3,274,307
edits
(4) |
|||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theoritikos | |Transliteration C=theoritikos | ||
|Beta Code=qewrhtiko/s | |Beta Code=qewrhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θεωρητική, θεωρητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to perceive]], τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1338b1; μὴ πάντων θ. ἀλλὰ ἐνίων Phld.''Rh.''2.108S.; τῆς ἀφροσύνης S.E.''M.''11.256.<br><span class="bld">2</span> of the mind, [[contemplative]], [[speculative]], <b class="b3">ὁ περὶ τὴν… οὐσίαν θ.</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1005a35; <b class="b3">ὁ περὶ φύσεως θ.</b> Id.''PA''641a29: c. gen., μαντικὴ ἐπιστήμη θ. τοῦ… μέλλοντος Pl.''Def.''414b; <b class="b3">ἐπιστήμη θ., διάνοια</b>, opp. [[πρακτική]], [[ποιητική]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1064a17, 1025b25; νοῦς Id.''de An.''415a11; <b class="b3">θ. βίος</b> a [[contemplative]] or [[speculative]] life (opp. [[ἀπολαυστικός]], [[πολιτικός]]), Id.''EN''1095b19, cf. Plu.''Cic.''3; θ. φιλόσοφος Id.''Per.''16: Comp. θεωρητικώτερος Herm.''in Phdr.''p.59A. Adv. [[θεωρητικῶς]] Epicur. ''Nat.''28.7, Poll.4.8, Iamb.''Comm.Math.''20.<br><span class="bld">II</span> = [[θεωρικός]], ''Cod.Just.'' 10.56.1.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1205.png Seite 1205]] beschauend, betrachtend, bes. geistig, wie [[ἐπιστήμη]] θεωρητικὴ τῆς τῶν ὄντων αἰτίας Plat. Defin. 414 b; ὁ περὶ φύσεως θ., Naturforscher, Arist. part. an. 1, 1; [[βίος]] θεωρ., ein beschauliches, mit geistigen Betrachtungen sich beschäftigendes Leben, im Ggstze zum praktischen, Arist. Eth. 1, 5, 2; Plut. Cic. 3 u. sonst. – Adv., Poll. 4, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1205.png Seite 1205]] beschauend, betrachtend, bes. geistig, wie [[ἐπιστήμη]] θεωρητικὴ τῆς τῶν ὄντων αἰτίας Plat. Defin. 414 b; ὁ περὶ φύσεως θ., Naturforscher, Arist. part. an. 1, 1; [[βίος]] θεωρ., ein beschauliches, mit geistigen Betrachtungen sich beschäftigendes Leben, im Ggstze zum praktischen, Arist. Eth. 1, 5, 2; Plut. Cic. 3 u. sonst. – Adv., Poll. 4, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui a l'habitude de contempler]], [[contemplatif]], [[spéculatif]].<br />'''Étymologie:''' [[θεωρητός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεωρητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[занимающийся умозрением]], [[созерцающий]], [[размышляющий]] (τοῦ ὄντος Plat. и τῶν ὄντων Plut.; περὶ τῆς φύσεως, περὶ τὴν πρώτην οὐσίαν Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[умозрительный]], [[созерцательный]], [[теоретический]] ([[φιλοσοφία]], [[ἐπιστήμη]] Arst.; [[βίος]] Arst., Plut.; [[χαρακτήρ]] Diog. L.; [[φιλόσοφος]] Plut.): πᾶδα [[διάνοια]] ἢ πρακτικὴ ἢ ποιητικὴ ἢ θεωρητική (''[[sc.]]'' ἐστιν) Arst. всякое мышление является либо деятельным, либо творческим, либо умозрительным;<br /><b class="num">3</b> [[вдумчивый]], [[сознательный]] (εὐφυὴς καὶ θ. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεωρητικός''': -ή, -όν, ἀγαπῶν τὴν θεωρίαν, τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 12. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, [[θεωρητικός]], ἔχων τάσιν πρὸς τὰς σκέψεις, τὴν θεωρίαν, ὁ περὶ τὴν... οὐσίαν θ. ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 3, | |lstext='''θεωρητικός''': -ή, -όν, ἀγαπῶν τὴν θεωρίαν, τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 12. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, [[θεωρητικός]], ἔχων τάσιν πρὸς τὰς σκέψεις, τὴν θεωρίαν, ὁ περὶ τὴν... οὐσίαν θ. ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 3, 4· ὁ περὶ τῆς φύσεως θ. ὁ αὐτ. π. Μορ. Ζ. 1. 1, 30· μετὰ γεν., [[ἐπιστήμη]] θ. τοῦ ὄντος Πλάτ. Ὅροι 414B· [[ἐπιστήμη]] θ., ἀντίθετον τῷ πρακτική, ποιητική. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.· [[φιλοσοφία]] θ. [[αὐτόθι]] Α ἔλαττον 1, 5· [[διάνοια]], [[νοῦς]] [[αὐτόθι]] κλ.· θ. [[βίος]], [[βίος]] θεωρίας, [[πλήρης]] θεωριῶν (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν πρακτικὸν βίον), ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 5, 2, πρβλ. 10. 7, 1 κἑξ.· θ. [[φιλόσοφος]] Πλούτ. ἐν Περ. 16, κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θεωρητικός]], -ή, -όν) [[θεωρητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θεωρία]], αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη [[σκέψη]] («θεωρητικές επιστήμες»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ασχολείται με την [[έρευνα]] και τη [[γνώση]] της ουσίας τών όντων [[χωρίς]] να επιδιώκει πρακτικό σκοπό («[[θεωρητικός]] [[φιλόσοφος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άσχετος]] ή [[αντίθετος]] [[προς]] την [[πραγματικότητα]] («θεωρητικά κέρδη»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει «[[θεωρία]]», ωραία εξωτερική [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θεωρητικός]], -ή, -όν) [[θεωρητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θεωρία]], αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη [[σκέψη]] («θεωρητικές επιστήμες»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ασχολείται με την [[έρευνα]] και τη [[γνώση]] της ουσίας τών όντων [[χωρίς]] να επιδιώκει πρακτικό σκοπό («[[θεωρητικός]] [[φιλόσοφος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άσχετος]] ή [[αντίθετος]] [[προς]] την [[πραγματικότητα]] («θεωρητικά κέρδη»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει «[[θεωρία]]», ωραία εξωτερική [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θεωρητικός]]<br />α) [[άτομο]] που κατέχει καλά και αναπτύσσει μια φιλοσοφική ή επιστημονική [[θεωρία]]<br />β) [[άτομο]] που μελετά τη [[θεωρία]], τις ιδέες και τις έννοιες του τομέα με τον οποίο ασχολείται, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον πρακτικό, δηλ. εκείνον που ασχολείται με την [[εφαρμογή]] τους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «θεωρητική αριθμητική» — ο [[κλάδος]] της αριθμητικής που ασχολείται με τις ιδιότητες τών αριθμών και όχι με τις πράξεις της αριθμητικής<br /><b>μσν.</b><br />(η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) <i>θεωρητικῇ</i><br />σύμφωνα με τα καθιερωμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που γίνεται με [[περισυλλογή]] ή [[ενόραση]]<br /><b>2.</b> [[πνευματικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον σωματικό<br /><b>3.</b> [[αλληγορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] στη [[θεωρία]]<br /><b>2.</b> [[θεωρικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεωρητικός:''' -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να αναλύει [[κάτι]], με γεν., σε Αριστ.· απόλ., [[θεωρητικός]], [[συλλογιστικός]], στον ίδ., Πλούτ., κ.λπ. | |lsmtext='''θεωρητικός:''' -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να αναλύει [[κάτι]], με γεν., σε Αριστ.· απόλ., [[θεωρητικός]], [[συλλογιστικός]], στον ίδ., Πλούτ., κ.λπ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θεωρητικός]], ή, όν<br />[[fond]] of contemplating a [[thing]], c. gen., Arist.: absol. [[speculative]], Arist., Plut., etc. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[speculative]], [[concerned with speculation]] | |||
}} | }} |