ἀθυμία: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">Aër</b>" to "Aër")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=athymia
|Transliteration C=athymia
|Beta Code=a)qumi/a
|Beta Code=a)qumi/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lack of spirit</b>, Hp.Aër.16; <b class="b2">faintheartedness, despondency</b>, <span class="bibl">Hdt.1.37</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>552</span>; <b class="b3">εἰς ἀ. καθιστάναι</b> or ἐμβάλλειν τινά <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>731a</span>, <span class="bibl">Aeschin.3.177</span>; ἀ. παρέχειν τινί <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.1.8</span>; εἰς ἀ. καταστῆναι <span class="bibl">Lys.12.3</span>; ἐν πάσῃ ἀ. εἶναι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.2.24</span>; ἀθυμίαν ἔχειν <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>237</span>; ἀ. ἐμπίπτει τινί <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.12.6</span>: pl., ἀ. ἢ φόβοι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>954a23</span>.</span>
|Definition=Ion. [[ἀθυμίη]], ἡ, [[lack of spirit]], Hp.Aër.16; [[faintheartedness]], [[despondency]], [[Herodotus|Hdt.]]1.37, E.''HF''552; εἰς ἀθυμίαν [[καθιστάναι]] or εἰς ἀθυμίαν [[ἐμβάλλειν]] τινά [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''731a, Aeschin.3.177; ἀθυμίαν παρέχειν τινί [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.1.8; εἰς ἀθυμίαν [[καταστῆναι]] Lys.12.3; ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι X.''HG''6.2.24; ἀθυμίαν [[ἔχειν]] [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''237; ἀθυμία ἐμπίπτει τινί [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.12.6: pl., ἀθυμίαι ἢ φόβοι Arist.''Pr.''954a23.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀθῡμία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἔλλειψις]] θάρρους, [[ὀλιγοψυχία]], [[ἀδημονία]], [[λύπη]], ἀπελπισία, Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ἀντ. 237, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 551· εἰς ἀθ. καθιστάναι ἢ ἐμβάλλειν τινά, Πλάτ. Νόμ. 731Α, Αἰσχίν. 79. 12· ἀθ. παρέχειν τινί, Ξεν. Κύρ. 4. 1, εἰς ἀθ. καταστῆναι, Λυσ. 120, 23· ἐν ἀθ. [[εἶναι]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 24· ἀθυμίαν ἔχειν, Σοφ. ἔνθ’ ἄνωτ., Ξενοφ. ― ἀθ. ἐμπίπτει τινί, Ξεν. Ἀπομ. 3. 12, 6: ― πληθ., ἀθ. καὶ φόβοι, Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1.
|dgtxt=(ἀθῡμία) -ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[ἀθυμίη]] Hp.<i>Aër</i>.16<br /><b class="num">1</b> [[pusilanimidad]], [[falta de coraje]] ἀ. τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀνανδρείη Hp.l.c., οὔτε τινὰ δειλίην μοι παριδὼν οὔτε ἀθυμίην Hdt.1.37, cf. Plot.2.3.11.<br /><b class="num">2</b> [[desánimo]], [[desaliento]] εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι Pl.<i>Lg</i>.731a, cf. Aeschin.3.177, 1<i>Ep.Clem</i>.46.9, D.C.49.7.3, ἀθυμίαν ... πλείστην παρεῖχε πᾶσιν X.<i>Cyr</i>.4.1.8, εἰς ἀθυμίαν καταστῆναι Lys.12.3, (αὐτούς) τοῦ πλήθους τῶν ἀπολωλότων εἰς ἀθυμίαν ἄγοντος Plb.10.14.6, ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι X.<i>HG</i> 6.2.24, ἐν πολλῇ εἶναι ἀθυμίᾳ <i>BGU</i> 728.8 (biz.), ἀθυμίαν ἔχειν S.<i>Ant</i>.237, λήθη ... καὶ [[ἀθυμία]] ... πολλοῖς ... εἰς τὴν διάνοιαν ἐμπίπτουσιν X.<i>Mem</i>.3.12.6, μήτε ἀθυμίᾳ τοιαύτῃ δῷς σεαυτόν Luc.<i>Asin</i>.39, ἐγένετό τις ἀ. τῆς ψυχῆς Plb.30.32.10, ἀ. πολλή μοι ἐστίν <i>T.Abr.A</i> 20, πόθεν δ' ἐς ὑμᾶς ἥδ' ἐσῆλθ' [[ἀθυμία]] E.<i>HF</i> 552, ὑπὸ τῆς ἀθυμίας μετήλλαχεν τὸν βίον se murió de pena</i>, <i>UPZ</i> 19.14 (II a.C.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />découragement, inquiétude.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυμος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[découragement]], [[inquiétude]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυμος]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=(ἀθῡμία) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Aër</i>.16<br /><b class="num">1</b> [[pusilanimidad]], [[falta de coraje]] ἀ. τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀνανδρείη Hp.l.c., οὔτε τινὰ δειλίην μοι παριδὼν οὔτε ἀθυμίην Hdt.1.37, cf. Plot.2.3.11.<br /><b class="num">2</b> [[desánimo]], [[desaliento]] εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι Pl.<i>Lg</i>.731a, cf. Aeschin.3.177, 1<i>Ep.Clem</i>.46.9, D.C.49.7.3, ἀθυμίαν ... πλείστην παρεῖχε πᾶσιν X.<i>Cyr</i>.4.1.8, εἰς ἀθυμίαν καταστῆναι Lys.12.3, (αὐτούς) τοῦ πλήθους τῶν ἀπολωλότων εἰς ἀθυμίαν ἄγοντος Plb.10.14.6, ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι X.<i>HG</i> 6.2.24, ἐν πολλῇ εἶναι ἀθυμίᾳ <i>BGU</i> 728.8 (biz.), ἀθυμίαν ἔχειν S.<i>Ant</i>.237, λήθη ... καὶ [[ἀθυμία]] ... πολλοῖς ... εἰς τὴν διάνοιαν ἐμπίπτουσιν X.<i>Mem</i>.3.12.6, μήτε ἀθυμίᾳ τοιαύτῃ δῷς σεαυτόν Luc.<i>Asin</i>.39, ἐγένετό τις ἀ. τῆς ψυχῆς Plb.30.32.10, ἀ. πολλή μοι ἐστίν <i>T.Abr.A</i> 20, πόθεν δ' ἐς ὑμᾶς ἥδ' ἐσῆλθ' [[ἀθυμία]] E.<i>HF</i> 552, ὑπὸ τῆς ἀθυμίας μετήλλαχεν τὸν βίον se murió de pena</i>, <i>UPZ</i> 19.14 (II a.C.).
|ptext=[ῡ], ἡ, <i>[[Mutlosigkeit]], [[Verzagtheit]]</i>, Soph. <i>Ant</i>. 237; <i>[[Betrübnis]]</i>, Her. 1.37; oft in [[Prosa]] εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι, ἀθ. [[ἐντιθέναι]], [[παρέχειν]], [[ἐμβάλλειν]], ἐμπεσεῖν; bei Xen. <i>Cyr</i>. 1.6.13 der [[προθυμία]] [[entgegengesetzt]]. Bei Lys. 12.3 folgt μή [[darauf]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθῡμία:''' ион. [[ἀθυμίη|ἀθῡμίη]] ἡ<br /><b class="num">1</b> [[упадок духа]], [[уныние]], [[отчаяние]], [[подавленность]], [[тревога]]: ἀθυμίαν ἔχειν [[ἀντί]] τινος Soph. впасть в отчаяние от чего-л.; ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι Xen. совершенно пасть духом; εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι Plat. или ἐμβαλεῖν τινα Aeschin. привести кого-л. в уныние;<br /><b class="num">2</b> [[малодушие]], [[робость]] (ἀθυμίαι καὶ φόβοι Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀθῡμία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[ἔλλειψις]] θάρρους, [[ὀλιγοψυχία]], [[ἀδημονία]], [[λύπη]], ἀπελπισία, Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ἀντ. 237, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 551· εἰς ἀθ. καθιστάναι ἢ ἐμβάλλειν τινά, Πλάτ. Νόμ. 731Α, Αἰσχίν. 79. 12· ἀθ. παρέχειν τινί, Ξεν. Κύρ. 4. 1, εἰς ἀθ. καταστῆναι, Λυσ. 120, 23· ἐν ἀθ. [[εἶναι]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 24· ἀθυμίαν ἔχειν, Σοφ. ἔνθ’ ἄνωτ., Ξενοφ. ― ἀθ. ἐμπίπτει τινί, Ξεν. Ἀπομ. 3. 12, 6: ― πληθ., ἀθ. καὶ φόβοι, Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθῡμία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] θάρρους, [[λιποψυχία]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι τινά</i>, σε Πλάτ.· <i>ἀθυμίαν παρέχειν τινί</i>, σε Ξεν.· ἐν ἀθυμίᾳ [[εἶναι]], στον ίδ.· [[ἀθυμία]] ἐμπίπτει τινί, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀθῡμία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i>, [[έλλειψη]] θάρρους, [[λιποψυχία]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι τινά</i>, σε Πλάτ.· <i>ἀθυμίαν παρέχειν τινί</i>, σε Ξεν.· ἐν ἀθυμίᾳ [[εἶναι]], στον ίδ.· [[ἀθυμία]] ἐμπίπτει τινί, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθῡμία:''' ион. ἀθῡμίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> упадок духа, уныние, отчаяние, подавленность, тревога: ἀθυμίαν ἔχειν [[ἀντί]] τινος Soph. впасть в отчаяние от чего-л.; ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι Xen. совершенно пасть духом; εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι Plat. или ἐμβαλεῖν τινα Aeschin. привести кого-л. в уныние;<br /><b class="num">2)</b> малодушие, робость (ἀθυμίαι καὶ φόβοι Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀθυμέω]]<br />[[want]] of [[heart]], faintheartedness, Hdt., Soph., etc.; εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι τινά Plat.; ἀθυμίαν παρέχειν τινί Xen.; ἐν ἀθυμίαι [[εἶναι]] Xen.; [[ἀθυμία]] ἐμπίπτει τινί Xen.
|mdlsjtxt=[from [[ἀθυμέω]]<br />[[want]] of [[heart]], faintheartedness, Hdt., Soph., etc.; εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι τινά Plat.; ἀθυμίαν παρέχειν τινί Xen.; ἐν ἀθυμίαι [[εἶναι]] Xen.; [[ἀθυμία]] ἐμπίπτει τινί Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[dejection]], [[despondency]], [[melancholy]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[animi deiectio]]'', [[discouragement]], [[dejection]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.71.4/ 1.71.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.51.4/ 2.51.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.26.4/ 4.26.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.46.2/ 6.46.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.24.3/ 7.24.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.55.1/ 7.55.1].
}}
{{trml
|trtx====[[dejection]]===
Bulgarian: униние; Czech: sklíčenost, melancholie; Danish: modløshed, nedtrykthed; Dutch: [[moedeloosheid]]; Finnish: masentuneisuus, alakuloisuus; French: [[abattement]]; Greek: [[κατήφεια]], [[δυσθυμία]], [[μελαγχολία]], [[αποκαρδίωση]]; Ancient Greek: [[ἀθυμία]], [[βαρυφροσύνη]], [[δυσθυμία]], [[κατήφεια]], [[κατηφείη]], [[ταπεινότης]]; Hebrew: דכדוך‎; Italian: [[abbattimento]]; Korean: 슬픔; Polish: przygnębienie, strapienie; Portuguese: [[dejeção]], [[desânimo]]; Romagnol: abatimént; Russian: [[уныние]]; Spanish: [[abatimiento]], [[desaliento]], [[desánimo]]
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῡμία Medium diacritics: ἀθυμία Low diacritics: αθυμία Capitals: ΑΘΥΜΙΑ
Transliteration A: athymía Transliteration B: athymia Transliteration C: athymia Beta Code: a)qumi/a

English (LSJ)

Ion. ἀθυμίη, ἡ, lack of spirit, Hp.Aër.16; faintheartedness, despondency, Hdt.1.37, E.HF552; εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι or εἰς ἀθυμίαν ἐμβάλλειν τινά Pl.Lg.731a, Aeschin.3.177; ἀθυμίαν παρέχειν τινί X.Cyr.4.1.8; εἰς ἀθυμίαν καταστῆναι Lys.12.3; ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι X.HG6.2.24; ἀθυμίαν ἔχειν S.Ant.237; ἀθυμία ἐμπίπτει τινί X.Mem.3.12.6: pl., ἀθυμίαι ἢ φόβοι Arist.Pr.954a23.

Spanish (DGE)

(ἀθῡμία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀθυμίη Hp.Aër.16
1 pusilanimidad, falta de coraje ἀ. τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀνανδρείη Hp.l.c., οὔτε τινὰ δειλίην μοι παριδὼν οὔτε ἀθυμίην Hdt.1.37, cf. Plot.2.3.11.
2 desánimo, desaliento εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι Pl.Lg.731a, cf. Aeschin.3.177, 1Ep.Clem.46.9, D.C.49.7.3, ἀθυμίαν ... πλείστην παρεῖχε πᾶσιν X.Cyr.4.1.8, εἰς ἀθυμίαν καταστῆναι Lys.12.3, (αὐτούς) τοῦ πλήθους τῶν ἀπολωλότων εἰς ἀθυμίαν ἄγοντος Plb.10.14.6, ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι X.HG 6.2.24, ἐν πολλῇ εἶναι ἀθυμίᾳ BGU 728.8 (biz.), ἀθυμίαν ἔχειν S.Ant.237, λήθη ... καὶ ἀθυμία ... πολλοῖς ... εἰς τὴν διάνοιαν ἐμπίπτουσιν X.Mem.3.12.6, μήτε ἀθυμίᾳ τοιαύτῃ δῷς σεαυτόν Luc.Asin.39, ἐγένετό τις ἀ. τῆς ψυχῆς Plb.30.32.10, ἀ. πολλή μοι ἐστίν T.Abr.A 20, πόθεν δ' ἐς ὑμᾶς ἥδ' ἐσῆλθ' ἀθυμία E.HF 552, ὑπὸ τῆς ἀθυμίας μετήλλαχεν τὸν βίον se murió de pena, UPZ 19.14 (II a.C.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
découragement, inquiétude.
Étymologie: ἄθυμος.

German (Pape)

[ῡ], ἡ, Mutlosigkeit, Verzagtheit, Soph. Ant. 237; Betrübnis, Her. 1.37; oft in Prosa εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι, ἀθ. ἐντιθέναι, παρέχειν, ἐμβάλλειν, ἐμπεσεῖν; bei Xen. Cyr. 1.6.13 der προθυμία entgegengesetzt. Bei Lys. 12.3 folgt μή darauf.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῡμία: ион. ἀθῡμίη
1 упадок духа, уныние, отчаяние, подавленность, тревога: ἀθυμίαν ἔχειν ἀντί τινος Soph. впасть в отчаяние от чего-л.; ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι Xen. совершенно пасть духом; εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι Plat. или ἐμβαλεῖν τινα Aeschin. привести кого-л. в уныние;
2 малодушие, робость (ἀθυμίαι καὶ φόβοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῡμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἔλλειψις θάρρους, ὀλιγοψυχία, ἀδημονία, λύπη, ἀπελπισία, Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ἀντ. 237, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 551· εἰς ἀθ. καθιστάναι ἢ ἐμβάλλειν τινά, Πλάτ. Νόμ. 731Α, Αἰσχίν. 79. 12· ἀθ. παρέχειν τινί, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 8· εἰς ἀθ. καταστῆναι, Λυσ. 120, 23· ἐν ἀθ. εἶναι, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 24· ἀθυμίαν ἔχειν, Σοφ. ἔνθ’ ἄνωτ., Ξενοφ. ― ἀθ. ἐμπίπτει τινί, Ξεν. Ἀπομ. 3. 12, 6: ― πληθ., ἀθ. καὶ φόβοι, Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1.

Greek Monotonic

ἀθῡμία: Ιων. -ίη, , έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι τινά, σε Πλάτ.· ἀθυμίαν παρέχειν τινί, σε Ξεν.· ἐν ἀθυμίᾳ εἶναι, στον ίδ.· ἀθυμία ἐμπίπτει τινί, στον ίδ.

Middle Liddell

[from ἀθυμέω
want of heart, faintheartedness, Hdt., Soph., etc.; εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι τινά Plat.; ἀθυμίαν παρέχειν τινί Xen.; ἐν ἀθυμίαι εἶναι Xen.; ἀθυμία ἐμπίπτει τινί Xen.

English (Woodhouse)

dejection, despondency, melancholy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

animi deiectio, discouragement, dejection, 1.71.4. 2.51.4, 4.26.4, 6.46.2, 7.24.3, 7.55.1.

Translations

dejection

Bulgarian: униние; Czech: sklíčenost, melancholie; Danish: modløshed, nedtrykthed; Dutch: moedeloosheid; Finnish: masentuneisuus, alakuloisuus; French: abattement; Greek: κατήφεια, δυσθυμία, μελαγχολία, αποκαρδίωση; Ancient Greek: ἀθυμία, βαρυφροσύνη, δυσθυμία, κατήφεια, κατηφείη, ταπεινότης; Hebrew: דכדוך‎; Italian: abbattimento; Korean: 슬픔; Polish: przygnębienie, strapienie; Portuguese: dejeção, desânimo; Romagnol: abatimént; Russian: уныние; Spanish: abatimiento, desaliento, desánimo