χελωνία: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] θαλάσσιων χελωνών, που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chelonia</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χελώνη]])].<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α [[χελώνη]]<br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου, αλλ. χελωνῖτις. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] θαλάσσιων χελωνών, που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>[[chelonia]]</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χελώνη]])].<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α [[χελώνη]]<br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου, αλλ. χελωνῖτις. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 18 November 2024
English (LSJ)
and χελωνῖτις, ιδος, ἡ, tortoise-stone, name of a gem, Plin.HN37.155.
Greek (Liddell-Scott)
χελωνία: καὶ χελωνῖτις, ἡ, ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 56.
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
ζωολ. γένος θαλάσσιων χελωνών, που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chelonia (< χελώνη)].
(II)
ἡ, Α χελώνη
είδος πολύτιμου λίθου, αλλ. χελωνῖτις.