ἄνοπλος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoplos | |Transliteration C=anoplos | ||
|Beta Code=a)/noplos | |Beta Code=a)/noplos | ||
|Definition= | |Definition=ἄνοπλον, [[without]] [[the]] [[ὅπλον]] or [[large]] [[shield]], of the [[Persians]], who bore only [[γέρρον|γέρρα]], [[Herodotus|Hdt.]]9.62: generally, [[unarmed]], Pl''Euthd.''299b, Onos.42.17; [[τὸ ἄνοπλον]], opp. [[τὸ ὁπλιτικόν]], of [[citizen]]s [[not]] [[entrust]]ed with [[arm]]s, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1289b32:—of [[ship]]s, [[unarmed]], Plb.2.12.3. (On the form v. [[ἄοπλος]].) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[desprovisto de armas]] de pers., Hdt.9.62, Pl.<i>Euthd</i>.299b, Io <i>Trag</i>.53e, Ezech.210, X.<i>Hier</i>.6.4 (var.), Onas.42.17, <i>AP</i> 9.320 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄνοπλον [[el conjunto de los ciudadanos civiles]] op. [[τὸ ὁπλιτικόν]] Arist.<i>Pol</i>.1289<sup>b</sup>32<br /><b class="num">•</b>de embarcaciones, Plb.2.12.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] s. [[ἄοπλος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] s. [[ἄοπλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[sans bouclier]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὅπλον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄνοπλος:'''<br /><b class="num">1</b> [[не имеющий щита]] Her.;<br /><b class="num">2</b> [[невооруженный]] Plat., Plut.;<br /><b class="num">3</b> [[неоснащенный]] ([[λέμβος]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνοπλος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] τοῦ ὅπλου, δηλ. τῆς [[μεγάλης]] ἀσπίδος· ἐπὶ τῶν Περσῶν, οἵτινες ἔφερον μόνον γέρρα. Ἡρόδ. 9. 62· [[καθόλου]], ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Εὐθύδ. 299Β· τὸ ἄνοπλον ἀντιθέτως πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, ἐπὶ πολιτῶν μὴ φερόντων ὅπλα, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 1: ― ἐπὶ πλοίων, [[χωρίς]] «[[ἐξάρτια]]» κτλ., Πολύβ. 2. 12. 3. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ, ἴδε [[ἄοπλος]]. | |lstext='''ἄνοπλος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] τοῦ ὅπλου, δηλ. τῆς [[μεγάλης]] ἀσπίδος· ἐπὶ τῶν Περσῶν, οἵτινες ἔφερον μόνον γέρρα. Ἡρόδ. 9. 62· [[καθόλου]], ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Εὐθύδ. 299Β· τὸ ἄνοπλον ἀντιθέτως πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, ἐπὶ πολιτῶν μὴ φερόντων ὅπλα, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 1: ― ἐπὶ πλοίων, [[χωρίς]] «[[ἐξάρτια]]» κτλ., Πολύβ. 2. 12. 3. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ, ἴδε [[ἄοπλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄνοπλος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[χωρίς]] το [[ὅπλον]] ή τη [[μεγάλη]] [[ασπίδα]], σε Ηρόδ., Πλάτ. | |lsmtext='''ἄνοπλος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[χωρίς]] το [[ὅπλον]] ή τη [[μεγάλη]] [[ασπίδα]], σε Ηρόδ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=without the [[ὅπλον]] or [[large]] [[shield]], Hdt., Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:33, 21 November 2024
English (LSJ)
ἄνοπλον, without the ὅπλον or large shield, of the Persians, who bore only γέρρα, Hdt.9.62: generally, unarmed, PlEuthd.299b, Onos.42.17; τὸ ἄνοπλον, opp. τὸ ὁπλιτικόν, of citizens not entrusted with arms, Arist.Pol.1289b32:—of ships, unarmed, Plb.2.12.3. (On the form v. ἄοπλος.)
Spanish (DGE)
-ον
desprovisto de armas de pers., Hdt.9.62, Pl.Euthd.299b, Io Trag.53e, Ezech.210, X.Hier.6.4 (var.), Onas.42.17, AP 9.320 (Leon.)
•subst. τὸ ἄνοπλον el conjunto de los ciudadanos civiles op. τὸ ὁπλιτικόν Arist.Pol.1289b32
•de embarcaciones, Plb.2.12.3.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans bouclier.
Étymologie: ἀ, ὅπλον.
Russian (Dvoretsky)
ἄνοπλος:
1 не имеющий щита Her.;
2 невооруженный Plat., Plut.;
3 неоснащенный (λέμβος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοπλος: -ον, ὁ ἄνευ τοῦ ὅπλου, δηλ. τῆς μεγάλης ἀσπίδος· ἐπὶ τῶν Περσῶν, οἵτινες ἔφερον μόνον γέρρα. Ἡρόδ. 9. 62· καθόλου, ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Εὐθύδ. 299Β· τὸ ἄνοπλον ἀντιθέτως πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, ἐπὶ πολιτῶν μὴ φερόντων ὅπλα, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 1: ― ἐπὶ πλοίων, χωρίς «ἐξάρτια» κτλ., Πολύβ. 2. 12. 3. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ, ἴδε ἄοπλος.
Greek Monolingual
ἄνοπλος, -ον (Α)
1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό
2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν)
οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι
3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα
4. (για πλοίο) το χωρίς ξάρτια.
Greek Monotonic
ἄνοπλος: -ον, αυτός που βρίσκεται χωρίς το ὅπλον ή τη μεγάλη ασπίδα, σε Ηρόδ., Πλάτ.