κήρινθος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
m (Text replacement - "bee-bread" to "beebread")
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κήρινθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> η [[τροφή]] τών [[μελισσών]], η [[εριθάκη]], ρευστή [[κομμιώδης]] [[ουσία]], διαφορετική από το [[μέλι]], η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως [[τροφή]] τους<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] έλκους, [[είδος]] πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]]. Η κατάλ. -<i>ινθος</i> παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
|mltxt=[[κήρινθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> η [[τροφή]] τών [[μελισσών]], η [[εριθάκη]], ρευστή [[κομμιώδης]] [[ουσία]], διαφορετική από το [[μέλι]], η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως [[τροφή]] τους<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] έλκους, [[είδος]] πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]]. Η κατάλ. -<i>ινθος</i> παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
}}
{{trml
|trtx====[[beebread]]===
Arabic: خُبْز النَحْل; Belarusian: пярга; Bulgarian: перга, пчелен прашец; Catalan: pa d'abella; Chinese Mandarin: [[蜂花粉]]; Danish: bibrød; Dutch: [[ambrozijn]], [[bijenbrood]]; Esperanto: abelpano; Estonian: suir; Finnish: mehiläisleipä, perga; French: [[pain d'abeille]]; German: [[Bienenbrot]], [[Perga]]; Ancient Greek: [[κήρινθος]], [[ἐριθάκη]], [[σανδαράκη]]; Hungarian: méhkenyér, perga; Italian: [[polline d'api]]; Kazakh: балтозаң, перга; Latin: [[cerinthus]], [[erithace]], [[sandaraca]]; Latvian: bišu maize; Lithuanian: bičių duona; Old English: bēobrēad; Polish: pierzga; Portuguese: [[pão de abelha]]; Romanian: păstură; Russian: [[перга]], [[пчелиный хлеб]]; Serbo-Croatian: пчѐлињӣ хле̏б / pčèlinjī hlȅb, pčèlinjī hljȅb, pčèlinjī krȕh, perga; Slovak: perga, včelí peľ; Slovene: cvetni prah; Spanish: [[pan de abeja]]; Swedish: bibröd; Ukrainian: перга
}}
}}

Revision as of 21:14, 22 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήρινθος Medium diacritics: κήρινθος Low diacritics: κήρινθος Capitals: ΚΗΡΙΝΘΟΣ
Transliteration A: kḗrinthos Transliteration B: kērinthos Transliteration C: kirinthos Beta Code: kh/rinqos

English (LSJ)

ὁ,
A beebread, = ἐριθάκη, Arist.HA623b23, Plin.HN11.17, Hsch.
II kind of ulcer, Id.

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, das Bienenbrod, Hesych. S. ἐριθάκη.

Russian (Dvoretsky)

κήρινθος: ὁ бот. керинт, перга, цветень Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κήρινθος: ὁ, τροφὴ τῶν μελισσῶν, ὡσαύτως ἐριθάκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἕλκους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κήρινθος, ὁ (Α)
1. η τροφή τών μελισσών, η εριθάκη, ρευστή κομμιώδης ουσία, διαφορετική από το μέλι, η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως τροφή τους
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος έλκους, είδος πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός. Η κατάλ. -ινθος παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].

Translations

beebread

Arabic: خُبْز النَحْل; Belarusian: пярга; Bulgarian: перга, пчелен прашец; Catalan: pa d'abella; Chinese Mandarin: 蜂花粉; Danish: bibrød; Dutch: ambrozijn, bijenbrood; Esperanto: abelpano; Estonian: suir; Finnish: mehiläisleipä, perga; French: pain d'abeille; German: Bienenbrot, Perga; Ancient Greek: κήρινθος, ἐριθάκη, σανδαράκη; Hungarian: méhkenyér, perga; Italian: polline d'api; Kazakh: балтозаң, перга; Latin: cerinthus, erithace, sandaraca; Latvian: bišu maize; Lithuanian: bičių duona; Old English: bēobrēad; Polish: pierzga; Portuguese: pão de abelha; Romanian: păstură; Russian: перга, пчелиный хлеб; Serbo-Croatian: пчѐлињӣ хле̏б / pčèlinjī hlȅb, pčèlinjī hljȅb, pčèlinjī krȕh, perga; Slovak: perga, včelí peľ; Slovene: cvetni prah; Spanish: pan de abeja; Swedish: bibröd; Ukrainian: перга