πέταυρον: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0605.png Seite 605]] τό, Stange, Latte, s. [[πέτευρον]]. Bei Pol. 8, 6, 8 Gerüste der Seiltänzer. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0605.png Seite 605]] τό, [[Stange]], [[Latte]], s. [[πέτευρον]]. Bei Pol. 8, 6, 8 [[Gerüste der Seiltänzer]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />[[perche sur laquelle les poules se posent la nuit]] <i>ou</i> [[latte sur laquelle les poules se posent la nuit]], [[perchoir]], [[juchoir]].<br />'''Étymologie:''' [[πετάννυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πέταυρον:''' и [[πέτευρον]] τό<br /><b class="num">1</b> [[насест]] Arph., Theocr.;<br /><b class="num">2</b> [[помост]], [[подмостки]] Polyb. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[πέταυρον]], ΝΜΑ, και [[πέτευρον]] ΜΑ<br />λεπτή και ελαστική [[σανίδα]] [[πάνω]] στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεπτό]] [[σανίδι]] που χρησιμοποιείται για [[επένδυση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σανίδα]] [[πάνω]] στην οποία κοιμούνται οι κότες<br /><b>2.</b> [[καταπακτή]], [[παγίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] επίμηκες [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> [[ικρίωμα]], [[εξέδρα]]<br /><b>3.</b> [[κατάστιχο]] για [[καταγραφή]] λογαριασμών δημόσιας διαχείρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Πιο πιθανή [[γραφή]] της λ. θεωρείται η [[πέτευρον]], ενώ ο τ. <i>πέτ</i>-<i>αυ</i>-<i>ρον</i> απαντά μεταγενέστερα σε παρ. της λ. [[καθώς]] και στις λ. <i>petaura</i>, <i>petaurista</i> τις οποίες δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική. Ο τ. [[πέτευρον]] / [[πέταυρον]] [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[πετά]] ([[άλλος]] τ. της πρόθεσης [[πεδά]]) και τη λ. [[αὔρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>πετᾱ</i>(<i>F</i>)<i>ορον</i>, παρλλ. τ. του <i>πεδᾱ</i>(<i>F</i>)<i>ορον</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>μετέωρον</i>, [[οπότε]] η [[δίφθογγος]] -<i>ευ</i>- του [[πέτευρον]] [[είτε]] αποτελεί υπερδιορθωμένη [[μορφή]] του -<i>αυ</i>- [[είτε]] προέρχεται από την παρλλ. [[παρουσία]] τών τ. -<i>ήFορον</i>, -<i>ᾱFορον</i>. Ωστόσο, προβλήματα γεννά η [[παρουσία]] σε μια αττική λ. του σπάνιου και διαλεκτικού τ. [[πετά]] (<b>βλ.</b> [[πεδά]]). Τέλος, η [[άποψη]] ότι η λ. [[πέτευρον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pet</i><i>ě</i>-<i>wr</i><sub>o</sub>) συνδέεται με το ρ. [[πέτομαι]] «[[πετώ]]» και έχει σχηματιστεί με τρόπο ανάλογο με αυτόν του [[ἄλευρον]] παραμένει ανεπιβεβαίωτη τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική [[άποψη]]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέταυρον''': ἢ [[πέτευρον]], τό, σανὶς ἐφ’ ἧς κοιμῶνται αἱ ὄρνιθες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 667, Θεόκρ. 83. 13, ― ἀμφότεροι ἐν· τῷ τύπῳ [[πέτευρον]]· [[ἐντεῦθεν]] πᾶν [[ξύλον]], «κοντάρι» ἢ [[σανίς]], Λυκόφρ. 884. ΙΙ. ἐλαστική τις σανὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κυβιστῶσι θαυματοποιοῖς καὶ σχοινοβάταις, Μανέθων 6. 444, Lucil. παρὰ Fest. Juvenal. 14. 265, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[ἰκρίωμα]], Πολύβ. 8. 6, 8. ΙΙΙ. «[[εἶδος]] παγίδος» Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ πέδαυρος, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[μετέωρος]]), πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης [[πέταυρον]]. | |lstext='''πέταυρον''': ἢ [[πέτευρον]], τό, σανὶς ἐφ’ ἧς κοιμῶνται αἱ ὄρνιθες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 667, Θεόκρ. 83. 13, ― ἀμφότεροι ἐν· τῷ τύπῳ [[πέτευρον]]· [[ἐντεῦθεν]] πᾶν [[ξύλον]], «κοντάρι» ἢ [[σανίς]], Λυκόφρ. 884. ΙΙ. ἐλαστική τις σανὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κυβιστῶσι θαυματοποιοῖς καὶ σχοινοβάταις, Μανέθων 6. 444, Lucil. παρὰ Fest. Juvenal. 14. 265, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[ἰκρίωμα]], Πολύβ. 8. 6, 8. ΙΙΙ. «[[εἶδος]] παγίδος» Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ πέδαυρος, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[μετέωρος]]), πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης [[πέταυρον]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πέταυρον:''' ή [[πέτευρον]], τό, [[ξύλο]] οπου κουρνιάζουν τα πουλιά το [[βράδυ]], σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''πέταυρον:''' ή [[πέτευρον]], τό, [[ξύλο]] οπου κουρνιάζουν τα πουλιά το [[βράδυ]], σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πέταυρον]], ορ [[πέτευρον]], ου, τό,<br />a [[perch]] for fowls to [[roost]] at [[night]], Theocr. [deriv. uncertain] | |mdlsjtxt=[[πέταυρον]], ορ [[πέτευρον]], ου, τό,<br />a [[perch]] for fowls to [[roost]] at [[night]], Theocr. [deriv. uncertain] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:11, 23 November 2024
English (LSJ)
v. πέτευρον.
German (Pape)
[Seite 605] τό, Stange, Latte, s. πέτευρον. Bei Pol. 8, 6, 8 Gerüste der Seiltänzer.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
perche sur laquelle les poules se posent la nuit ou latte sur laquelle les poules se posent la nuit, perchoir, juchoir.
Étymologie: πετάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
πέταυρον: и πέτευρον τό
1 насест Arph., Theocr.;
2 помост, подмостки Polyb.
Greek Monolingual
το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ
λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές
νεοελλ.
λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση
μσν.-αρχ.
σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες
2. καταπακτή, παγίδα
αρχ.
1. κάθε επίμηκες ξύλο
2. ικρίωμα, εξέδρα
3. κατάστιχο για καταγραφή λογαριασμών δημόσιας διαχείρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Πιο πιθανή γραφή της λ. θεωρείται η πέτευρον, ενώ ο τ. πέτ-αυ-ρον απαντά μεταγενέστερα σε παρ. της λ. καθώς και στις λ. petaura, petaurista τις οποίες δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική. Ο τ. πέτευρον / πέταυρον είναι σύνθ. < πετά (άλλος τ. της πρόθεσης πεδά) και τη λ. αὔρα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. πετᾱ(F)ορον, παρλλ. τ. του πεδᾱ(F)ορον, αιολ. και δωρ. τ. του μετέωρον, οπότε η δίφθογγος -ευ- του πέτευρον είτε αποτελεί υπερδιορθωμένη μορφή του -αυ- είτε προέρχεται από την παρλλ. παρουσία τών τ. -ήFορον, -ᾱFορον. Ωστόσο, προβλήματα γεννά η παρουσία σε μια αττική λ. του σπάνιου και διαλεκτικού τ. πετά (βλ. πεδά). Τέλος, η άποψη ότι η λ. πέτευρον (< petě-wro) συνδέεται με το ρ. πέτομαι «πετώ» και έχει σχηματιστεί με τρόπο ανάλογο με αυτόν του ἄλευρον παραμένει ανεπιβεβαίωτη τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική άποψη].
Greek (Liddell-Scott)
πέταυρον: ἢ πέτευρον, τό, σανὶς ἐφ’ ἧς κοιμῶνται αἱ ὄρνιθες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 667, Θεόκρ. 83. 13, ― ἀμφότεροι ἐν· τῷ τύπῳ πέτευρον· ἐντεῦθεν πᾶν ξύλον, «κοντάρι» ἢ σανίς, Λυκόφρ. 884. ΙΙ. ἐλαστική τις σανὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κυβιστῶσι θαυματοποιοῖς καὶ σχοινοβάταις, Μανέθων 6. 444, Lucil. παρὰ Fest. Juvenal. 14. 265, κτλ.· ― καθόλου, ἰκρίωμα, Πολύβ. 8. 6, 8. ΙΙΙ. «εἶδος παγίδος» Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ πέδαυρος, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ μετέωρος), πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης πέταυρον.
Greek Monotonic
πέταυρον: ή πέτευρον, τό, ξύλο οπου κουρνιάζουν τα πουλιά το βράδυ, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
πέταυρον, ορ πέτευρον, ου, τό,
a perch for fowls to roost at night, Theocr. [deriv. uncertain]