φρονηματίας: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fronimatias
|Transliteration C=fronimatias
|Beta Code=fronhmati/as
|Beta Code=fronhmati/as
|Definition=ου, ὁ, [[self-confident]], [[high-spirited]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1313a40</span>, Longin.9.4; φ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>1.24</span>; of a horse, <span class="bibl">Poll.1.195</span>.
|Definition=-ου, ὁ, [[self-confident]], [[high-spirited]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1313a40, Longin.9.4; φ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ X.''Ages.''1.24; of a horse, Poll.1.195.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1308.png Seite 1308]] ὁ, der viel Selbstgefühl, Selbstvertrauen hat, Xen. Ages. 1, 24. – Gew. im tadelnden Sinne, hochmüthig, eingebildet, dünkelhaft, Arist. pol. 5, 11, Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1308.png Seite 1308]] ὁ, der viel Selbstgefühl, Selbstvertrauen hat, Xen. Ages. 1, 24. – Gew. im tadelnden Sinne, hochmütig, eingebildet, dünkelhaft, Arist. pol. 5, 11, Plut.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], [[υπερήφανος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με κακή σημ.) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> ατίθασο, ζωηρό [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρόνημα]], -<i>ήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τραυματ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], [[υπερήφανος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με κακή σημ.) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> ατίθασο, ζωηρό [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρόνημα]], -<i>ήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>- ([[πρβλ]]. [[τραυματίας]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρονημᾰτίας:''' -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], αυτός που έχει υψηλό [[πνεύμα]], ή (με αρνητική [[σημασία]]) [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]], σε Ξεν., Αριστ.
|lsmtext='''φρονημᾰτίας:''' -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], αυτός που έχει υψηλό [[πνεύμα]], ή (με αρνητική [[σημασία]]) [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]], σε Ξεν., Αριστ.
}}
}}

Latest revision as of 17:34, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρονημᾰτίας Medium diacritics: φρονηματίας Low diacritics: φρονηματίας Capitals: ΦΡΟΝΗΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: phronēmatías Transliteration B: phronēmatias Transliteration C: fronimatias Beta Code: fronhmati/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, self-confident, high-spirited, Arist.Pol.1313a40, Longin.9.4; φ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ X.Ages.1.24; of a horse, Poll.1.195.

German (Pape)

[Seite 1308] ὁ, der viel Selbstgefühl, Selbstvertrauen hat, Xen. Ages. 1, 24. – Gew. im tadelnden Sinne, hochmütig, eingebildet, dünkelhaft, Arist. pol. 5, 11, Plut.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui a des sentiments élevés, généreux, noble;
2 hautain, orgueilleux, présomptueux.
Étymologie: φρόνημα.

Russian (Dvoretsky)

φρονημᾰτίας: ου adj. m
1 мужественный, доблестный (ἱππεῖς Xen.);
2 высокомерный, надменный (τοὺς φρονηματίας ἀναιρεῖν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

φρονημᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν φρόνημα, ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, μεγαλόφρων, ὑπερήφανος, ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ὑψηλόφρων, ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, Πολυδ. Α΄, 194.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, υπερήφανος
αρχ.
1. (με κακή σημ.) αλαζόνας, κομπαστής
2. ατίθασο, ζωηρό άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνημα, -ήματος + επίθημα -ίας- (πρβλ. τραυματίας)].

Greek Monotonic

φρονημᾰτίας: -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, αυτός που έχει υψηλό πνεύμα, ή (με αρνητική σημασία) υπερήφανος, αλαζόνας, σε Ξεν., Αριστ.