μυστικός: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "[[ " to " [[")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mystikos
|Transliteration C=mystikos
|Beta Code=mustiko/s
|Beta Code=mustiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[connected with the mysteries]], τέλος <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>387</span>; <b class="b3">μ. Ἴακχος</b> the [[mystic]] chant Iacchus, <span class="bibl">Hdt.8.65</span>; χοῖροι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>764</span>; αὔρα τις εἰσέπνευσε -ωτάτη <span class="bibl">Id.<span class="title">Ra.</span>314</span>; βίοτος μ. <span class="title">IG</span>3.172.6; μ. λόγοι Phld.<span class="title">Ir.</span>p.46 W.; <b class="b3">τὰ μ</b>. [[the mysteries]], <span class="bibl">Th.6.28</span>,<span class="bibl">60</span>; <b class="b3">-κή</b> (sc. [[παράδοσις]]) [[mystical doctrine]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.779</span> S., cf. eund.<span class="title">in Ti.</span>3.12 D.; τὸ θεῖον καὶ μ. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>213</span>; <b class="b3">οἱ μ</b>., = [[μύσται]], <span class="bibl">Str.17.1.29</span>: Comp. -ώτερος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>59</span>: Sup. -ώτατος Ar.<span class="title">Ra.</span>l.c., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>111</span>. Adv. -κῶς, δικάζειν <span class="bibl">Poll.8.123</span> (fort. [[μυστικῶν]] <b class="b2">in cases relating to the mysteries); mystically</b>, μ. καὶ τελεστικῶς <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.6</span>, cf. <span class="bibl">D.S.5.77</span>, <span class="bibl">Porph. <span class="title">Antr.</span>4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[private]], [[secret]], <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>4.2.7</span> (Comp.). Adv. -κῶς <span class="bibl">Str. 10.3.9</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ma.</span>3.10</span>, <span class="bibl">Vett.Val.46.11</span>: Comp. -ώτερον, [[scribere]] <span class="bibl">Cic. <span class="title">Att.</span>6.4.3</span>.</span>
|Definition=μυστική, μυστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[connected with the mysteries]], [[τέλος]] A.''Fr.''387; μυστικὸς [[Ἴακχος]] = the [[mystic]] [[chant]] [[Iacchus]], [[Herodotus|Hdt.]]8.65; χοῖροι [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''764; αὔρα τις εἰσέπνευσε -ωτάτη Id.''Ra.''314; [[βίοτος]] μυστικός ''IG''3.172.6; μ. λόγοι Phld.''Ir.''p.46 W.; τὰ [[μυστικά]] the [[mystery|mysteries]], Th.6.28,60; ἡ [[μυστική]] (''[[sc.]]'' [[παράδοσις]]) [[mystical]] [[doctrine]], Procl.''in Prm.''p.779 S., cf. eund.''in Ti.''3.12 D.; τὸ [[θεῖον]] καὶ μυστικόν Dam.''Pr.''213; <b class="b3">οἱ μυστικοί</b> = [[μύσται]], Str.17.1.29: Comp. μυστικώτερος Luc.''Salt.''59: Sup. μυστικώτατος Ar.''Ra.''l.c., Dam.''Pr.''111. Adv. [[μυστικῶς]], [[δικάζειν]] Poll.8.123 (fort. [[μυστικῶν]] in cases relating to the mysteries); [[mystically]], [[μυστικῶς]] καὶ [[τελεστικῶς]] Hermog.''Id.''1.6, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.77, Porph. ''Antr.''4.<br><span class="bld">II</span> [[private]], [[secret]], Cic.''Att.''4.2.7 (Comp.). Adv. [[μυστικῶς]] Str. 10.3.9, [[LXX]] ''3 Ma.''3.10, Vett.Val.46.11: Comp. [[μυστικώτερον]], [[scribere]] Cic. ''Att.''6.4.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] geheimnißvoll, mystisch, bes. die Eingeweihten oder die Geheimnißlehren der Mysterien betreffend; [[τέλος]], Aesch. frg. 398; μυστικὴ [[χοῖρος]], Ar. Ach. 729; μυστικὸς [[ἴακχος]], Her. 8, 65; τὰ μυστικά, = μυστήρια, Thuc. 6, 28. – Adv., [[δικάζω]], Poll. 8, 123.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] geheimnißvoll, mystisch, bes. die Eingeweihten oder die Geheimnißlehren der Mysterien betreffend; [[τέλος]], Aesch. frg. 398; μυστικὴ [[χοῖρος]], Ar. Ach. 729; μυστικὸς [[ἴακχος]], Her. 8, 65; τὰ μυστικά, = μυστήρια, Thuc. 6, 28. – Adv., [[δικάζω]], Poll. 8, 123.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les mystères, mystique ; τὰ μυστικά, les cérémonies des mystères;<br /><i>Cp.</i> μυστικώτερος, <i>Sp.</i> μυστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[μύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μυστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[мистерийный]], [[возглашаемый в мистериях]] ([[Ἴακχος]] Her.);<br /><b class="num">2</b> [[приносимый в жертву во время мистерий]] (χοιρία Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυστικός''': -ή, -όν, [[ἀπόκρυφος]], «[[μυστικός]]», ἰδίως [[μυστηριώδης]], ἔχων σχέσιν πρὸς τὰ μυστήρια, [[τέλος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 384· μ. [[Ἴακχος]], τὸ μυστηριῶδες ᾆσμα τοῦ Ἰάκχου, Ἡρόδ. 8. 65· [[αὔρα]] τις εἰσέπνευσε μυστικωτάτη Ἀριστοφ. Βάτρ. 314· τὰ μ., τὰ μυστήρια, Θουκ. 6. 28, 60· οἱ μυστικοί, = μύσται, Στράβ. 806· - παρὰ μεταγεν., [[καθόλου]] ἐπὶ πάσης τέχνης ἀπαιτούσης διδασκαλίαν, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 128 κἑξ. Τὰ χοιρία μ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 747, ἦσαν πιθανῶς ἄθλια, ἰσχνὰ χοιρίδια, οἷα οἱ μύσται συνείθιζον νὰ προσφέρωσι, Λοβ. ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 85· πρβλ. [[μέγαρον]] ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Η΄, 123· Συγκρ. -ώτερον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4.
|lstext='''μυστικός''': -ή, -όν, [[ἀπόκρυφος]], «[[μυστικός]]», ἰδίως [[μυστηριώδης]], ἔχων σχέσιν πρὸς τὰ μυστήρια, [[τέλος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 384· μ. [[Ἴακχος]], τὸ μυστηριῶδες ᾆσμα τοῦ Ἰάκχου, Ἡρόδ. 8. 65· [[αὔρα]] τις εἰσέπνευσε μυστικωτάτη Ἀριστοφ. Βάτρ. 314· τὰ μ., τὰ μυστήρια, Θουκ. 6. 28, 60· οἱ μυστικοί, = μύσται, Στράβ. 806· - παρὰ μεταγεν., [[καθόλου]] ἐπὶ πάσης τέχνης ἀπαιτούσης διδασκαλίαν, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 128 κἑξ. Τὰ χοιρία μ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 747, ἦσαν πιθανῶς ἄθλια, ἰσχνὰ χοιρίδια, οἷα οἱ μύσται συνείθιζον νὰ προσφέρωσι, Λοβ. ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 85· πρβλ. [[μέγαρον]] ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Η΄, 123· Συγκρ. -ώτερον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les mystères, mystique ; τὰ μυστικά, les cérémonies des mystères;<br /><i>Cp.</i> μυστικώτερος, <i>Sp.</i> μυστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[μύω]].
}}
}}
{{eles
{{eles
|esgtx=[[místico]], [[relativo a los misterios]], [[secreto]], [[de un modo místico]], [[ de un modo secreto]]
|esgtx=[[místico]], [[relativo a los misterios]], [[secreto]], [[de un modo místico]], [[de un modo secreto]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[μυστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κρυφά]], ο μη [[φανερός]], [[απόρρητος]], [[απόκρυφος]] («μυστική [[ψηφοφορία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς [[Ἴακχος]]» — το μυστηριώδες [[άσμα]] του Ιάκχου, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον θρησκευτικό μυστικισμό, [[μυστικιστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις ή τις ενέργειές του, [[κρυψίνους]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[μυστικό]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. ως ουσ. ο [[μυστικός]]<br />[[οπαδός]] του θρησκευτικού μυστικισμού, [[μυστικιστής]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μυστικός]] [[πράκτορας]]» — [[κατάσκοπος]] ξένης δύναμης<br />β) «[[μυστικός]] [[αστυνομικός]]» ή, [[απλώς]], «[[μυστικός]]» — [[αστυνομικός]] με [[πολιτική]] [[περιβολή]] [[κατά]] την [[εκτέλεση]] της υπηρεσίας του για να μην αναγνωρίζεται<br />γ) «μυστικές εταιρείες» — ενώσεις προσώπων τα οποία επιδιώκουν εθνικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς σκοπούς, τών οποίων τόσο η [[οργάνωση]] όσο και η [[δραστηριότητα]] τηρούνται κρυφές<br />δ) «[[μυστικός]] [[δείπνος]]» — ο [[τελευταίος]] [[πριν]] από τη [[σταύρωση]] [[δείπνος]] του Ιησού Χριστού με τους αποστόλους, ο [[οποίος]] χαρακτηρίζεται [[μυστικός]] [[γιατί]] με αυτόν ιδρύθηκε το [[μυστήριο]] της θείας Ευχαριστίας<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) αυτός που κρατά κρυφό ό,τι μαθαίνει ή ό,τι του εμπιστεύεται [[κάποιος]], [[εχέμυθος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[μυστικοσύμβουλος]]<br /><b>3.</b> [[έμπιστος]]<br /><b>4.</b> (για το [[σώμα]] του Χριστού [[κατά]] τη [[θεία]] Ευχαριστία) αυτός που λαμβάνεται δια μέσου μυστηρίου<br /><b>5.</b> (για [[αρρώστια]]) αυτή που δεν [[είναι]] [[εμφανής]], δεν διακρίνεται από σωματικά γνωρίσματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τέχνη]]) αυτή που απαιτεί [[διδασκαλία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μυστικοί</i><br />οι μύστες<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[μυστικά]]<br />τα μυστήρια<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χοιρία [[μυστικά]]» — ισχνά χοιρίδια τα οποία συνήθιζαν να προσφέρουν οι μύστες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μυστικώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ μυστικῶς, Μ και [[μυστικά]])<br />με [[μυστικότητα]], [[κρυφά]] («τὰς ίεροποιΐας... ποιεῑσθαι... τὰς μὲν μυστικῶς, τὰς δὲ ἐν φανερῷ», <b>Στράβ.</b>)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) εμπιστευτικά, ιδιαιτέρως<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> πνευματικά, [[νοερά]]<br /><b>2.</b> με προφητική [[ικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με τρόπο που αναφέρεται ή αρμόζει στα μυστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύστης]]. Τη λ. δανείστηκαν οι ευρωπαϊκές γλώσσες με την [[ίδια]] [[σημασία]] (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>mystique</i>, αγγλ. γερμ. <i>mystiscti</i>)].
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[μυστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κρυφά]], ο μη [[φανερός]], [[απόρρητος]], [[απόκρυφος]] («μυστική [[ψηφοφορία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς [[Ἴακχος]]» — το μυστηριώδες [[άσμα]] του Ιάκχου, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον θρησκευτικό μυστικισμό, [[μυστικιστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις ή τις ενέργειές του, [[κρυψίνους]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[μυστικό]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. ως ουσ. ο [[μυστικός]]<br />[[οπαδός]] του θρησκευτικού μυστικισμού, [[μυστικιστής]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μυστικός]] [[πράκτορας]]» — [[κατάσκοπος]] ξένης δύναμης<br />β) «[[μυστικός]] [[αστυνομικός]]» ή, [[απλώς]], «[[μυστικός]]» — [[αστυνομικός]] με [[πολιτική]] [[περιβολή]] [[κατά]] την [[εκτέλεση]] της υπηρεσίας του για να μην αναγνωρίζεται<br />γ) «μυστικές εταιρείες» — ενώσεις προσώπων τα οποία επιδιώκουν εθνικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς σκοπούς, τών οποίων τόσο η [[οργάνωση]] όσο και η [[δραστηριότητα]] τηρούνται κρυφές<br />δ) «[[μυστικός]] [[δείπνος]]» — ο [[τελευταίος]] [[πριν]] από τη [[σταύρωση]] [[δείπνος]] του Ιησού Χριστού με τους αποστόλους, ο [[οποίος]] χαρακτηρίζεται [[μυστικός]] [[γιατί]] με αυτόν ιδρύθηκε το [[μυστήριο]] της θείας Ευχαριστίας<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) αυτός που κρατά κρυφό ό,τι μαθαίνει ή ό,τι του εμπιστεύεται [[κάποιος]], [[εχέμυθος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[μυστικοσύμβουλος]]<br /><b>3.</b> [[έμπιστος]]<br /><b>4.</b> (για το [[σώμα]] του Χριστού [[κατά]] τη [[θεία]] Ευχαριστία) αυτός που λαμβάνεται δια μέσου μυστηρίου<br /><b>5.</b> (για [[αρρώστια]]) αυτή που δεν [[είναι]] [[εμφανής]], δεν διακρίνεται από σωματικά γνωρίσματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τέχνη]]) αυτή που απαιτεί [[διδασκαλία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μυστικοί</i><br />οι μύστες<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[μυστικά]]<br />τα μυστήρια<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χοιρία [[μυστικά]]» — ισχνά χοιρίδια τα οποία συνήθιζαν να προσφέρουν οι μύστες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μυστικώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ μυστικῶς, Μ και [[μυστικά]])<br />με [[μυστικότητα]], [[κρυφά]] («τὰς ίεροποιΐας... ποιεῖσθαι... τὰς μὲν μυστικῶς, τὰς δὲ ἐν φανερῷ», <b>Στράβ.</b>)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) εμπιστευτικά, ιδιαιτέρως<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> πνευματικά, [[νοερά]]<br /><b>2.</b> με προφητική [[ικανότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με τρόπο που αναφέρεται ή αρμόζει στα μυστήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύστης]]. Τη λ. δανείστηκαν οι ευρωπαϊκές γλώσσες με την [[ίδια]] [[σημασία]] (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>mystique</i>, αγγλ. γερμ. <i>mystiscti</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυστικός:''' -ή, -όν, [[μυστικός]], συνδεδεμένος με τα μυστήρια, μυστικὸς [[Ἴακχος]], το μυστηριακό [[άσμα]] του Ιάκχου, σε Ηρόδ.· τὰ [[μυστικά]]</i>, τα μυστήρια, σε Θουκ.· <i>τὰ χοιρία [[μυστικά]]</i>, στον Αριστοφ., είναι πιθ. άθλια, ισχνά γουρούνια, όπως αυτά που <i>οἱ μύσται</i> συνήθιζαν να προσφέρουν.
|lsmtext='''μυστικός:''' -ή, -όν, [[μυστικός]], συνδεδεμένος με τα μυστήρια, μυστικὸς [[Ἴακχος]], το μυστηριακό [[άσμα]] του Ιάκχου, σε Ηρόδ.· τὰ [[μυστικά]]</i>, τα μυστήρια, σε Θουκ.· <i>τὰ χοιρία [[μυστικά]]</i>, στον Αριστοφ., είναι πιθ. άθλια, ισχνά γουρούνια, όπως αυτά που <i>οἱ μύσται</i> συνήθιζαν να προσφέρουν.
}}
{{elru
|elrutext='''μυστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> мистерийный, возглашаемый в мистериях ([[Ἴακχος]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> приносимый в жертву во время мистерий (χοιρία Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[connected with the mysteries]], [[of the mysteries]]
|woodrun=[[connected with the mysteries]], [[of the mysteries]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπ τό [[μυέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=-όν 1 [[místico]], [[relativo a los misterios]], [[secreto]] νεῦσον ἐμοί, λίτομαι, ὅτι σύμβολα μυστικὰ φράζω <b class="b3">dime que sí, te lo ruego, porque yo nombro tus símbolos místicos</b> P IV 945 2 adv. -ῶς [[de un modo místico]], [[de un modo secreto]] καὶ τὰ ἄλλα ἃ χρὴ σύμβολα μυστικῶς ἐν καθαροῖς ἱματίοις κρατῶν <b class="b3">y sosteniendo de un modo místico los demás símbolos que son necesarios con ropas limpias</b> P III 701
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 19 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστικός Medium diacritics: μυστικός Low diacritics: μυστικός Capitals: ΜΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mystikós Transliteration B: mystikos Transliteration C: mystikos Beta Code: mustiko/s

English (LSJ)

μυστική, μυστικόν,
A connected with the mysteries, τέλος A.Fr.387; μυστικὸς Ἴακχος = the mystic chant Iacchus, Hdt.8.65; χοῖροι Ar.Ach.764; αὔρα τις εἰσέπνευσε -ωτάτη Id.Ra.314; βίοτος μυστικός IG3.172.6; μ. λόγοι Phld.Ir.p.46 W.; τὰ μυστικά the mysteries, Th.6.28,60; ἡ μυστική (sc. παράδοσις) mystical doctrine, Procl.in Prm.p.779 S., cf. eund.in Ti.3.12 D.; τὸ θεῖον καὶ μυστικόν Dam.Pr.213; οἱ μυστικοί = μύσται, Str.17.1.29: Comp. μυστικώτερος Luc.Salt.59: Sup. μυστικώτατος Ar.Ra.l.c., Dam.Pr.111. Adv. μυστικῶς, δικάζειν Poll.8.123 (fort. μυστικῶν in cases relating to the mysteries); mystically, μυστικῶς καὶ τελεστικῶς Hermog.Id.1.6, cf. D.S.5.77, Porph. Antr.4.
II private, secret, Cic.Att.4.2.7 (Comp.). Adv. μυστικῶς Str. 10.3.9, LXX 3 Ma.3.10, Vett.Val.46.11: Comp. μυστικώτερον, scribere Cic. Att.6.4.3.

German (Pape)

[Seite 223] geheimnißvoll, mystisch, bes. die Eingeweihten oder die Geheimnißlehren der Mysterien betreffend; τέλος, Aesch. frg. 398; μυστικὴ χοῖρος, Ar. Ach. 729; μυστικὸς ἴακχος, Her. 8, 65; τὰ μυστικά, = μυστήρια, Thuc. 6, 28. – Adv., δικάζω, Poll. 8, 123.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les mystères, mystique ; τὰ μυστικά, les cérémonies des mystères;
Cp. μυστικώτερος, Sp. μυστικώτατος.
Étymologie: μύω.

Russian (Dvoretsky)

μυστικός:
1 мистерийный, возглашаемый в мистериях (Ἴακχος Her.);
2 приносимый в жертву во время мистерий (χοιρία Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μυστικός: -ή, -όν, ἀπόκρυφος, «μυστικός», ἰδίως μυστηριώδης, ἔχων σχέσιν πρὸς τὰ μυστήρια, τέλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 384· μ. Ἴακχος, τὸ μυστηριῶδες ᾆσμα τοῦ Ἰάκχου, Ἡρόδ. 8. 65· αὔρα τις εἰσέπνευσε μυστικωτάτη Ἀριστοφ. Βάτρ. 314· τὰ μ., τὰ μυστήρια, Θουκ. 6. 28, 60· οἱ μυστικοί, = μύσται, Στράβ. 806· - παρὰ μεταγεν., καθόλου ἐπὶ πάσης τέχνης ἀπαιτούσης διδασκαλίαν, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 128 κἑξ. Τὰ χοιρία μ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 747, ἦσαν πιθανῶς ἄθλια, ἰσχνὰ χοιρίδια, οἷα οἱ μύσται συνείθιζον νὰ προσφέρωσι, Λοβ. ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 85· πρβλ. μέγαρον ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Η΄, 123· Συγκρ. -ώτερον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4.

Spanish

místico, relativo a los misterios, secreto, de un modo místico, de un modo secreto

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ μυστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία»)
2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» — το μυστηριώδες άσμα του Ιάκχου, Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον θρησκευτικό μυστικισμό, μυστικιστικός
2. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις ή τις ενέργειές του, κρυψίνους
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. μυστικό
4. (το αρσ. ως ουσ. ο μυστικός
οπαδός του θρησκευτικού μυστικισμού, μυστικιστής
5. φρ. α) «μυστικός πράκτορας» — κατάσκοπος ξένης δύναμης
β) «μυστικός αστυνομικός» ή, απλώς, «μυστικός» — αστυνομικός με πολιτική περιβολή κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του για να μην αναγνωρίζεται
γ) «μυστικές εταιρείες» — ενώσεις προσώπων τα οποία επιδιώκουν εθνικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς σκοπούς, τών οποίων τόσο η οργάνωση όσο και η δραστηριότητα τηρούνται κρυφές
δ) «μυστικός δείπνος» — ο τελευταίος πριν από τη σταύρωση δείπνος του Ιησού Χριστού με τους αποστόλους, ο οποίος χαρακτηρίζεται μυστικός γιατί με αυτόν ιδρύθηκε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας
(νεοελλ.-μσν.) αυτός που κρατά κρυφό ό,τι μαθαίνει ή ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, εχέμυθος
μσν.
1. δόλιος, πανούργος
2. ως ουσ. μυστικοσύμβουλος
3. έμπιστος
4. (για το σώμα του Χριστού κατά τη θεία Ευχαριστία) αυτός που λαμβάνεται δια μέσου μυστηρίου
5. (για αρρώστια) αυτή που δεν είναι εμφανής, δεν διακρίνεται από σωματικά γνωρίσματα
αρχ.
1. (για τέχνη) αυτή που απαιτεί διδασκαλία
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μυστικοί
οι μύστες
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μυστικά
τα μυστήρια
4. φρ. «χοιρία μυστικά» — ισχνά χοιρίδια τα οποία συνήθιζαν να προσφέρουν οι μύστες.
επίρρ...
μυστικώς και -ά (ΑΜ μυστικῶς, Μ και μυστικά)
με μυστικότητα, κρυφά («τὰς ίεροποιΐας... ποιεῖσθαι... τὰς μὲν μυστικῶς, τὰς δὲ ἐν φανερῷ», Στράβ.)
(νεοελλ.-μσν.) εμπιστευτικά, ιδιαιτέρως
μσν.
1. πνευματικά, νοερά
2. με προφητική ικανότητα
αρχ.
με τρόπο που αναφέρεται ή αρμόζει στα μυστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης. Τη λ. δανείστηκαν οι ευρωπαϊκές γλώσσες με την ίδια σημασία (πρβλ. γαλλ. mystique, αγγλ. γερμ. mystiscti)].

Greek Monotonic

μυστικός: -ή, -όν, μυστικός, συνδεδεμένος με τα μυστήρια, μυστικὸς Ἴακχος, το μυστηριακό άσμα του Ιάκχου, σε Ηρόδ.· τὰ μυστικά, τα μυστήρια, σε Θουκ.· τὰ χοιρία μυστικά, στον Αριστοφ., είναι πιθ. άθλια, ισχνά γουρούνια, όπως αυτά που οἱ μύσται συνήθιζαν να προσφέρουν.

Middle Liddell

μυστικός, ή, όν [from μύστης
mystic, connected with the mysteries, μ. Ἴακχος the mystic chant Iacchus, Hdt.; τὰ μ. the mysteries, Thuc.:— χοιρία μ., in Ar., are prob. wretched lean pigs, such as the μύσται were wont to offer.

English (Woodhouse)

connected with the mysteries, of the mysteries

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπ τό μυέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-όν 1 místico, relativo a los misterios, secreto νεῦσον ἐμοί, λίτομαι, ὅτι σύμβολα μυστικὰ φράζω dime que sí, te lo ruego, porque yo nombro tus símbolos místicos P IV 945 2 adv. -ῶς de un modo místico, de un modo secreto καὶ τὰ ἄλλα ἃ χρὴ σύμβολα μυστικῶς ἐν καθαροῖς ἱματίοις κρατῶν y sosteniendo de un modo místico los demás símbolos que son necesarios con ropas limpias P III 701