ἄνισος: Difference between revisions
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anisos | |Transliteration C=anisos | ||
|Beta Code=a)/nisos | |Beta Code=a)/nisos | ||
|Definition=[[ | |Definition=[[ἄνισον]] (η, ον Aesar. ap. Stob.1.49.27), [[unequal]], [[uneven]], Hp. ''Fract.''37, Pl.''Ti.''36d, etc.; [[τὸ ἄνισον]] = [[inequality]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1129b1, etc.; <b class="b3">ἄνισος πολιτεία</b>, of an [[oligarchy]], Aeschin.1.30: so of persons, οἱ ἄνισοι [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1280a13; <b class="b3">ἄ. κατά τι</b> ib.23; but also, [[not content with equality]] or [[justice]], [[unjust]], Id.''EN''1129a33, 1129b10; [[unfair]], χεῖρες ''AP''9.263 (Antiphil.). Adv. [[ἀνίσως]] = [[unequally]], Hp.''Art.''61; [[unfairly]], [[ἀνίσως]] [[σχεῖν]] πρός τινας D.24.168; ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1282b24. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt= | |dgtxt=ἄνισον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -η Aesar.p.51, Syrian.<i>in Hermog</i>.1.100.13]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desigual]] τὰ τοῦ πήχεως ὀστέα Hp.<i>Fract</i>.37, αἱ σχαλίδες X.<i>Cyn</i>.2.7, μήκη χρόνων Ph.1.143<br /><b class="num">•</b>geom. αἱ τῶν τμημάτων ἐπιφάνειαι Democr.B 155, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.160, πλευραί Pl.<i>Ti</i>.54c, Euc.1 <i>Def</i>.20<br /><b class="num">•</b>fig. de pers. Arist.<i>Pol</i>.1280<sup>a</sup>13, 23, μάχη Plb.10.12.6, συνθήκη Plb.12.16.12, ἀγών Ph.1.198<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[ἄνισος]] ἀρεταῖς παναρχόντων [[γόνος]] <i>PMasp</i>.120ue.F 24, cf. 131ue.<i>A</i> 7 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[injusto]] de pers., Arist.<i>EN</i> 1129<sup>a</sup>33, 1129<sup>b</sup>10, χεῖρες <i>AP</i> 9.263 (Antiphil.)<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἄνισον]] = [[lo injusto]] D.26.13.<br /><b class="num">3</b> de números [[impar]] οἱ παλαιοὶ [[ἄνισον]] τὴν δυάδα ἐκάλουν <i>Theol.Ar</i>.10<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἄνισον]] op. [[τὸ ἄρτιον]] Meth.<i>Symp</i>.3.3.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀνίσως]] = [[injustamente]] ἀνίσως ... ἔσχε πρὸς ὑμᾶς [[Ἀνδροτίων]] D.24.168, ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arist.<i>Pol</i>.1282<sup>b</sup>24, μερίζειν ... ἀ. Plb.38.15.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0238.png Seite 238]] (fem. ἀνίση?), ungleich, oft bei Plat. und sonst, [[πολιτεία]], steht der Demokratie gegenüber, Aesch. 1, 5, wo nicht jeder Bürger gleichberechtigt ist; auch = unbillig, Xen. Cyr. 2, 2, 17; unrecht, χεῖρες Antiphil. 18 (IX, 263). So adv., ἀνίσως καὶ πλεονεκτικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα Dem. 24, 168. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0238.png Seite 238]] (fem. ἀνίση?), [[ungleich]], oft bei Plat. und sonst, [[πολιτεία]], steht der Demokratie gegenüber, Aesch. 1, 5, wo nicht jeder Bürger gleichberechtigt ist; auch = unbillig, Xen. Cyr. 2, 2, 17; unrecht, χεῖρες Antiphil. 18 (IX, 263). So adv., ἀνίσως καὶ πλεονεκτικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα Dem. 24, 168. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=ἄνισος, ἄνισον :<br /><b>1</b> [[inégal]] ; [[ἄνισος]] [[πολιτεία]] ESCHN gouvernement oligarchique;<br /><b>2</b> [[inique]], [[partial]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἴσος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄνῐσος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἄνῐσος:'''<br /><b class="num">1</b> [[неравный]] (κόκλοι Plat.; μέτροι, ἄ. [[μάχη]] πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[неравноправный]]: ἡ ἄ. [[πολιτεία]] Aeschin. = ὀλιγαρχια;<br /><b class="num">3</b> [[униженный]], [[жалкий]] ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[несправедливый]] (ὁ [[ἄδικος]] ἄ. ''[[sc.]]'' ἐστιν Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνῐσος''': | |lstext='''ἄνῐσος''': ἄνισον, καὶ ἀδοκίμως -η, ον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 469: ([[ἴσος]]), ὁ μὴ [[ἴσος]], [[ἄνισος]], [[ἀνώμαλος]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, Πλάτ. Τίμ. 36D, κτλ.: τὸ [[ἄνισον]] = ἡ [[ἀνισότης]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8, κτλ.: ― ἄν. [[πολιτεία]], περὶ ὀλιγαρχίας, Αἰσχίν. 1. 24: ― [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, οἱ ἄνισοι = οἱ ὀλιγαρχικοί, καὶ τὸ [[ἄνισον]] δοκεῖ δίκαιον [[εἶναι]]... ἀλλ’ οὐ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς ἀνίσοις Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 2· ἀν. κατά τι [[αὐτόθι]] 3. 13, 13· ἀλλὰ καὶ ὁ μὴ ευχαριστούμενος εἰς ἰσότητα ἢ δικαιοσύνην, [[ἄδικος]], «ὄχι [[ἴσος]] [[ἄνθρωπος]]», ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8 καὶ 11. ΙΙ. ὁ ἀνίσως διανενεμημένος, [[ἄδικος]]: ― Ἐπίρρ., ἀνίσως αὐτὰ ἑωυτοῖσιν ἐκπίπτει Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἀν. ἔχειν [[πρός]] τινα, ἀνίσως φέρεσθαι, οὐχὶ ἀμερολήπτως, Δημ. 752. 17· ἀν. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄνισος]], | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄνισος]], ἄνισον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[ίσος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άδικος]], [[μεροληπτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακανόνιστος]], [[ασύμμετρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανόμοιος]], [[διαφορετικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[άνισος]] [[πολιτεία]]» — η [[ολιγαρχία]]<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἄνισοι</i><br />οι ολιγαρχικοί<br /><b>3.</b> τὸ [[ἄνισον]]<br />η [[ανισότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ίσος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανισότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανισώ]] (II), [[ανίσως]] (II), [[ανίσωση]] (-<i>ις</i>) (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανισεπίπεδος]], [[ανισοβαρής]], [[ανισογώνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανισήλικος]], [[ανισοδιάστατος]], [[ανισολαμπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ανίσανθα</i>, [[ανισοβύθιστος]], [[ανισογαμία]], [[ανισομεγέθης]], [[ανισομερής]], <i>ανισοπλία</i>, [[ανισόψηφος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄνῐσος:''' | |lsmtext='''ἄνῐσος:''' ἄνισον ([[ἴσος]]), [[άνισος]], [[ασύμμετρος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. [[ἀνίσως]], άδικα, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 17:34, 21 November 2024
English (LSJ)
ἄνισον (η, ον Aesar. ap. Stob.1.49.27), unequal, uneven, Hp. Fract.37, Pl.Ti.36d, etc.; τὸ ἄνισον = inequality, Arist.EN1129b1, etc.; ἄνισος πολιτεία, of an oligarchy, Aeschin.1.30: so of persons, οἱ ἄνισοι Arist.Pol.1280a13; ἄ. κατά τι ib.23; but also, not content with equality or justice, unjust, Id.EN1129a33, 1129b10; unfair, χεῖρες AP9.263 (Antiphil.). Adv. ἀνίσως = unequally, Hp.Art.61; unfairly, ἀνίσως σχεῖν πρός τινας D.24.168; ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1282b24.
Spanish (DGE)
ἄνισον
• Morfología: [fem. -η Aesar.p.51, Syrian.in Hermog.1.100.13]
I 1desigual τὰ τοῦ πήχεως ὀστέα Hp.Fract.37, αἱ σχαλίδες X.Cyn.2.7, μήκη χρόνων Ph.1.143
•geom. αἱ τῶν τμημάτων ἐπιφάνειαι Democr.B 155, cf. Chrysipp.Stoic.2.160, πλευραί Pl.Ti.54c, Euc.1 Def.20
•fig. de pers. Arist.Pol.1280a13, 23, μάχη Plb.10.12.6, συνθήκη Plb.12.16.12, ἀγών Ph.1.198
•c. dat. ἄνισος ἀρεταῖς παναρχόντων γόνος PMasp.120ue.F 24, cf. 131ue.A 7 (VI d.C.).
2 injusto de pers., Arist.EN 1129a33, 1129b10, χεῖρες AP 9.263 (Antiphil.)
•subst. τὸ ἄνισον = lo injusto D.26.13.
3 de números impar οἱ παλαιοὶ ἄνισον τὴν δυάδα ἐκάλουν Theol.Ar.10
•subst. τὸ ἄνισον op. τὸ ἄρτιον Meth.Symp.3.3.
II adv. ἀνίσως = injustamente ἀνίσως ... ἔσχε πρὸς ὑμᾶς Ἀνδροτίων D.24.168, ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1282b24, μερίζειν ... ἀ. Plb.38.15.4.
German (Pape)
[Seite 238] (fem. ἀνίση?), ungleich, oft bei Plat. und sonst, πολιτεία, steht der Demokratie gegenüber, Aesch. 1, 5, wo nicht jeder Bürger gleichberechtigt ist; auch = unbillig, Xen. Cyr. 2, 2, 17; unrecht, χεῖρες Antiphil. 18 (IX, 263). So adv., ἀνίσως καὶ πλεονεκτικῶς ἔχειν πρός τινα Dem. 24, 168.
French (Bailly abrégé)
ἄνισος, ἄνισον :
1 inégal ; ἄνισος πολιτεία ESCHN gouvernement oligarchique;
2 inique, partial.
Étymologie: ἀ, ἴσος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνῐσος:
1 неравный (κόκλοι Plat.; μέτροι, ἄ. μάχη πρός τινα Plut.);
2 неравноправный: ἡ ἄ. πολιτεία Aeschin. = ὀλιγαρχια;
3 униженный, жалкий (βίος Plut.);
4 несправедливый (ὁ ἄδικος ἄ. sc. ἐστιν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνῐσος: ἄνισον, καὶ ἀδοκίμως -η, ον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 469: (ἴσος), ὁ μὴ ἴσος, ἄνισος, ἀνώμαλος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, Πλάτ. Τίμ. 36D, κτλ.: τὸ ἄνισον = ἡ ἀνισότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8, κτλ.: ― ἄν. πολιτεία, περὶ ὀλιγαρχίας, Αἰσχίν. 1. 24: ― οὕτως ἐπὶ προσώπων, οἱ ἄνισοι = οἱ ὀλιγαρχικοί, καὶ τὸ ἄνισον δοκεῖ δίκαιον εἶναι... ἀλλ’ οὐ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς ἀνίσοις Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 2· ἀν. κατά τι αὐτόθι 3. 13, 13· ἀλλὰ καὶ ὁ μὴ ευχαριστούμενος εἰς ἰσότητα ἢ δικαιοσύνην, ἄδικος, «ὄχι ἴσος ἄνθρωπος», ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8 καὶ 11. ΙΙ. ὁ ἀνίσως διανενεμημένος, ἄδικος: ― Ἐπίρρ., ἀνίσως αὐτὰ ἑωυτοῖσιν ἐκπίπτει Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἀν. ἔχειν πρός τινα, ἀνίσως φέρεσθαι, οὐχὶ ἀμερολήπτως, Δημ. 752. 17· ἀν. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄνισος, ἄνισον)
1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο
2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός
νεοελλ.
ακανόνιστος, ασύμμετρος
μσν.
ανόμοιος, διαφορετικός
αρχ.
φρ.
1. «άνισος πολιτεία» — η ολιγαρχία
2. οἱ ἄνισοι
οι ολιγαρχικοί
3. τὸ ἄνισον
η ανισότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ίσος.
ΠΑΡ. ανισότητα
αρχ.
ανισώ (II), ανίσως (II), ανίσωση (-ις) (II).
ΣΥΝΘ. ανισεπίπεδος, ανισοβαρής, ανισογώνιος
αρχ.
ανισήλικος, ανισοδιάστατος, ανισολαμπής
νεοελλ.
ανίσανθα, ανισοβύθιστος, ανισογαμία, ανισομεγέθης, ανισομερής, ανισοπλία, ανισόψηφος].
Greek Monotonic
ἄνῐσος: ἄνισον (ἴσος), άνισος, ασύμμετρος, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. ἀνίσως, άδικα, σε Δημ.
Middle Liddell
ἴσος
unequal, uneven, Plat., etc.:—adv., ἀνίσως, unfairly, Dem.