λαχανιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
(22)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[λαχανιάζω]])<br />[[ασθμαίνω]], [[αναπνέω]] με [[δυσκολία]], [[αγκομαχώ]], [[κοντανασαίνω]], [[ιδίως]] [[μετά]] από [[τρέξιμο]] ή [[ανέβασμα]] σε ύψωμα ή σε [[σκάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αναχανιάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[αναχαίνω]] «έχω το [[στόμα]] μου ανοιχτό», με [[ανομοίωση]] ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά εξελιγμένο και μορφολογικά μεταπλασμένο τ. του ρ [[λαχανίζω]], που χρησιμοποιήθηκε για άλογα τα οποία τρέχουν και βόσκουν στο [[χορτάρι]]].
|mltxt=(Μ [[λαχανιάζω]])<br />[[ασθμαίνω]], [[αναπνέω]] με [[δυσκολία]], [[αγκομαχώ]], [[κοντανασαίνω]], [[ιδίως]] [[μετά]] από [[τρέξιμο]] ή [[ανέβασμα]] σε ύψωμα ή σε [[σκάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αναχανιάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[αναχαίνω]] «έχω το [[στόμα]] μου ανοιχτό», με [[ανομοίωση]] ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά εξελιγμένο και μορφολογικά μεταπλασμένο τ. του ρ [[λαχανίζω]], που χρησιμοποιήθηκε για άλογα τα οποία τρέχουν και βόσκουν στο [[χορτάρι]]].
}}
{{trml
|trtx====[[pant]]===
Albanian: dihat; Bulgarian: пъхтя, задъхвам се; Catalan: panteixar; Chinese Mandarin: [[喘氣]], [[喘气]], [[喘息]], [[氣喘吁吁]]; Czech: supět, funět, ztěžka/zrychleně dýchat; Dutch: [[hijgen]]; Esperanto: anheli; Finnish: huohottaa, läähättää, puuskuttaa; French: [[haleter]]; Galician: abarquiñar, acorar, arfar, alasar, ampear; German: [[hecheln]], [[keuchen]], [[schnaufen]]; Greek: [[αγκομαχάω]], [[ασθμαίνω]], [[βαριανασαίνω]], [[λαχανιάζω]]; Ancient Greek: [[ἀνασθμαίνω]], [[ἄνω ἔχειν τὸ πνεῦμα]], [[ἀπνοέω]], [[ἀσθμάζω]], [[ἀσθμαίνω]], [[ἀσπαίρω]], [[ἀσπαρίζω]], [[δυσπνοέω]], [[ἐξασθμαίνω]], [[μαιμάω]], [[πνευματιάω]], [[πνευστιάω]], [[πνευστιῶ]], [[πνέω]], [[σπαίρω]], [[φυσιάω]]; Hungarian: liheg, zihál; Icelandic: mása; Italian: [[ansare]], [[ansimare]], [[boccheggiare]]; Japanese: 喘ぐ; Latin: [[anhelo]]; Luxembourgish: hechelen; Maori: kahekahe, kuhakuha, whakahotuhotu, huatare, whakaaeaea, taretare, tūngāngā, kihakiha; Old English: sworettan; Ottoman Turkish: صولومق; Persian: رخیدن; Polish: dyszeć; Portuguese: [[ofegar]], [[arfar]], [[arquejar]]; Russian: [[пыхтеть]], [[задыхаться]], [[запыхаться]], [[запыхаться]]; Scottish Gaelic: plosg; Spanish: [[jadear]], [[harbar]], [[acezar]], [[resollar]], [[resolgar]]; Swedish: flämta, flåsa; Tagalog: hingalin; Walloon: panti, haner
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 21 November 2024

Greek Monolingual

λαχανιάζω)
ασθμαίνω, αναπνέω με δυσκολία, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ιδίως μετά από τρέξιμο ή ανέβασμα σε ύψωμα ή σε σκάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναχανιάζω < αναχαίνω «έχω το στόμα μου ανοιχτό», με ανομοίωση ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά εξελιγμένο και μορφολογικά μεταπλασμένο τ. του ρ λαχανίζω, που χρησιμοποιήθηκε για άλογα τα οποία τρέχουν και βόσκουν στο χορτάρι].

Translations

pant

Albanian: dihat; Bulgarian: пъхтя, задъхвам се; Catalan: panteixar; Chinese Mandarin: 喘氣, 喘气, 喘息, 氣喘吁吁; Czech: supět, funět, ztěžka/zrychleně dýchat; Dutch: hijgen; Esperanto: anheli; Finnish: huohottaa, läähättää, puuskuttaa; French: haleter; Galician: abarquiñar, acorar, arfar, alasar, ampear; German: hecheln, keuchen, schnaufen; Greek: αγκομαχάω, ασθμαίνω, βαριανασαίνω, λαχανιάζω; Ancient Greek: ἀνασθμαίνω, ἄνω ἔχειν τὸ πνεῦμα, ἀπνοέω, ἀσθμάζω, ἀσθμαίνω, ἀσπαίρω, ἀσπαρίζω, δυσπνοέω, ἐξασθμαίνω, μαιμάω, πνευματιάω, πνευστιάω, πνευστιῶ, πνέω, σπαίρω, φυσιάω; Hungarian: liheg, zihál; Icelandic: mása; Italian: ansare, ansimare, boccheggiare; Japanese: 喘ぐ; Latin: anhelo; Luxembourgish: hechelen; Maori: kahekahe, kuhakuha, whakahotuhotu, huatare, whakaaeaea, taretare, tūngāngā, kihakiha; Old English: sworettan; Ottoman Turkish: صولومق; Persian: رخیدن; Polish: dyszeć; Portuguese: ofegar, arfar, arquejar; Russian: пыхтеть, задыхаться, запыхаться, запыхаться; Scottish Gaelic: plosg; Spanish: jadear, harbar, acezar, resollar, resolgar; Swedish: flämta, flåsa; Tagalog: hingalin; Walloon: panti, haner