πρόσεδρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosedros
|Transliteration C=prosedros
|Beta Code=pro/sedros
|Beta Code=pro/sedros
|Definition=ον, (ἕδρα) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sitting near]], cj. for [[πρόεδρος]] in <span class="bibl">D.C.57.7</span> (sed leg. [[πάρεδρος]]): metaph., ἐκ προσέδρου λιγνύος <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>794</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[assiduous]], Hsch.</span>
|Definition=πρόσεδρον, ([[ἕδρα]])<br><span class="bld">A</span> [[sitting near]], cj. for [[πρόεδρος]] in D.C.57.7 (sed leg. [[πάρεδρος]]): metaph., ἐκ προσέδρου λιγνύος S.''Tr.''794.<br><span class="bld">II</span> [[assiduous]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0757.png Seite 757]] dabei sitzend, wohnend, dabei befindlich; [[λιγνύς]], Soph. Trach. 791; ὁ [[πρόσεδρος]], der Beisitzer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0757.png Seite 757]] [[dabei sitzend]], [[dabei wohnend]], [[dabei befindlich]]; [[λιγνύς]], Soph. Trach. 791; ὁ [[πρόσεδρος]], der Beisitzer.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πρόσεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ὁ πλησίον καθήμενος, [[πάρεδρος]], Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «[[πρόσεδρος]]· παρακαθήμενος, σχολάζων».
|btext=ος, ον :<br />[[qui siège auprès]], [[qui se trouve auprès]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἕδρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσεδρος -ον [προσεδρεύω] [[erbij zittend]]:. ἐκ προσέδρου λιγνύος uit de rook die rond hem hing Soph. Tr. 794.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />qui siège auprès, qui se trouve auprès.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἕδρα]].
|elrutext='''πρόσεδρος:''' [[находящийся рядом]] или [[вокруг]]: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρόσεδρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται [[κοντά]] σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος<br /><b>2.</b> [[πάρεδρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πρόσεδρος]] [[υπουργός]]» — [[βαθμός]] ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που [[συνεχώς]] και αδιαλείπτως συχνάζει [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ προσέδρου λιγνύος»<br /><b>μτφ.</b> του καπνού που βγαίνει [[γύρω]]-[[γύρω]] από τη [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>εδρος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πρόσεδρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται [[κοντά]] σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος<br /><b>2.</b> [[πάρεδρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πρόσεδρος]] [[υπουργός]]» — [[βαθμός]] ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που [[συνεχώς]] και αδιαλείπτως συχνάζει [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ προσέδρου λιγνύος»<br /><b>μτφ.</b> του καπνού που βγαίνει [[γύρω]]-[[γύρω]] από τη [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), [[πρβλ]]. [[πρόεδρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που κάθεται δίπλα, [[πρόσεδρος]] [[λιγνύς]], [[καπνός]] που αιωρείται, σε Σοφ.
|lsmtext='''πρόσεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που κάθεται δίπλα, [[πρόσεδρος]] [[λιγνύς]], [[καπνός]] που αιωρείται, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσεδρος:''' находящийся рядом или вокруг: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.
|lstext='''πρόσεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ὁ πλησίον καθήμενος, [[πάρεδρος]], Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «[[πρόσεδρος]]· παρακαθήμενος, σχολάζων».
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσεδρος -ον [προσεδρεύω] erbij zittend:. ἐκ προσέδρου λιγνύος uit de rook die rond hem hing Soph. Tr. 794.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρόσ-εδρος, ον, [[ἕδρα]]<br />[[sitting]] near, πρ. [[λιγνύς]] [[smoke]] [[hanging]] [[about]], Soph.
|mdlsjtxt=πρόσ-εδρος, ον, [[ἕδρα]]<br />[[sitting]] near, πρ. [[λιγνύς]] [[smoke]] [[hanging]] [[about]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 08:07, 23 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσεδρος Medium diacritics: πρόσεδρος Low diacritics: πρόσεδρος Capitals: ΠΡΟΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: prósedros Transliteration B: prosedros Transliteration C: prosedros Beta Code: pro/sedros

English (LSJ)

πρόσεδρον, (ἕδρα)
A sitting near, cj. for πρόεδρος in D.C.57.7 (sed leg. πάρεδρος): metaph., ἐκ προσέδρου λιγνύος S.Tr.794.
II assiduous, Hsch.

German (Pape)

[Seite 757] dabei sitzend, dabei wohnend, dabei befindlich; λιγνύς, Soph. Trach. 791; ὁ πρόσεδρος, der Beisitzer.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège auprès, qui se trouve auprès.
Étymologie: πρός, ἕδρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσεδρος -ον [προσεδρεύω] erbij zittend:. ἐκ προσέδρου λιγνύος uit de rook die rond hem hing Soph. Tr. 794.

Russian (Dvoretsky)

πρόσεδρος: находящийся рядом или вокруг: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόσεδρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος
2. πάρεδρος
νεοελλ.
φρ. «πρόσεδρος υπουργός» — βαθμός ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνεχώς και αδιαλείπτως συχνάζει κάπου
2. φρ. «ἐκ προσέδρου λιγνύος»
μτφ. του καπνού που βγαίνει γύρω-γύρω από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πρόεδρος].

Greek Monotonic

πρόσεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που κάθεται δίπλα, πρόσεδρος λιγνύς, καπνός που αιωρείται, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ πλησίον καθήμενος, πάρεδρος, Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «πρόσεδρος· παρακαθήμενος, σχολάζων».

Middle Liddell

πρόσ-εδρος, ον, ἕδρα
sitting near, πρ. λιγνύς smoke hanging about, Soph.