3,274,292
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katigorikos | |Transliteration C=katigorikos | ||
|Beta Code=kathgoriko/s | |Beta Code=kathgoriko/s | ||
|Definition= | |Definition=κατηγορική, κατηγορικόν,<br><span class="bld">A</span> [[accusatory]], opp. [[ἀπολογικός]], Id.''Rh.Al.'' 1426b25, cf.Erot.''Prooemia''; <b class="b3">οἱ κ.</b> [[informers]], = Lat. [[delatores]], Plu.''Galb.'' 8. Adv. [[κατηγορικῶς]], λέγειν πρός τινα J.''BJProoem.''4.<br><span class="bld">II</span> [[affirmative]], opp. [[στερητικός]], Arist.''APr.''26a18, al. Adv. [[κατηγορικῶς]] ib.26b22.<br><span class="bld">2</span> [[categorical]], opp. [[hypothetical]], [[κατηγορικόν]], τό, [[statement combining subject and predicate]], Stoic.2.66; κ. συλλογισμοί S.E.''P.''2.163, Procl.''in Prm.'' p.790 S.; λόγοι S.E.''P.''2.166, Ammon.''in Int.''74.1. Adv. [[κατηγορικῶς]], opp. [[ὑποθετικῶς]], Gal.4.609. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1400.png Seite 1400]] ή, όν, zur Anklage, Beschuldigung gehörig, dazu geneigt, Plut. S. N. V. 14; ὁ κ., der Ankläger, Galb. 8. – Zum Prädikat gehörig, es betreffend, Sp. – Adv., Ios. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1400.png Seite 1400]] ή, όν, zur Anklage, Beschuldigung gehörig, dazu geneigt, Plut. S. N. V. 14; ὁ κ., der Ankläger, Galb. 8. – Zum Prädikat gehörig, es betreffend, Sp. – Adv., Ios. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne une accusation]] ; ὁ [[κατηγορικός]] accusateur;<br /><b>2</b> <i>t. de log.</i> affirmatif.<br />'''Étymologie:''' [[κατήγορος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατηγορικός -ή -όν [κατηγορία] subst. οἱ κατηγορικοί beroepsaanklagers (Lat. delatores). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατηγορικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[обвинительный]] ([[εἶδος]], ''[[sc.]]'' λόγου Arst.);<br /><b class="num">2</b> филос. [[утвердительный]], [[утверждающий]] ([[πρότασις]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[склонный обвинять]], [[придирчивый]] (πικρὸς καὶ κ. Plut.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[обвинитель]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατηγορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κατηγορίαν, ἀντίθ. τῷ [[ἀπολογητικός]], Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1, πρβλ. [[κατηγορητικός]]· ὁ κατ., ὁ [[κατήγορος]], ὁ καταγγέλων τινά, Πλουτ. Γάλβ. 8· ὁ ἔχων κλίσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς τὸ κατηγορεῖν ([[μεμπτικός]]), 2. 558D.― Ἐπίρρ., κατηγορικῶς λέγειν [[πρός]] τινα, κατηγορεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. προοίμ. 4. ΙΙ. [[βεβαιωτικός]], καταφατικὸς ἢ [[ἀποφαντικός]], ἀντίθ. τῷ [[στερητικός]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 5, κ. ἀλλ.·― Ἐπίρρ., -κῶς, [[αὐτόθι]] 1. 5, 14. 2) μόνον παρὰ μεταγεν., κατηγορικὸς ἢ [[θετικός]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὑποθετικός]], Ἀμμών. Ἑρμ. 59. | |lstext='''κατηγορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κατηγορίαν, ἀντίθ. τῷ [[ἀπολογητικός]], Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1, πρβλ. [[κατηγορητικός]]· ὁ κατ., ὁ [[κατήγορος]], ὁ καταγγέλων τινά, Πλουτ. Γάλβ. 8· ὁ ἔχων κλίσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς τὸ κατηγορεῖν ([[μεμπτικός]]), 2. 558D.― Ἐπίρρ., κατηγορικῶς λέγειν [[πρός]] τινα, κατηγορεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. προοίμ. 4. ΙΙ. [[βεβαιωτικός]], καταφατικὸς ἢ [[ἀποφαντικός]], ἀντίθ. τῷ [[στερητικός]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 5, κ. ἀλλ.·― Ἐπίρρ., -κῶς, [[αὐτόθι]] 1. 5, 14. 2) μόνον παρὰ μεταγεν., κατηγορικὸς ἢ [[θετικός]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὑποθετικός]], Ἀμμών. Ἑρμ. 59. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κατηγορικός]], -ή, -όν [[κατήγορος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>(λογ.)</b> α) «κατηγορική [[κρίση]]» — η [[κρίση]] με την οποία διατυπώνεται κάποιο [[συμπέρασμα]] για ένα [[πρόσωπο]], ένα [[πράγμα]] ή μια [[κατάσταση]], η [[πρόταση]] στην οποία το [[υποκείμενο]] συνδέεται με το [[κατηγορούμενο]] με το συνδετικό [[ρήμα]] [[είμαι]]<br />π.χ. η [[γάτα]] [[είναι]] ζώο<br />β) «[[κατηγορικός]] [[συλλογισμός]]» — ο [[συλλογισμός]] που έχει κατηγορική [[κρίση]] στη μείζονα [[πρόταση]]<br />γ) ([[κατά]] τον Καντ) «κατηγορική [[προσταγή]]» — [[πρόσταγμα]] που εκφράζει το ηθικό [[χρέος]] και που, σε [[αντιδιαστολή]] με τις υποθετικές και εξαρτημένες επιταγές της καθημερινής ζωής, λ.χ. «αν θέλεις να είσαι [[υγιής]], [[πρέπει]] να ακολουθείς τις οδηγίες τών γιατρών», έχει απόλυτο και μη εξαρτημένο χαρακτήρα, λ.χ. «κάνε το [[καθήκον]] σου!»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[κατηγορία]], ο [[επιτήδειος]] για [[κατηγορία]], ο [[κατηγορητικός]]<br /><b>2.</b> [[καταφατικός]]<br /><b>3.</b> [[ρητός]], [[θετικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οί κατηγορικοί</i><br />οι κατήγοροι, οι επικριτές<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo κατηγορικόν</i><br />[[συστηματική]] και [[λεπτομερής]] [[έρευνα]] του υποκειμένου και του κατηγορήματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατηγορικώς</i> (Α)<br /><b>1.</b> καταφατικώς<br /><b>2.</b> ρητώς, θετικώς. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[κατηγορικός]], -ή, -όν [[κατήγορος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>(λογ.)</b> α) «κατηγορική [[κρίση]]» — η [[κρίση]] με την οποία διατυπώνεται κάποιο [[συμπέρασμα]] για ένα [[πρόσωπο]], ένα [[πράγμα]] ή μια [[κατάσταση]], η [[πρόταση]] στην οποία το [[υποκείμενο]] συνδέεται με το [[κατηγορούμενο]] με το συνδετικό [[ρήμα]] [[είμαι]]<br />π.χ. η [[γάτα]] [[είναι]] ζώο<br />β) «[[κατηγορικός]] [[συλλογισμός]]» — ο [[συλλογισμός]] που έχει κατηγορική [[κρίση]] στη μείζονα [[πρόταση]]<br />γ) ([[κατά]] τον Καντ) «κατηγορική [[προσταγή]]» — [[πρόσταγμα]] που εκφράζει το ηθικό [[χρέος]] και που, σε [[αντιδιαστολή]] με τις υποθετικές και εξαρτημένες επιταγές της καθημερινής ζωής, λ.χ. «αν θέλεις να είσαι [[υγιής]], [[πρέπει]] να ακολουθείς τις οδηγίες τών γιατρών», έχει απόλυτο και μη εξαρτημένο χαρακτήρα, λ.χ. «κάνε το [[καθήκον]] σου!»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[κατηγορία]], ο [[επιτήδειος]] για [[κατηγορία]], ο [[κατηγορητικός]]<br /><b>2.</b> [[καταφατικός]]<br /><b>3.</b> [[ρητός]], [[θετικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οί κατηγορικοί</i><br />οι κατήγοροι, οι επικριτές<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo κατηγορικόν</i><br />[[συστηματική]] και [[λεπτομερής]] [[έρευνα]] του υποκειμένου και του κατηγορήματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατηγορικώς</i> (Α)<br /><b>1.</b> καταφατικώς<br /><b>2.</b> ρητώς, θετικώς. | ||
}} | }} |