; Bashkir: йәлләт; Basque: borrero; Belarusian: кат; Bengali: জল্লাদ; Bulgarian: палач, джелат; Burmese: အာဏာသား; Catalan: botxí, botxina; Chinese Mandarin: 劊子手/刽子手; Czech: kat, popravčí; Danish: bøddel, skarpretter; Dutch: [[beul]]; Esperanto: ekzekutisto; Estonian: timukas; Faroese: bøðil; Finnish: teloittaja, pyöveli; French: [[exécuteur des hautes œuvres]], [[bourreau]], [[exécuteur de la haute justice]], [[maître des hautes œuvres]], [[bourrelle]]; Galician: buxeu, verdugo; Georgian: ჯალათი; German: [[Henker]], [[Scharfrichter]], [[Henkerin]], [[Scharfrichterin]]; Greek: [[εκτελεστής]], [[δήμιος]]; Ancient Greek: [[ἀγχονιστής]], [[ἄγχων]], [[ἄνδραγχος]], [[ἀποκεφαλιστής]], [[δάμιος]], [[δήμιος]], [[δημόκοινος]], [[δημόσιος]], [[ζημιωτής]], [[ζητρός]], [[κυαιστιωνάριος]], [[ποινουργός]], [[πρόδικος]], [[τιμωρός]]; Hebrew: תַּלְיָן‎; Hindi: जल्लाद; Hungarian: hóhér; Icelandic: böðull; Indonesian: algojo, jalad; Irish: básadóir, céastúnach; Italian: [[boia]], [[carnefice]]; Japanese: 死刑執行人, 処刑人; Kazakh: жазалаушы, жендет; Khmer: ពេជ្ឈឃាដ; Korean: 사형 집행인, 망나니; Kurdish Northern Kurdish: celad; Kyrgyz: желдет; Lao: ເພັດຊະຄາດ; Latgalian: kāts; Latin: [[carnifex]], [[carnufex]]; Latvian: bende; Lithuanian: budelis; Luxembourgish: Henker; Macedonian: џелат, главосек, главорез, погубник, палач, бесач; Malay: algojo, pertanda, jalad, pelebaya; Malayalam: ആരാച്ചാർ; Maltese: eżekutur; Maori: kaiwhakamate; Mirandese: algoç; Mongolian: зандалчин; Northern Sami: bievval; Norwegian: bøddel, skarpretter; Ottoman Turkish: جلاد‎; Pali: vajjhaghātaka; Pashto: جلاد‎; Persian: دژخیم‎, جلاد‎; Polish: kat, oprawca; Portuguese: [[carrasco]], [[algoz]]; Romanian: călău, gâde; Romansch: boier, sbir, hentger; Russian: [[палач]], [[экзекутор]], [[кат]]; Sanskrit: कालपाशिक, वधकर्माधिकारिन्; Serbo-Croatian Cyrillic: главосек, главосеча, крвник, џелат; Roman: glavosek, glavoseča, krvnik, dželat; Slovak: kat, popravca; Slovene: krvnik, rabelj; Sorbian Upper Sorbian: kat; Spanish: [[verdugo]], [[carnífice]], [[verduga]]; Swahili: mchinja, mchinjaji, mnyongaji; Swedish: bödel; Tajik: ҷаллод; Tatar: җәллад; Thai: เพชฌฆาต; Turkish: cellat; Turkmen: jellat; Ukrainian: кат; Urdu: جلاد‎; Uyghur: جاللات‎; Uzbek: jallod; Vietnamese: người hành hình, đao phủ; Welsh: dienyddiwr
}}
}}