ὑαλοειδής: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yaloeidis | |Transliteration C=yaloeidis | ||
|Beta Code=u(aloeidh/s | |Beta Code=u(aloeidh/s | ||
|Definition=ὑαλοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like glass]], [[glassy]], [[transparent]], [[ὑγρόν]] [[vitreous]] humour, Gal.''UP''14.6, cf. Id.19.358; ἥλιος Philol. ap. ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.20.12 (also ὑελ- ib. 2.25.11); <b class="b3">ὁ | |Definition=ὑαλοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like glass]], [[glassy]], [[transparent]], [[ὑγρόν]] [[vitreous]] humour, Gal.''UP''14.6, cf. Id.19.358; [[ἥλιος]] Philol. ap. ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.20.12 (also ὑελ- ib. 2.25.11); <b class="b3">ὁ ὑαλοειδὴς χιτὼν ὀφθαλμοῦ</b> the [[crystalline]] lens of the eye, Medici ap.Poll.2.71.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἡ ὑαλοειδὴς λίθος</b> a precious stone, perhaps [[topaz]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 30; ὑαλοειδέες.. τόπαζοι Orph.''L.''280. [v. [[ὕαλος]] fin.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1168.png Seite 1168]] ές, 1) glasartig, durchsichtig wie Glas; Hippocr.; Plut. plac. phil. 2, 20. – 2) ὁ [[ὑαλοειδής]], eine Steinart, vielleicht unser Topas od. Hyacinth, Theophr. – [Υ wird bei den epischen Dichtern auch | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1168.png Seite 1168]] ές, 1) [[glasartig]], [[durchsichtig wie Glas]]; Hippocr.; Plut. plac. phil. 2, 20. – 2) ὁ [[ὑαλοειδής]], eine Steinart, vielleicht unser [[Topas]] od. [[Hyacinth]], Theophr. – [Υ wird bei den epischen Dichtern auch | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 15:27, 17 November 2024
English (LSJ)
ὑαλοειδές,
A like glass, glassy, transparent, ὑγρόν vitreous humour, Gal.UP14.6, cf. Id.19.358; ἥλιος Philol. ap. Placit.2.20.12 (also ὑελ- ib. 2.25.11); ὁ ὑαλοειδὴς χιτὼν ὀφθαλμοῦ the crystalline lens of the eye, Medici ap.Poll.2.71.
2 ἡ ὑαλοειδὴς λίθος a precious stone, perhaps topaz, Thphr. De Lapidibus 30; ὑαλοειδέες.. τόπαζοι Orph.L.280. [v. ὕαλος fin.]
German (Pape)
[Seite 1168] ές, 1) glasartig, durchsichtig wie Glas; Hippocr.; Plut. plac. phil. 2, 20. – 2) ὁ ὑαλοειδής, eine Steinart, vielleicht unser Topas od. Hyacinth, Theophr. – [Υ wird bei den epischen Dichtern auch
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
transparent comme du verre.
Étymologie: ὕαλος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
ὑᾰλοειδής: похожий на стекло, стекловихный (sc. δίσκος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑᾰλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὕαλον, διαφανής, χυμὸς Πραξαγ. παρὰ Γαλην.· ἥλιος Φιλόλ. παρὰ Πλουτ. 2. 890Α· ὁ ὑαλ. χιτὼν ὀφθαλμοῦ, ὁ τρίτος χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ ὃς καὶ φακοειδὴς καὶ κρυσταλλοειδὴς λέγεται ὑπὸ τῶν ἰατρῶν, Πολυδ. Β΄, 71. 2) ὁ ὑαλ. λίθος, πολύτιμός τις λίθος, τὸ νῦν καλούμενον τοπάζιον, Θεοφρ. περὶ Λίθων 30, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 277. [Ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].
Greek Monolingual
-ές / ὑαλοειδής, -ές, ΝΑ
αυτός που μοιάζει με ύαλο, ο στιλπνός και διαφανής
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών
2. φρ. α) «υαλοειδές σώμα»
ανατ. διαφανής πηκτοειδής σφαιρικός σχηματισμός του ματιού μεταξύ του κρυσταλλοειδούς φακού, του ακτινωτού κύκλου και του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, που αποτελείται από ένα δίκτυο κολλαγόνων ινών, περιέχει υαλουρονικό οξύ και αντιπροσωπεύει τα τέσσερα πέμπτα του όγκου του οφθαλμικού βολβού
β) «υαλοειδής χόνδρος»
ανατ. μορφή χόνδρου του οποίου η όψη θυμίζει γυαλί και από τον οποίο αποτελούνται στον ενήλικο οι πλευρικοί και αρθρικοί χόνδροι και οι χόνδροι τών αεροφόρων οδών
γ) «υαλοειδής εκφύλιση»
ιατρ. μορφή κυτταρικής εκφύλισης στην οποία το κυτταρόπλασμα, ο πυρήνας και τα διάφορα οργανίδια του κυττάρου δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους, χάνοντας τις συνήθεις ιστοχημικές ιδιότητές τους
δ) «υαλοειδείς μεμβράνες»
ιατρ. εναποθέσεις διαφανούς άνιστης ομοιογενούς ουσίας πάνω στο τοίχωμα τών πνευμονικών κυψελίδων, οι οποίες χαρακτηρίζουν το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσφορίας του νεογέννητου
αρχ.
φρ. α) «ὑαλοειδὴς λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, πιθανώς το τοπάζι (θεόφρ.)
β) «ὑαλοειδὴς χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ» — ο κρυσταλλοειδής φακός του οφθαλμού (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + -ειδής].