θεωρητικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theoritikos
|Transliteration C=theoritikos
|Beta Code=qewrhtiko/s
|Beta Code=qewrhtiko/s
|Definition=θεωρητική, θεωρητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to perceive]], τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους Arist.''Pol.''1338b1; μὴ πάντων θ. ἀλλὰ ἐνίων Phld.''Rh.''2.108S.; τῆς ἀφροσύνης S.E.''M.''11.256.<br><span class="bld">2</span> of the mind, [[contemplative]], [[speculative]], <b class="b3">ὁ περὶ τὴν… οὐσίαν θ.</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1005a35; <b class="b3">ὁ περὶ φύσεως θ.</b> Id.''PA''641a29: c. gen., μαντικὴ ἐπιστήμη θ. τοῦ… μέλλοντος Pl.''Def.''414b; <b class="b3">ἐπιστήμη θ., διάνοια</b>, opp. [[πρακτική]], [[ποιητική]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1064a17, 1025b25; νοῦς Id.''de An.''415a11; <b class="b3">θ. βίος</b> a [[contemplative]] or [[speculative]] life (opp. [[ἀπολαυστικός]], [[πολιτικός]]), Id.''EN''1095b19, cf. Plu.''Cic.''3; θ. φιλόσοφος Id.''Per.''16: Comp. θεωρητικώτερος Herm.''in Phdr.''p.59A. Adv. [[θεωρητικῶς]] Epicur. ''Nat.''28.7, Poll.4.8, Iamb.''Comm.Math.''20.<br><span class="bld">II</span> = [[θεωρικός]], ''Cod.Just.'' 10.56.1.1.
|Definition=θεωρητική, θεωρητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to perceive]], τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1338b1; μὴ πάντων θ. ἀλλὰ ἐνίων Phld.''Rh.''2.108S.; τῆς ἀφροσύνης S.E.''M.''11.256.<br><span class="bld">2</span> of the mind, [[contemplative]], [[speculative]], <b class="b3">ὁ περὶ τὴν… οὐσίαν θ.</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1005a35; <b class="b3">ὁ περὶ φύσεως θ.</b> Id.''PA''641a29: c. gen., μαντικὴ ἐπιστήμη θ. τοῦ… μέλλοντος Pl.''Def.''414b; <b class="b3">ἐπιστήμη θ., διάνοια</b>, opp. [[πρακτική]], [[ποιητική]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1064a17, 1025b25; νοῦς Id.''de An.''415a11; <b class="b3">θ. βίος</b> a [[contemplative]] or [[speculative]] life (opp. [[ἀπολαυστικός]], [[πολιτικός]]), Id.''EN''1095b19, cf. Plu.''Cic.''3; θ. φιλόσοφος Id.''Per.''16: Comp. θεωρητικώτερος Herm.''in Phdr.''p.59A. Adv. [[θεωρητικῶς]] Epicur. ''Nat.''28.7, Poll.4.8, Iamb.''Comm.Math.''20.<br><span class="bld">II</span> = [[θεωρικός]], ''Cod.Just.'' 10.56.1.1.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 17:27, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρητικός Medium diacritics: θεωρητικός Low diacritics: θεωρητικός Capitals: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theōrētikós Transliteration B: theōrētikos Transliteration C: theoritikos Beta Code: qewrhtiko/s

English (LSJ)

θεωρητική, θεωρητικόν,
A able to perceive, τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους Arist.Pol.1338b1; μὴ πάντων θ. ἀλλὰ ἐνίων Phld.Rh.2.108S.; τῆς ἀφροσύνης S.E.M.11.256.
2 of the mind, contemplative, speculative, ὁ περὶ τὴν… οὐσίαν θ. Arist.Metaph.1005a35; ὁ περὶ φύσεως θ. Id.PA641a29: c. gen., μαντικὴ ἐπιστήμη θ. τοῦ… μέλλοντος Pl.Def.414b; ἐπιστήμη θ., διάνοια, opp. πρακτική, ποιητική, Arist.Metaph.1064a17, 1025b25; νοῦς Id.de An.415a11; θ. βίος a contemplative or speculative life (opp. ἀπολαυστικός, πολιτικός), Id.EN1095b19, cf. Plu.Cic.3; θ. φιλόσοφος Id.Per.16: Comp. θεωρητικώτερος Herm.in Phdr.p.59A. Adv. θεωρητικῶς Epicur. Nat.28.7, Poll.4.8, Iamb.Comm.Math.20.
II = θεωρικός, Cod.Just. 10.56.1.1.

German (Pape)

[Seite 1205] beschauend, betrachtend, bes. geistig, wie ἐπιστήμη θεωρητικὴ τῆς τῶν ὄντων αἰτίας Plat. Defin. 414 b; ὁ περὶ φύσεως θ., Naturforscher, Arist. part. an. 1, 1; βίος θεωρ., ein beschauliches, mit geistigen Betrachtungen sich beschäftigendes Leben, im Ggstze zum praktischen, Arist. Eth. 1, 5, 2; Plut. Cic. 3 u. sonst. – Adv., Poll. 4, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a l'habitude de contempler, contemplatif, spéculatif.
Étymologie: θεωρητός.

Russian (Dvoretsky)

θεωρητικός:
1 занимающийся умозрением, созерцающий, размышляющий (τοῦ ὄντος Plat. и τῶν ὄντων Plut.; περὶ τῆς φύσεως, περὶ τὴν πρώτην οὐσίαν Arst.);
2 умозрительный, созерцательный, теоретический (φιλοσοφία, ἐπιστήμη Arst.; βίος Arst., Plut.; χαρακτήρ Diog. L.; φιλόσοφος Plut.): πᾶδα διάνοια ἢ πρακτικὴ ἢ ποιητικὴ ἢ θεωρητική (sc. ἐστιν) Arst. всякое мышление является либо деятельным, либо творческим, либо умозрительным;
3 вдумчивый, сознательный (εὐφυὴς καὶ θ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θεωρητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν τὴν θεωρίαν, τοῦ περὶ τὰ σώματα κάλλους Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 12. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, θεωρητικός, ἔχων τάσιν πρὸς τὰς σκέψεις, τὴν θεωρίαν, ὁ περὶ τὴν... οὐσίαν θ. ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 3, 4· ὁ περὶ τῆς φύσεως θ. ὁ αὐτ. π. Μορ. Ζ. 1. 1, 30· μετὰ γεν., ἐπιστήμη θ. τοῦ ὄντος Πλάτ. Ὅροι 414B· ἐπιστήμη θ., ἀντίθετον τῷ πρακτική, ποιητική. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.· φιλοσοφία θ. αὐτόθι Α ἔλαττον 1, 5· διάνοια, νοῦς αὐτόθι κλ.· θ. βίος, βίος θεωρίας, πλήρης θεωριῶν (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν πρακτικὸν βίον), ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 5, 2, πρβλ. 10. 7, 1 κἑξ.· θ. φιλόσοφος Πλούτ. ἐν Περ. 16, κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 8.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θεωρητικός, -ή, -όν) θεωρητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη σκέψη («θεωρητικές επιστήμες»)
2. εκείνος που ασχολείται με την έρευνα και τη γνώση της ουσίας τών όντων χωρίς να επιδιώκει πρακτικό σκοπό («θεωρητικός φιλόσοφος»)
νεοελλ.
1. ο άσχετος ή αντίθετος προς την πραγματικότητα («θεωρητικά κέρδη»)
2. εκείνος που έχει «θεωρία», ωραία εξωτερική εμφάνιση
3. το αρσ. ως ουσ. ο θεωρητικός
α) άτομο που κατέχει καλά και αναπτύσσει μια φιλοσοφική ή επιστημονική θεωρία
β) άτομο που μελετά τη θεωρία, τις ιδέες και τις έννοιες του τομέα με τον οποίο ασχολείται, σε αντιδιαστολή προς τον πρακτικό, δηλ. εκείνον που ασχολείται με την εφαρμογή τους
4. φρ. «θεωρητική αριθμητική» — ο κλάδος της αριθμητικής που ασχολείται με τις ιδιότητες τών αριθμών και όχι με τις πράξεις της αριθμητικής
μσν.
(η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) θεωρητικῇ
σύμφωνα με τα καθιερωμένα
μσν.-αρχ.
1. εκείνος που γίνεται με περισυλλογή ή ενόραση
2. πνευματικός, σε αντιδιαστολή προς τον σωματικό
3. αλληγορικός
αρχ.
1. ικανός στη θεωρία
2. θεωρικός.

Greek Monotonic

θεωρητικός: -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να αναλύει κάτι, με γεν., σε Αριστ.· απόλ., θεωρητικός, συλλογιστικός, στον ίδ., Πλούτ., κ.λπ.

Middle Liddell

θεωρητικός, ή, όν
fond of contemplating a thing, c. gen., Arist.: absol. speculative, Arist., Plut., etc.

English (Woodhouse)

speculative, concerned with speculation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)