σύγκλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygklitos
|Transliteration C=sygklitos
|Beta Code=su/gklhtos
|Beta Code=su/gklhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">called together, summoned</b>, στράτευμα <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span> 301</span> (lyr.); σύγκλητον τήνδε γερόντων . . λέσχην <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>160</span> (anap.); <b class="b3">οἱ σ</b>. <b class="b2">invited guests</b>, <span class="bibl">Poll.6.12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">σ. ἐκκλησία</b> at Athens, an assembly <b class="b2">specially summoned</b>, opp. <b class="b3">κυρία</b>, Decr. ap. <span class="bibl">D.18.37</span>, cf. 73, <span class="title">IG</span>22.945.5 (ii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b3">σύγκλητος</b> (sc. <b class="b3">βουλή</b>), ἡ, <b class="b2">summoned council</b>, opp. <b class="b3">ἐκκλησία</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1275b8</span>; at Carthage, <span class="bibl">Plb.10.18.1</span>; in the Achaean League, <span class="bibl">Id.29.24.6</span>, <span class="title">IG</span>7.411.13 (Oropus, ii B.C.); freq. of the Roman <span class="title">Senate</span>, <span class="bibl">Plb.21.1.3</span>, al., <span class="bibl">Str.3.4.20</span>, <span class="bibl">D.S.4.83</span>, etc., and in Inscrr., as <span class="title">SIG</span>591.68 (Lampsacus, ii B.C.), 785.12 (Chios, i A.D.), etc.; personified, <span class=foreign>θεὸς Σ. <span class="title">OGI</span>479.4 (Dorylaeum, ii A.D.): cf. [[συγκλείς]]. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">πρὸς τὴν σ</b>. dub. sens. in <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>5.197</span> (ii B.C.).</span>
|Definition=σύγκλητον,<br><span class="bld">A</span> [[called together]], [[summoned]], στράτευμα E.''IA'' 301 (lyr.); σύγκλητον τήνδε γερόντων.. λέσχην [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''160 (anap.); [[οἱ σύγκλητοι]] = [[invited guests]], Poll.6.12.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">σύγκλητος ἐκκλησία</b> at Athens, an [[assembly]] [[specially summoned]], opp. [[κυρία]], Decr. ap. D.18.37, cf. 73, ''IG''22.945.5 (ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> generally, [[σύγκλητος]] (''[[sc.]]'' [[βουλή]]), ἡ, [[summoned council]], opp. [[ἐκκλησία]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1275b8; at Carthage, Plb.10.18.1; in the [[Achaean League]], Id.29.24.6, ''IG''7.411.13 (Oropus, ii B.C.); freq. of the Roman ''Senate'', Plb.21.1.3, al., Str.3.4.20, [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.83, etc., and in Inscrr., as ''SIG''591.68 (Lampsacus, ii B.C.), 785.12 (Chios, i A.D.), etc.; personified, θεὸς Σ. ''OGI''479.4 (Dorylaeum, ii A.D.): cf. [[συγκλείς]].<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">πρὸς τὴν σύγκλητον</b> dub. sens. in ''PTeb.''5.197 (ii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] zusammengerufen; γερόντων [[λέσχη]], Soph. Ant. 159; [[στράτευμα]], Eur. I. A. 301; [[ἐκκλησία]], Dem. 18, 73, s. [[ἐκκλησία]]; – ἡ [[σύγκλητος]], sc. [[βουλή]], die Rathsversammlung, Arist. pol. 3. 1, der Senat, Pol. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] zusammengerufen; γερόντων [[λέσχη]], Soph. Ant. 159; [[στράτευμα]], Eur. I. A. 301; [[ἐκκλησία]], Dem. 18, 73, s. [[ἐκκλησία]]; – ἡ [[σύγκλητος]], ''[[sc.]]'' [[βουλή]], die Ratsversammlung, Arist. pol. 3. 1, der Senat, Pol. oft.
}}
{{ls
|lstext='''σύγκλητος''': -ον, ὁ συγκεκλημένος [[ὁμοῦ]], συγκληθείς, [[στράτευμα]] διάφ. γραφ. ἐν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 301 (ἴδε [[σύγκλυς]]), σύγκλητον τήνδε γερόντων... λέσχην Σοφοκλ. Ἀντ. 159˙ οἱ σ., προσκεκλημένοι δαιτυμόνες, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 12. ΙΙ. σ. [[ἐκκλησία]], ἐν Ἀθήναις, ἰδιαιτέρα [[ἔκτακτος]] [[συνέλευσις]] ἣν συνεκάλει ὁ στρατηγὸς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς συνήθεις (τακτικὰς) συνελεύσεις αἵτινες ἐκαλοῦντο αἱ κύριαι), Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 2, πρβλ. 249. 12, καὶ Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) [[καθόλου]], [[σύγκλητος]] (δηλ. [[ἐκκλησία]]), ἡ, νομοθετικὸν [[σῶμα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10˙ ἐν Ἄργει, Συλλ. Ἐπιγρ. 1124˙ ἐν Καρχηδόνι, Πολύβ. 10. 18, 1˙ καὶ ἐν τῇ συμπολιτείᾳ τῶν Ἀχαιῶν, ὁ αὐτ. 29. 9, 6˙ [[συχν]]. ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς γερουσίας, Senatus, ὁ αὐτ. 20. 12, 3, κ. ἀλλ.˙ [[ὡσαύτως]], ἐν Ἐπιγραφαῖς, [[οἷον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 7., 2222, κ. ἀλλαχοῦ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />convoqué, assemblé : [[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]] DÉM assemblée par convocation, <i>càd</i> extraordinaire (<i>p. opp. à</i> [[κυρία]]) ; ἡ [[σύγκλητος]] ([[βουλή]]) assemblée délibérante.<br />'''Étymologie:''' [[συγκαλέω]].
|btext=ος, ον :<br />convoqué, assemblé : [[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]] DÉM assemblée par convocation, <i>càd</i> extraordinaire (<i>p. opp. à</i> [[κυρία]]) ; ἡ [[σύγκλητος]] ([[βουλή]]) assemblée délibérante.<br />'''Étymologie:''' [[συγκαλέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύγκλητος -ον [συγκαλέω] bijeengeroepen; in Athene. σ. ἐκκλησία bijeengeroepen vergadering Dem. gew. subst.. ἡ σύγκλητος (''[[sc.]]'' βουλή), in Griekenland Raad; in Rome Senaat.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγκλητος:''' <b class="num">II</b> ἡ (''[[sc.]]'' [[ἐκκλησία]] или [[βουλή]])<br /><b class="num">1</b> [[синклет]] или [[синклит]] (государственный совет) Arst., Polyb.;<br /><b class="num">2</b> (в Риме) сенат: οἱ ἐκ τῆς συγκλήτου Polyb. сенаторы; τὸ τῆς συγκλήτου [[δόγμα]] Polyb. (лат. [[senatus]] [[consultum]]) сенатское постановление.<br />созванный (γερόντων [[λέσχη]] Soph.): σ. [[ἐκκλησία]] Dem. чрезвычайное народное собрание.
}}
{{ls
|lstext='''σύγκλητος''': -ον, ὁ συγκεκλημένος [[ὁμοῦ]], συγκληθείς, [[στράτευμα]] διάφ. γραφ. ἐν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 301 (ἴδε [[σύγκλυς]]), σύγκλητον τήνδε γερόντων... λέσχην Σοφοκλ. Ἀντ. 159˙ οἱ σ., προσκεκλημένοι δαιτυμόνες, Πολυδ. Ϛ΄, 12. ΙΙ. σ. [[ἐκκλησία]], ἐν Ἀθήναις, ἰδιαιτέρα [[ἔκτακτος]] [[συνέλευσις]] ἣν συνεκάλει ὁ στρατηγὸς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς συνήθεις (τακτικὰς) συνελεύσεις αἵτινες ἐκαλοῦντο αἱ κύριαι), Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 2, πρβλ. 249. 12, καὶ Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) [[καθόλου]], [[σύγκλητος]] (δηλ. [[ἐκκλησία]]), ἡ, νομοθετικὸν [[σῶμα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10˙ ἐν Ἄργει, Συλλ. Ἐπιγρ. 1124˙ ἐν Καρχηδόνι, Πολύβ. 10. 18, 1˙ καὶ ἐν τῇ συμπολιτείᾳ τῶν Ἀχαιῶν, ὁ αὐτ. 29. 9, 6˙ συχν. ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς γερουσίας, Senatus, ὁ αὐτ. 20. 12, 3, κ. ἀλλ.˙ [[ὡσαύτως]], ἐν Ἐπιγραφαῖς, [[οἷον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 7., 2222, κ. ἀλλαχοῦ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σύγκλητος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. σύνκλητος και θεσσ. τ. θηλ. [[συγκλείς]], -εῑτος, Α [[συγκαλῶ]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[σύγκλητος]]<br />κυβερνητικό και συμβουλευτικό [[σώμα]] της αρχαίας Ρώμης που διατηρήθηκε σε όλες τις πολιτειακές αλλαγές που συνέβησαν, [[καθώς]] και στο Βυζάντιο, υπέστη όμως αλλαγές ως [[προς]] τη [[σύνθεση]] και τις δικαιοδοσίες του<br /><b>νεοελλ.</b><br />ενιαύσιο διοικητικό [[σώμα]] τών πανεπιστημίων ή άλλων ανώτατων σχολών το οποίο αποτελείται από καθηγητές τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συναθροίστηκε με [[πρόσκληση]] στο ίδιο [[μέρος]] για τον ίδιο σκοπό («σύγκλητον [[στράτευμα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ σύγκλητοι</i><br />οι προσκεκλημένοι<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σύγκλητος]]<br />(ενν. [[βουλή]]) νομοθετικό [[σώμα]] διαφόρων πολιτειών, η [[βουλή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[εκκλησία]] του δήμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]]» — έκτακτη [[συνέλευση]] την οποία συγκαλούσε ο [[στρατηγός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κυρία]], την [[τακτική]] [[συνέλευση]]<br />β) «Σύγκλητος [[θεός]]»<br />(ως [[επιγραφή]] σε νομίσματα [[πόλεων]] της Μικράς Ασίας) η [[γερουσία]] της Ρώμης.
|mltxt=η / [[σύγκλητος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. σύνκλητος και θεσσ. τ. θηλ. [[συγκλείς]], -εῖτος, Α [[συγκαλῶ]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[σύγκλητος]]<br />κυβερνητικό και συμβουλευτικό [[σώμα]] της αρχαίας Ρώμης που διατηρήθηκε σε όλες τις πολιτειακές αλλαγές που συνέβησαν, [[καθώς]] και στο Βυζάντιο, υπέστη όμως αλλαγές ως [[προς]] τη [[σύνθεση]] και τις δικαιοδοσίες του<br /><b>νεοελλ.</b><br />ενιαύσιο διοικητικό [[σώμα]] τών πανεπιστημίων ή άλλων ανώτατων σχολών το οποίο αποτελείται από καθηγητές τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συναθροίστηκε με [[πρόσκληση]] στο ίδιο [[μέρος]] για τον ίδιο σκοπό («σύγκλητον [[στράτευμα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ σύγκλητοι</i><br />οι προσκεκλημένοι<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[σύγκλητος]]<br />(ενν. [[βουλή]]) νομοθετικό [[σώμα]] διαφόρων πολιτειών, η [[βουλή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[εκκλησία]] του δήμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]]» — έκτακτη [[συνέλευση]] την οποία συγκαλούσε ο [[στρατηγός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κυρία]], την [[τακτική]] [[συνέλευση]]<br />β) «Σύγκλητος [[θεός]]»<br />(ως [[επιγραφή]] σε νομίσματα [[πόλεων]] της Μικράς Ασίας) η [[γερουσία]] της Ρώμης.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγκλητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει συγκληθεί, κληθεί από κοινού, αυτός που έχει συγκεντρωθεί [[κατόπιν]] κλήσεως, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]], στην Αθήνα, έκτακτη [[συνέλευση]] που συγκαλούσε ειδικά ο <i>στρατηγὸς</i> (αντίθ. προς τις συνήθεις, τακτικές συνελεύσεις, <i>αἱ κυρίαι</i>), σε Ψήφ. [[παρά]] Δημ.· γενικά, [[σύγκλητος]] (ενν. [[ἐκκλησία]]), <i>ἡ</i>, το νομοθετικό [[σώμα]] της Συγκλήτου, σε Αριστ.
|lsmtext='''σύγκλητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει συγκληθεί, κληθεί από κοινού, αυτός που έχει συγκεντρωθεί [[κατόπιν]] κλήσεως, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]], στην Αθήνα, έκτακτη [[συνέλευση]] που συγκαλούσε ειδικά ο <i>στρατηγὸς</i> (αντίθ. προς τις συνήθεις, τακτικές συνελεύσεις, <i>αἱ κυρίαι</i>), σε Ψήφ. [[παρά]] Δημ.· γενικά, [[σύγκλητος]] (ενν. [[ἐκκλησία]]), <i>ἡ</i>, το νομοθετικό [[σώμα]] της Συγκλήτου, σε Αριστ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=σύγκλητος -ον [συγκαλέω] bijeengeroepen; in Athene. σ. ἐκκλησία bijeengeroepen vergadering Dem. gew. subst.. ἡ σύγκλητος ( sc. βουλή ), in Griekenland Raad;\n in Rome Senaat.
|mdlsjtxt=σύγ-κλητος, ον,<br /><b class="num">I.</b> called [[together]], summoned, Soph.<br /><b class="num">II.</b> ς. [[ἐκκλησία]] at [[Athens]], an [[assembly]] [[specially]] summoned by the [[στρατηγός]] (opp. to the [[ordinary]] meetings, αἱ κυρίαἰ, Decret. ap. Dem.:—[[generally]], [[σύγκλητος]] (''[[sc.]]'' ἐκκλησίἀ, a [[legislative]] [[body]], Arist.
}}
}}
{{elru
{{mantoulidis
|elrutext='''σύγκλητος:''' <b class="num">II</b> ἡ (sc. [[ἐκκλησία]] или [[βουλή]])<br /><b class="num">1)</b> синклет или синклит (государственный совет) Arst., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> (в Риме) сенат: οἱ ἐκ τῆς συγκλήτου Polyb. сенаторы; τὸ τῆς συγκλήτου [[δόγμα]] Polyb. (лат. [[senatus]] [[consultum]]) сенатское постановление.<br />созванный (γερόντων [[λέσχη]] Soph.): σ. [[ἐκκλησία]] Dem. чрезвычайное народное собрание.
|mantxt=Ἀπό τό [[συγκαλῶ]] → σύν + [[καλῶ]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 17:33, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκλητος Medium diacritics: σύγκλητος Low diacritics: σύγκλητος Capitals: ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: sýnklētos Transliteration B: synklētos Transliteration C: sygklitos Beta Code: su/gklhtos

English (LSJ)

σύγκλητον,
A called together, summoned, στράτευμα E.IA 301 (lyr.); σύγκλητον τήνδε γερόντων.. λέσχην S.Ant.160 (anap.); οἱ σύγκλητοι = invited guests, Poll.6.12.
II σύγκλητος ἐκκλησία at Athens, an assembly specially summoned, opp. κυρία, Decr. ap. D.18.37, cf. 73, IG22.945.5 (ii B.C.).
2 generally, σύγκλητος (sc. βουλή), ἡ, summoned council, opp. ἐκκλησία, Arist.Pol.1275b8; at Carthage, Plb.10.18.1; in the Achaean League, Id.29.24.6, IG7.411.13 (Oropus, ii B.C.); freq. of the Roman Senate, Plb.21.1.3, al., Str.3.4.20, D.S.4.83, etc., and in Inscrr., as SIG591.68 (Lampsacus, ii B.C.), 785.12 (Chios, i A.D.), etc.; personified, θεὸς Σ. OGI479.4 (Dorylaeum, ii A.D.): cf. συγκλείς.
3 πρὸς τὴν σύγκλητον dub. sens. in PTeb.5.197 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 968] zusammengerufen; γερόντων λέσχη, Soph. Ant. 159; στράτευμα, Eur. I. A. 301; ἐκκλησία, Dem. 18, 73, s. ἐκκλησία; – ἡ σύγκλητος, sc. βουλή, die Ratsversammlung, Arist. pol. 3. 1, der Senat, Pol. oft.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
convoqué, assemblé : σύγκλητος ἐκκλησία DÉM assemblée par convocation, càd extraordinaire (p. opp. à κυρία) ; ἡ σύγκλητος (βουλή) assemblée délibérante.
Étymologie: συγκαλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκλητος -ον [συγκαλέω] bijeengeroepen; in Athene. σ. ἐκκλησία bijeengeroepen vergadering Dem. gew. subst.. ἡ σύγκλητος (sc. βουλή), in Griekenland Raad; in Rome Senaat.

Russian (Dvoretsky)

σύγκλητος: II ἡ (sc. ἐκκλησία или βουλή)
1 синклет или синклит (государственный совет) Arst., Polyb.;
2 (в Риме) сенат: οἱ ἐκ τῆς συγκλήτου Polyb. сенаторы; τὸ τῆς συγκλήτου δόγμα Polyb. (лат. senatus consultum) сенатское постановление.
созванный (γερόντων λέσχη Soph.): σ. ἐκκλησία Dem. чрезвычайное народное собрание.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκλητος: -ον, ὁ συγκεκλημένος ὁμοῦ, συγκληθείς, στράτευμα διάφ. γραφ. ἐν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 301 (ἴδε σύγκλυς), σύγκλητον τήνδε γερόντων... λέσχην Σοφοκλ. Ἀντ. 159˙ οἱ σ., προσκεκλημένοι δαιτυμόνες, Πολυδ. Ϛ΄, 12. ΙΙ. σ. ἐκκλησία, ἐν Ἀθήναις, ἰδιαιτέρα ἔκτακτος συνέλευσις ἣν συνεκάλει ὁ στρατηγὸς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς συνήθεις (τακτικὰς) συνελεύσεις αἵτινες ἐκαλοῦντο αἱ κύριαι), Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 2, πρβλ. 249. 12, καὶ Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) καθόλου, σύγκλητος (δηλ. ἐκκλησία), ἡ, νομοθετικὸν σῶμα, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10˙ ἐν Ἄργει, Συλλ. Ἐπιγρ. 1124˙ ἐν Καρχηδόνι, Πολύβ. 10. 18, 1˙ καὶ ἐν τῇ συμπολιτείᾳ τῶν Ἀχαιῶν, ὁ αὐτ. 29. 9, 6˙ συχν. ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς γερουσίας, Senatus, ὁ αὐτ. 20. 12, 3, κ. ἀλλ.˙ ὡσαύτως, ἐν Ἐπιγραφαῖς, οἷον Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 7., 2222, κ. ἀλλαχοῦ.

Greek Monolingual

η / σύγκλητος, -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. σύνκλητος και θεσσ. τ. θηλ. συγκλείς, -εῖτος, Α συγκαλῶ
το θηλ. ως ουσ. η σύγκλητος
κυβερνητικό και συμβουλευτικό σώμα της αρχαίας Ρώμης που διατηρήθηκε σε όλες τις πολιτειακές αλλαγές που συνέβησαν, καθώς και στο Βυζάντιο, υπέστη όμως αλλαγές ως προς τη σύνθεση και τις δικαιοδοσίες του
νεοελλ.
ενιαύσιο διοικητικό σώμα τών πανεπιστημίων ή άλλων ανώτατων σχολών το οποίο αποτελείται από καθηγητές τους
αρχ.
1. αυτός που συναθροίστηκε με πρόσκληση στο ίδιο μέρος για τον ίδιο σκοπό («σύγκλητον στράτευμα», Ευρ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σύγκλητοι
οι προσκεκλημένοι
3. το θηλ. ως ουσ.σύγκλητος
(ενν. βουλή) νομοθετικό σώμα διαφόρων πολιτειών, η βουλή, σε αντιδιαστολή προς την εκκλησία του δήμου
4. φρ. α) «σύγκλητος ἐκκλησία» — έκτακτη συνέλευση την οποία συγκαλούσε ο στρατηγός, σε αντιδιαστολή προς την κυρία, την τακτική συνέλευση
β) «Σύγκλητος θεός»
(ως επιγραφή σε νομίσματα πόλεων της Μικράς Ασίας) η γερουσία της Ρώμης.

Greek Monotonic

σύγκλητος: -ον, I. αυτός που έχει συγκληθεί, κληθεί από κοινού, αυτός που έχει συγκεντρωθεί κατόπιν κλήσεως, σε Σοφ.
II. σύγκλητος ἐκκλησία, στην Αθήνα, έκτακτη συνέλευση που συγκαλούσε ειδικά ο στρατηγὸς (αντίθ. προς τις συνήθεις, τακτικές συνελεύσεις, αἱ κυρίαι), σε Ψήφ. παρά Δημ.· γενικά, σύγκλητος (ενν. ἐκκλησία), , το νομοθετικό σώμα της Συγκλήτου, σε Αριστ.

Middle Liddell

σύγ-κλητος, ον,
I. called together, summoned, Soph.
II. ς. ἐκκλησία at Athens, an assembly specially summoned by the στρατηγός (opp. to the ordinary meetings, αἱ κυρίαἰ, Decret. ap. Dem.:—generally, σύγκλητος (sc. ἐκκλησίἀ, a legislative body, Arist.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό συγκαλῶ → σύν + καλῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.