3,274,313
edits
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(18 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metopon | |Transliteration C=metopon | ||
|Beta Code=me/twpon | |Beta Code=me/twpon | ||
|Definition=τό, also [[μέτωπος]], ὴ, | |Definition=τό, also [[μέτωπος]], ὴ, ''Glossaria'' ([[si vera lectio|s.v.l.]]): ([[μετά]], [[ὤψ]]):—prop.<br><span class="bld">A</span> the [[space]] [[between]] the [[eye]]s ([[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''491b12), [[brow]], [[forehead]], ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης Il.13. 615, etc.; στίγματα ἔχων ἐν τῷ μετώπῳ ''IG''42(1).121.48 (Epid., iv B.C.); χαλάσας τὸ μέτωπον Ar.''V.''655; mostly of men, but of a horse in Il.23.454, cf. S.''El.''727; of a boar, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.4.8; of a dog, Id.''Cyn.''4.1: in plural, of a single person, Od.6.107, E.''Hel.''1568, etc.; τὰ μέτωπ' ἀνέσπασεν [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''631.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">γαίας μέτωπον</b>, of [[Etna]], Pi.''P.''1.30.<br><span class="bld">II</span> [[front]], [[face]] of anything, as a [[wall]] or [[building]], [[Herodotus|Hdt.]]1.178, 2.124; <b class="b3">τεῖχος ὡς ἐπὶ δέκα σταδίους… μ. ἕκαστον</b> measuring 10 stades on each [[face]], Id.9.15, cf. ''IG''22.463.66, 7.4255.19, ''BCH''20.324.65 (Lebad.); <b class="b3">τὰ μέτωπα τῶν κλιμακτήρων</b> [[vertical]] [[face]]s of the [[step]]s, ''IG''22.244.80; [[wall]] extending inwards between two doors, ib.1657.3, 1668.23,59 (dub. sens. in 12.372.30); [[front]] or [[front-line]] of an [[army]], [[fleet]], etc., [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]'' 720, etc.; [[εἰς μέτωπον στῆναι]] to [[stand in line]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.4.2; [[ἐπὶ μετώπου διιέναι]], opp. [[ἐπὶ κέρως]] or [[ἐπὶ κέρας]] ([[in column]]), ib.2.4.3; ἐν μετώπῳ [[καθιστάναι]], [[παρατάξασθαι]], ib.2.4.4, ''HG''2.1.23.<br><span class="bld">2</span> [[margin]] of a [[book]], Gal.15.624, 17(1).80, Marin.''Procl.''25.<br><span class="bld">III</span> = [[χαλβάνη]], or the [[reed]] or [[wood]] which [[yield]]s it, Dsc.1.59,3.83.<br><span class="bld">2</span> [[varia lectio|v.l.]] for [[νέτωπον]] ([[quod vide|q.v.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] τό, eigentlich der Raum zwischen den Augen, die [[Stirn]]; ἤλασε [[μέτωπον]] ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης, Il. 13, 615, öfter; οὐδὲ [[μέτωπον]] ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, die Stirn erheiterte sich nicht, 15, 102; vom Pferde, 23, 454 (wie Soph. El. 727 u. Eur. Rhes. 307); auch vom Helme, die Vorderseite, 16, 70; des Ebers, Xen. Cyr. 1, 4, 8; γαίας [[μέτωπον]], die Stirn der Erde, von einem Berge, Pind. P. 1, 30; von Heeren, die Front, διπλοῦν [[μέτωπον]] ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν, Aesch. Pers. 706; Soph. Tr. 518; [[ἱδρώς]], ὃν ἐκ μετώπου [[πολλάκις]] ἔσταζεν, Eur. Troad. 1198; ἀνασπᾶν u. χαλᾶν τὸ [[μέτωπον]], wie wir sagen »die Stirn kraus ziehen«, »erheitern«, »entwölken«, Ar. Equitt. 629 Vesp. 655; die Front von Gebäuden, πυραμίδος, Her. 2, 124, wofür er sonst [[κῶλον]] sagt; τοῦ τείχους, Thuc. 3, 21; die Front des Heeres, Xen. Cyr. 2, 4, 2; Pol. 3, 65, 5 u. öfter; τοὺς ἐλέφαντας πρὸ πάσης τῆς δυνάμεως ἐν μετώπῳ κατέστησε, 1, 33, 6; παρὰ τοὺς ἱππεῖς ἐν μετώπῳ, in einer Front mit den Reitern, 5, 82, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] τό, eigentlich der Raum zwischen den Augen, die [[Stirn]]; ἤλασε [[μέτωπον]] ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης, Il. 13, 615, öfter; οὐδὲ [[μέτωπον]] ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, die Stirn erheiterte sich nicht, 15, 102; vom Pferde, 23, 454 (wie Soph. El. 727 u. Eur. Rhes. 307); auch vom Helme, die Vorderseite, 16, 70; des Ebers, Xen. Cyr. 1, 4, 8; γαίας [[μέτωπον]], die Stirn der Erde, von einem Berge, Pind. P. 1, 30; von Heeren, die Front, διπλοῦν [[μέτωπον]] ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν, Aesch. Pers. 706; Soph. Tr. 518; [[ἱδρώς]], ὃν ἐκ μετώπου [[πολλάκις]] ἔσταζεν, Eur. Troad. 1198; ἀνασπᾶν u. χαλᾶν τὸ [[μέτωπον]], wie wir sagen »die Stirn kraus ziehen«, »erheitern«, »entwölken«, Ar. Equitt. 629 Vesp. 655; die Front von Gebäuden, πυραμίδος, Her. 2, 124, wofür er sonst [[κῶλον]] sagt; τοῦ τείχους, Thuc. 3, 21; die Front des Heeres, Xen. Cyr. 2, 4, 2; Pol. 3, 65, 5 u. öfter; τοὺς ἐλέφαντας πρὸ πάσης τῆς δυνάμεως ἐν μετώπῳ κατέστησε, 1, 33, 6; παρὰ τοὺς ἱππεῖς ἐν μετώπῳ, in einer Front mit den Reitern, 5, 82, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />front ; <i>p. anal. en parl. d'un casque ; fig.</i><br /><b>1</b> front, partie proéminente d'une pyramide;<br /><b>2</b> [[front d'une armée]], [[d'une troupe]].<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὤψ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέτωπον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[чело]], [[лоб]] Hom. etc.: ἀνασπᾶν τὸ μ. Arph. хмурить лоб;<br /><b class="num">2</b> (лицевая), [[сторона]], [[фасад]], [[грань]] (τῆς πυραμίδος Her.; τοῦ τείχους Thuc.);<br /><b class="num">3</b> [[фронт]] (''[[sc.]]'' τοῦ στρκτεύματος Aesch.): [[εἰς μέτωπον στῆναι]] Xen. [[стоять фронтом]], т. е. [[в одну линию]]; ἐπὶ μετώπου διιέναι Xen. проходить развернутым фронтом. | |||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[frente]], [[testuz]], [[testera]], [[margen]] | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[μέτωπον]], τὸ, Α και [[μέτωπος]], ἡ)<br /><b>1.</b> το ανώτερο [[τμήμα]] του προσώπου του ανθρώπου που περιλαμβάνεται [[μεταξύ]] της έκφυσης τών μαλλιών και τών υπερόφρυων τόξων [[προς]] τα [[εμπρός]] και τών πρόσθιων ορίων τών κροταφικών βόθρων στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> το άνω πρόσθιο [[τμήμα]] της κεφαλής τών ζώων το οποίο βρίσκεται [[πάνω]] από τα μάτια<br /><b>3.</b> [[πρόσοψη]] οικοδομήματος ή οικοπέδου («τεῖχος ὡς ἐπὶ [[δέκα]] σταδίους... [[μέτωπον]] ἕκαστον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> η πρώτη [[γραμμή]] στρατιωτικής παράταξης από τη μια [[πτέρυγα]] ώς την [[άλλη]] («τὸ [[μέτωπον]] τῆς [[φάλαγγος]] εὑρίσκεται ἐπὶ τῆς ὁδοῦ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ζώνη]] τών στρατιωτικών επιχειρήσεων και [[ιδίως]] το [[τμήμα]] που βρίσκεται πλησιέστερα [[προς]] τον εχθρό εν [[καιρώ]] πολέμου («έκανε έναν χρόνο στο [[μέτωπο]]»)<br /><b>2.</b> <b>(μετεωρ.)</b> ιδεατή [[επιφάνεια]] στην [[ατμόσφαιρα]] η οποία αντιστοιχεί στην [[επαφή]] δύο αέριων μαζών οι οποίες συγκλίνουν και έχουν διαφορετικές θερμοκρασίες (α. «θερμό [[μέτωπο]]» β. «ψυχρό [[μέτωπο]]»)<br /><b>2.</b> [[συμμαχία]] πολιτικών δυνάμεων οι οποίες διατηρούν την [[αυτονομία]] τους [[αλλά]] συντονίζουν τη [[δράση]] τους με [[βάση]] ένα κοινό [[πρόγραμμα]] για την [[επίτευξη]] [[κοινών]] σκοπών («λαϊκό [[μέτωπο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω καθαρό [[μέτωπο]]» ή «έχω το [[μέτωπο]] ακηλίδωτο» — [[είμαι]] [[έντιμος]] και [[ανεπίληπτος]], καμία επιλήψιμη [[πράξη]] δεν μέ βαραίνει<br />β) «[[λερώνω]] το [[μέτωπο]] κάποιου» — [[προδίδω]] κάποιον<br />γ) «[[κατά]] [[μέτωπο]]»<br />i) [[κατά]] [[παράταξη]]<br />ii) αντικρυστά<br />δ) «[[μέτωπο]] [[δεξιά]]», «[[μέτωπο]] αριστερά» — στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για να εκτελεστεί [[στροφή]] [[προς]] τα [[δεξιά]] ή [[προς]] τα αριστερά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περιθώριο]] βιβλίου ή εγγράφου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μεταξύ]] τών οφθαλμών [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> ο [[ρητινώδης]] [[οπός]] [[χαλβάνη]] ή το [[φυτό]] από το οποίο λαμβάνεται αυτή<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ευκάρπου γαίας [[μέτωπον]]» — ποιητ. μτφ. του <b>Πίνδ.</b> για την Αίτνα<br />β) «χαλάσας τὸ [[μέτωπον]]» — [[αφού]] χαλάρωσε το [[μέτωπο]], δηλ. [[αφού]] σταμάτησε την [[οργή]] του (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. «εκ συναρπαγής» (δηλ. σύνθ. που έχει σχηματιστεί από ολόκληρη [[φράση]]) από τη φρ. [[μετὰ]] ὦπα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]], όψη»)<br />αρχ. σημ. «το [[μέρος]] του προσώπου που βρίσκεται [[ανάμεσα]] στα μάτια», [[ιδίως]] απὸ τα ζώα, τών οποίων τα μάτια, [[καθώς]] βρίσκονται [[κοντά]] στα πλαϊνά του κρανίου, αφήνουν μεγάλο χώρο [[ανάμεσα]] στα μάτια. Η λ. εμφανίζεται στο αρχ. θεσσαλ. σκωπτικό ανθρωπωνύμιο <i>Μέτουπος</i> κατ' [[αποκοπή]] από σύνθ. σε -[[μέτωπος]]. Η λ., [[τέλος]], εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -[[μέτωπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μετωπηδόν]], [[μετωπιαίος]], [[μετωπίας]], [[μετωπικός]], [[μετώπιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μετωπίδιος]], [[μετωπίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[μετωποσκόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μετωποσώφρων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μετωποφορώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετωπομαντεία]], [[μετωποπαγής]]. (Β' συνθετικό σε -[[μέτωπος]]): [[αντιμέτωπος]], [[διμέτωπος]], [[ευρυμέτωπος]], [[μεγαλομέτωπος]], [[πλατυμέτωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ακρομέτωπος</i>, [[αργομέτωπος]], [[δασυμέτωπος]], <i>θηροζυγομέτωπος</i>, [[ισομέτωπος]], <i>καμψιμέτωπος</i>, [[κρυψιμέτωπος]], [[λευκομέτωπος]], [[προμέτωπος]], [[ταυρομέτωπος]], [[υγρομέτωπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>πλακομέτωπος</i>, [[πολυμέτωπος]], [[στενομέτωπος]]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέτωπον''': τό, (μετά, ὤψ), [[κυρίως]] τὸ μεταξὺ τῶν ὀφθαλμῶν [[διάστημα]] (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8), καὶ γενικώτερον τὸ [[μέτωπον]], συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ. ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] [[μέτωπον]] ῥινὸς ὕπερ πυμάτης Ἰλ. Ν. 615· ἴδε ἐν λέξ. [[ἀνασπάω]] 6 [[χαλάω]] Ι, 2· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἵππου ἐν Ψ. 454, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 727· ἐπὶ κάπρου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἐπὶ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, Ὀδ. Ζ. 107, Εὐρ. Ἑλ. 1568, κτλ.· πρβλ. [[ἀνασπάω]] ΙΙ, [[χαλάω]] Ι. 2· - Ἡ Αἴτνη καλεῖται τὸ [[μέτωπον]] τῆς Σικελίας ὑπὸ τοῦ Πινδ. Π. 1. 57. II. τὸ [[πρόσωπον]], ἡ [[ὄψις]] παντὸς πράγματος, τοίχου ἢ οἰκοδομήματος, [[πρόσοψις]], Ἡρόδ. Ι. 178., 2. 124· ἐπὶ [[δέκα]] σταδίους... μ. ἕκαστον, ἔχον [[μέτωπον]] [[δέκα]] σταδίων καθ’ ἑκάστην πρόσοψιν, ὁ αὐτ. ἐν 9. 15· ἡ κατὰ [[μέτωπον]] γραμμὴ στρατοῦ, στόλου κτλ., Αἰσχύλ Πέρσ. 720, κτλ.· εἰς [[μέτωπον]] στῆναι, νὰ σταθῇ εἰς τὴν γραμμήν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 2· ἐπὶ μετώπου διιέναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ: ἐπὶ κέρως ἢ [[κέρας]] (ἴδε [[κέρας]]), [[αὐτόθι]] 3· ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι [[αὐτόθι]] 4, Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) τὸ περιθώριον βιβλίου, Γαλην. τ. 12, σ. 90, ἴδε [[μετώπιον]] 3. | |lstext='''μέτωπον''': τό, (μετά, ὤψ), [[κυρίως]] τὸ μεταξὺ τῶν ὀφθαλμῶν [[διάστημα]] (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8), καὶ γενικώτερον τὸ [[μέτωπον]], συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ. ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] [[μέτωπον]] ῥινὸς ὕπερ πυμάτης Ἰλ. Ν. 615· ἴδε ἐν λέξ. [[ἀνασπάω]] 6 [[χαλάω]] Ι, 2· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἵππου ἐν Ψ. 454, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 727· ἐπὶ κάπρου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἐπὶ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, Ὀδ. Ζ. 107, Εὐρ. Ἑλ. 1568, κτλ.· πρβλ. [[ἀνασπάω]] ΙΙ, [[χαλάω]] Ι. 2· - Ἡ Αἴτνη καλεῖται τὸ [[μέτωπον]] τῆς Σικελίας ὑπὸ τοῦ Πινδ. Π. 1. 57. II. τὸ [[πρόσωπον]], ἡ [[ὄψις]] παντὸς πράγματος, τοίχου ἢ οἰκοδομήματος, [[πρόσοψις]], Ἡρόδ. Ι. 178., 2. 124· ἐπὶ [[δέκα]] σταδίους... μ. ἕκαστον, ἔχον [[μέτωπον]] [[δέκα]] σταδίων καθ’ ἑκάστην πρόσοψιν, ὁ αὐτ. ἐν 9. 15· ἡ κατὰ [[μέτωπον]] γραμμὴ στρατοῦ, στόλου κτλ., Αἰσχύλ Πέρσ. 720, κτλ.· εἰς [[μέτωπον]] στῆναι, νὰ σταθῇ εἰς τὴν γραμμήν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 2· ἐπὶ μετώπου διιέναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ: ἐπὶ κέρως ἢ [[κέρας]] (ἴδε [[κέρας]]), [[αὐτόθι]] 3· ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι [[αὐτόθι]] 4, Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) τὸ περιθώριον βιβλίου, Γαλην. τ. 12, σ. 90, ἴδε [[μετώπιον]] 3. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ὤψ): [[forehead]], [[also]] [[front]] of a [[helmet]], Il. 16.70. | |auten=([[ὤψ]]): [[forehead]], [[also]] [[front]] of a [[helmet]], Il. 16.70. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 32: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέτωπον:''' τό ([[μετά]], ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> το [[διάστημα]] [[ανάμεσα]] στα μάτια, [[κούτελο]], [[μέτωπο]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το μπροστινό [[μέρος]] του κεφαλιού ή ενός τοίχου ή κτιρίου, σε Ηρόδ.· το [[μέτωπο]] (η πρώτη [[γραμμή]]) ενός στρατού ή στόλου, σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>ἐπὶ μετώπου</i> ή <i>ἐν μετώπῳ</i>, σε [[παράταξη]] γραμμής, σε αντίθ. προς το ἐπὶ [[κέρως]] ή [[κέρας]] (κατά στήλες, σε [[στοίχιση]]), σε Ξεν | |lsmtext='''μέτωπον:''' τό ([[μετά]], [[ὤψ]]),·<br /><b class="num">I.</b> το [[διάστημα]] [[ανάμεσα]] στα μάτια, [[κούτελο]], [[μέτωπο]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το μπροστινό [[μέρος]] του κεφαλιού ή ενός τοίχου ή κτιρίου, σε Ηρόδ.· το [[μέτωπο]] (η πρώτη [[γραμμή]]) ενός στρατού ή στόλου, σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>ἐπὶ μετώπου</i> ή <i>ἐν μετώπῳ</i>, σε [[παράταξη]] γραμμής, σε αντίθ. προς το ἐπὶ [[κέρως]] ή [[κέρας]] (κατά στήλες, σε [[στοίχιση]]), σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[the space between the eyes]], [[forehead]], [[brow]], metaph. [[front]], [[front of an army]] (Il.); also plantname = [[χαλβάνη]] (Dsc.).<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">εὑρυ-μέτωπος</b> [[with broad forehead]] (Hom.).<br />Derivatives: [[μετώπιος]] [[on the forehead]] (L 95, P 739; can also be subst. = [[forehead]]; s. below), <b class="b3">-ιον</b> n. [[front]] (Priene IVa), <b class="b2">fore-head-bandage etc.</b> (Gal.), name of a salve prepared from the plant [[μ]]. etc. (Dsc., Gal.); <b class="b3">μετωπ-ίδιος</b> [[of the forehead]] (Hp., A P), but <b class="b3">προ-</b>, <b class="b3">περιμετωπ-ίδιος</b> [[on the forehead]] (Hdt., X.), resp. [[covering the forehead]] (Hp.) from the corresponding prepositional terms; <b class="b3">-ιαῖος</b> <b class="b2">id.</b> (medic.; Chantraine Form. 49); <b class="b3">-ίας</b> m. [[with a typical forehead]] (pap.); <b class="b3">μετωπίς ἱατρικὸς ἐπίδεσμος</b> H.; <b class="b3">μετωπ-ηδόν</b> (Hdt., Th.), <b class="b3">-αδόν</b> (Opp.) [[forming a front]]. -- To the PN [[Μέτωπος]] Sommer Nominalkomp. 8 n. 2.<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: After Arist. HA 49 1b 12 prop. = <b class="b3">μεταξὺ τῶν ὀμμάτων</b>, [[space between the eyes]], so hypostasis from [[μετά]] and ([[ὤψ]]), <b class="b3">ὦπ-α</b> [[eye]], [[face]] with themat. vowel. <b class="b3">μετώπ-ιον</b> | |etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[the space between the eyes]], [[forehead]], [[brow]], metaph. [[front]], [[front of an army]] (Il.); also plantname = [[χαλβάνη]] (Dsc.).<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">εὑρυ-μέτωπος</b> [[with broad forehead]] (Hom.).<br />Derivatives: [[μετώπιος]] [[on the forehead]] (L 95, P 739; can also be subst. = [[forehead]]; s. below), <b class="b3">-ιον</b> n. [[front]] (Priene IVa), <b class="b2">fore-head-bandage etc.</b> (Gal.), name of a salve prepared from the plant [[μ]]. etc. (Dsc., Gal.); <b class="b3">μετωπ-ίδιος</b> [[of the forehead]] (Hp., A P), but <b class="b3">προ-</b>, <b class="b3">περιμετωπ-ίδιος</b> [[on the forehead]] (Hdt., X.), resp. [[covering the forehead]] (Hp.) from the corresponding prepositional terms; <b class="b3">-ιαῖος</b> <b class="b2">id.</b> (medic.; Chantraine Form. 49); <b class="b3">-ίας</b> m. [[with a typical forehead]] (pap.); <b class="b3">μετωπίς ἱατρικὸς ἐπίδεσμος</b> H.; <b class="b3">μετωπ-ηδόν</b> (Hdt., Th.), <b class="b3">-αδόν</b> (Opp.) [[forming a front]]. -- To the PN [[Μέτωπος]] Sommer Nominalkomp. 8 n. 2.<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: After Arist. HA 49 1b 12 prop. = <b class="b3">μεταξὺ τῶν ὀμμάτων</b>, [[space between the eyes]], so hypostasis from [[μετά]] and ([[ὤψ]]), <b class="b3">ὦπ-α</b> [[eye]], [[face]] with themat. vowel. <b class="b3">μετώπ-ιον</b> [[forehead (?)]], [[front]] may be a parallel formation with <b class="b3">ιο-</b>suffix. The expression becomes esp. clear, if one starts from the head of an animal with his eyes on the sides (Sommer 115 n. 1). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 44: | Line 50: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''μέτωπον''': {métōpon}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Stirn]], übertr. [[Vorderseite]], [[Front des Heeres]] (seit Il.); auch Pflanzenname = [[χαλβάνη]] (Dsk.).<br />'''Composita''': Kompp., z.B. [[εὐρυμέτωπος]] [[mit breiter Stirn]] (Hom. u. a.).<br />'''Derivative''': Davon μετώπιος [[an der Stirn]] (''L'' 95, ''P'' 739; kann auch Subst. = [[Stirn]] sein; vgl. unten), -ιον n. [[Vorderseite]] (Priene IV<sup>a</sup>), [[Stirnverband]] (Gal.), N. einer aus der Pflanze μ. breiteten Salbe usw. (Dsk., Gal. u.a.); [[μετωπίδιος]] [[zur Stirn gehörig]] (Hp., ''A'' ''P''), aber προ-, [[περιμετωπίδιος]] [[vorn an der Stirn befindlich]] (Hdt., X. u. a.), bzw. [[die Stirn bedeckend]] (Hp.) aus den entsprechenden Präpositionsausdrücken; -ιαῖος ib. (Mediz.; Chantraine Form. 49); -ίας m. [[mit einer charakteristischen Stirn]] (Pap. u. a.); [[μετωπίς]]· ἱατρικὸς [[ἐπίδεσμος]] H.; [[μετωπηδόν]] (Hdt., Th. u.a.), -αδόν (Opp.) [[eine Front bildend]]. — Zum PN Μέτωπος Sommer Nominalkomp. 8 A. 2.<br />'''Etymology''': Nach Arist. ''HA'' 49 1b 12 eig. = μεταξὺ | |ftr='''μέτωπον''': {métōpon}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Stirn]], übertr. [[Vorderseite]], [[Front des Heeres]] (seit Il.); auch Pflanzenname = [[χαλβάνη]] (Dsk.).<br />'''Composita''': Kompp., z.B. [[εὐρυμέτωπος]] [[mit breiter Stirn]] (Hom. u. a.).<br />'''Derivative''': Davon μετώπιος [[an der Stirn]] (''L'' 95, ''P'' 739; kann auch Subst. = [[Stirn]] sein; vgl. unten), -ιον n. [[Vorderseite]] (Priene IV<sup>a</sup>), [[Stirnverband]] (Gal.), N. einer aus der Pflanze μ. breiteten Salbe usw. (Dsk., Gal. u.a.); [[μετωπίδιος]] [[zur Stirn gehörig]] (Hp., ''A'' ''P''), aber προ-, [[περιμετωπίδιος]] [[vorn an der Stirn befindlich]] (Hdt., X. u. a.), bzw. [[die Stirn bedeckend]] (Hp.) aus den entsprechenden Präpositionsausdrücken; -ιαῖος ib. (Mediz.; Chantraine Form. 49); -ίας m. [[mit einer charakteristischen Stirn]] (Pap. u. a.); [[μετωπίς]]· ἱατρικὸς [[ἐπίδεσμος]] H.; [[μετωπηδόν]] (Hdt., Th. u.a.), -αδόν (Opp.) [[eine Front bildend]]. — Zum PN Μέτωπος Sommer Nominalkomp. 8 A. 2.<br />'''Etymology''': Nach [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 49 1b 12 eig. = μεταξὺ τῶν ὀμμάτων, [[Raum zwischen den Augen]], somit Hypostase aus [[μετά]] und (ὤψ), ὦπα [[Auge]], [[Gesicht]] mit themat. Vokal. In [[μετώπιον]] ‘Stirn (?), Vorderseite’ kann eine parallele Bildung mit ιο-Suffix vorliegen. Der Ausdruck wird besonders verständlich, wenn man vom Kopf des Tieres mit seinen seitlich stehenden Augen ausgeht (Sommer 115 A. 1).<br />'''Page''' 2,221-222 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
Line 51: | Line 57: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[forehead]], [[face]], [[front of an army]], [[of an army]] | |woodrun=[[forehead]], [[face]], [[front of an army]], [[of an army]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=τό [[διάστημα]] ἀνάμεσα στά μάτια, πρόσοψη). Ἀπ το [[μετά]] + ὤψ (=[[ὄψη]]) τοῦ [[ὁράω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[μέτωπον]]: [[μετωπηδόν]], [[μετωπιαῖος]], [[μετωπίας]], [[μετώπιον]]. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[frons]]'', [[front]], [[face]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.21.6/ 3.21.6]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[forehead]]=== | |||
Abkhaz: алахь; Acehnese: dhoe; Afrikaans: voorkop; Albanian: ballë; Aleut: tanix̂; Amharic: ግምባር; Apache Western Apache: bitaʼ; Arabic: جَبْهَة; Egyptian Arabic: قورة, جبين; Hijazi Arabic: جَبْهة; Moroccan Arabic: جبهة; Aragonese: frent; Archi: нодо; Armenian: ճակատ; Aromanian: frãmti; Assyrian Neo-Aramaic: ܩܸܨܵܐ; Asturian: frente; Atayal: lihuy; Avar: нодо; Azerbaijani: alın; Banjarese: dahi; Bashkir: маңлай, маңдай; Basque: kopeta, kopetan; Bau Bidayuh: oro; Belarusian: лоб, чало; Bengali: কপাল, পেশানী, জবীন; Bhojpuri: माथा; Bikol Central: angog; Brunei Bisaya: kadat; Bulgarian: чело, лоб; Burmese: နဖူး; Catalan: front; Cebuano: agtang; Central Melanau: beleang; Central Sierra Miwok: ṭóp·ele; Chamicuro: tolo; Chechen: хьаж; Chepang: जेल्ह्; Cherokee: ᎠᎬᏓᎨᏂ; Chichewa: mphumi; Chinese Cantonese: [[額頭]], [[额头]]; Dungan: бынлу, ңыйлу; Eastern Min: 額頭, 额头, 額, 额; Hakka: 額角, 额角; Hokkien: 頭額, 头额; Literary Chinese: 顙; Mandarin: [[前額]], [[前额]], [[額頭]], [[额头]], [[額]], [[额]], [[頟]], [[额]], [[額門]], [[额门]], [[眉宇]]; Wu: 額角頭, 额角头; Chuvash: ҫамка; Coptic: ⲧⲉϩⲛⲓ; Cornish: tal; Czech: čelo; Dalmatian: fruant; Danish: pande; Dargwa: анда; Darkinjung: ngurran; Dhivehi: ނިއްކުރި; Drung: mvrdaq; Dutch: [[voorhoofd]]; Eastern Cham: ꨖꨬ; Erzya: коня; Esperanto: frunto; Estonian: laup; Even: омкат; Evenki: хэе, омкото; Faroese: panna; Fijian: yadre; Finnish: otsa; French: [[front]]; Friulian: front; Galician: fronte; Georgian: შუბლი; German: [[Stirn]]; Greek: [[μέτωπο]]; Ancient Greek: [[μέτωπον]], [[μέτωπος]]; Greenlandic: qaaq; Guaraní: syva; Gujarati: કપાળ, ભાળ; Guugu Yimidhirr: bidi, gaman; Haitian Creole: fon; Hawaiian: lae; Hebrew: מֵצַח; Higaonon: tangad; Hindi: माथा, माथ, ललाट, मस्तक; Hungarian: homlok; Iban: bangi; Icelandic: enni; Ido: fronto; Igbo: egbugbere ihu; Indonesian: dahi; Ingrian: otsakeero, loba; Ingush: хьажа; Interlingua: fronte; Inupiaq: qauq; Iranun: beneng; Irish: clár éadain; Old Irish: étan; Italian: [[fronte]]; Iu Mien: biorngh; Japanese: 額, お凸; Javanese: bathuk; Kabuverdianu: tésta; Kalmyk: маңна; Kannada: ನೊಸಲು; Kapampangan: kanwan, kanuan; Karakalpak: mańlay; Kazakh: маңдай; Khmer: ថ្ងាស; Kimaragang: rabas; Komi-Zyrian: кымӧс; Korean: 이마; Kurdish Central Kurdish: ناوچاوان, تەوێڵ; Laki: توڵ; Northern Kurdish: enî; Southern Kurdish: تێوِڵ; Kyrgyz: чеке; Ladino Hebrew: פ׳רינטי, מצח; Roman: frente; Lak: неиттабакӏ; Lao: ຫນ້າຜາກ, ໜ້າຜາກ; Latin: [[frons]]; Latvian: piere; Lezgi: пел; Lingala: eboló; Lithuanian: kaktà; Livonian: vȱntsa; Lotud: kadat; Lushootseed: sʔililc; Luxembourgish: Stir; Macedonian: чело; Malagasy: betro, handrina; Malay: dahi, jidat; Malayalam: നെറ്റി; Maltese: ġbin; Manchu: ᡧᡝᠩᡤᡳᠨ; Manx: glaare eddin, baaish; Maori: rae; Marathi: कपाळ; Moksha: коня; Mongolian Cyrillic: магнай, манлай, дух; Mongolian: ᠮᠠᠩᠨᠠᠢ, ᠮᠠᠩᠯᠠᠢ, ᠳᠤᠬᠤ; Nanai: пэе; Nepali: निधार; Nogai: манълай; Norwegian Bokmål: panne; Nynorsk: panne; Nyunga: bap; Occitan: front; Ojibwe: nikatig; Old Church Slavonic: чело; Old East Slavic: чело, чоло; Old English: forehēafod; Old French: frunt; Old Tupi: sybá; Oromo: adda; Ottoman Turkish: آلن, جبین, پیشانی; Pacoh: padyiêl, payiêl; Pangasinan: muling; Pashto: تندى; Persian: پیشانی; Polish: czoło; Portuguese: [[testa]]; Punjabi: ਮੱਥਾ; Quechua: urku, mati; Romagnol: frònta; Romanian: frunte; Romansch: frunt, frùnt, front; Rungus: rabbas; Russian: [[лоб]], [[чело]]; S'gaw Karen: ခိၣ်တိသၣ်; Salar: meñzi; Sami Northern: gállu; Southern: gaalloe; Sanskrit: ललाटम्; Santali: ᱢᱚᱞᱚᱝ; Sardinian: fronte, fronti, frunte; Scottish Gaelic: bathais; Sebop: anang; Serbo-Croatian Cyrillic: чело; Roman: čelo; Shan: ၼႃႈၽၢၵ်ႇ; Sicilian: frunti; Slovak: čelo; Slovene: čelo; Sorbian Lower Sorbian: coło; Upper Sorbian: čoło; Southern Altai: маҥдай; Spanish: [[frente]], [[testuz]], [[testera]]; Sumerian: 𒆠𒉆𒀀𒇒𒊏; Swedish: panna; Tagal Murut: rabas; Tagalog: noo; Tajik: пешона; Tamil: நெற்றி; Tarifit: tanyart; Tatar: маңгай; Telugu: నుదురు; Thai: หน้าผาก, เถิก; Tibetan: དཔྲལ་བ; Tigrinya: ግንባር; Timugon Murut: rabas; Tocharian B: ānte; Turkish: alın; Turkmen: aalyn, maňlaý; Tutelo: paniaminte; Udmurt: кымес; Ukrainian: лоб, чоло; Urdu: ماتھا, ماتھ, للاٹ; Uyghur: ماڭلاي; Uzbek: manglay; Venetian: front; Vietnamese: trán; Volapük: flom; Waray-Waray: ag-tang; Welsh: talcen; West Coast Bajau: lindo'; West Frisian: foarholle, poatte; White Winnebago: pee; Yakut: сүүс; Yiddish: שטערן; Yoruba: iwájú orí, oti; Zazaki: çare; Zhuang: najbyak | |||
}} | }} |