θέρειος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thereios | |Transliteration C=thereios | ||
|Beta Code=qe/reios | |Beta Code=qe/reios | ||
|Definition=α, ον, also ος, ον Ael. (v. infr.): (θέρος):—< | |Definition=α, ον, also ος, ον Ael. (v. infr.): ([[θέρος]]):—<br><span class="bld">A</span> [[of summer]], [[in summer]], <b class="b3">αὐχμὸς θ.</b> [[summer]]-drought, Emp.111.7; δρέπανον Orph.''H.'' 40.11; [[καρποί]] ib.18; θέρειος ὥρα Ael.''NA''2.25.<br><span class="bld">II</span> [[θερεία]], Ion. -είη (''[[sc.]]'' [[ὥρα]]), ἡ, = [[θέρος]], [[summer-time]], [[summer]], [[Herodotus|Hdt.]]1.189, Arist. ''Mir.''841a25, Plb.5.1.3, al., ''PTeb.''27.60 (ii B.C.), [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.58 ([[θερίᾳ]]); <b class="b3">θερείης</b> [[in summer]], Nic.''Fr.''81; <b class="b3">μεσούσης θ.</b> D.H.1.63; ὑπὸ τὴν θερείαν [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.24: pl., θερείαις Pi.''I.''2.41.<br><span class="bld">III</span> Sup. [[θερείτατος]], [[η]], [[ον]], [[very hot]], Arat.149, Nic.''Th.''460.—In Prose [[θερινός]] is the more common form. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[θέρειος]] of [[summer]] ἀλλ' ἐπέρα [[ποτὶ]] μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι [[πλέων]] Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. ὥραις: [[θέρειος]] coni. Wil.) (I. 2.41) | |sltr=[[θέρειος]] of [[summer]] ἀλλ' ἐπέρα [[ποτὶ]] μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι [[πλέων]] Νείλου πρὸς ἀκτάν (''[[sc.]]'' ὥραις: [[θέρειος]] coni. Wil.) (I. 2.41) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θέρειος]], η, ον [[θέρος]]<br />of [[summer]], in [[summer]]:— [[θερεία]], ionic -είη, (sc. ὥρἀ, = [[θέρος]], [[summer]]-[[time]], [[summer]], Hdt.; ταῖς θερείαις Pind. | |mdlsjtxt=[[θέρειος]], η, ον [[θέρος]]<br />of [[summer]], in [[summer]]:— [[θερεία]], ionic -είη, (''[[sc.]]'' ὥρἀ, = [[θέρος]], [[summer]]-[[time]], [[summer]], Hdt.; ταῖς θερείαις Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:59, 25 November 2024
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Ael. (v. infr.): (θέρος):—
A of summer, in summer, αὐχμὸς θ. summer-drought, Emp.111.7; δρέπανον Orph.H. 40.11; καρποί ib.18; θέρειος ὥρα Ael.NA2.25.
II θερεία, Ion. -είη (sc. ὥρα), ἡ, = θέρος, summer-time, summer, Hdt.1.189, Arist. Mir.841a25, Plb.5.1.3, al., PTeb.27.60 (ii B.C.), D.S.19.58 (θερίᾳ); θερείης in summer, Nic.Fr.81; μεσούσης θ. D.H.1.63; ὑπὸ τὴν θερείαν D.S.3.24: pl., θερείαις Pi.I.2.41.
III Sup. θερείτατος, η, ον, very hot, Arat.149, Nic.Th.460.—In Prose θερινός is the more common form.
German (Pape)
[Seite 1200] auch 2 Endgn, sommerlich, zum Sommer gehörig, ihn betreffend, δρέπανον, καρποί, Orph. H. 39, 11. 18, αὐχμός Empedocl. bei D. L. 8, 59, ὥρα Ael. H. A. 2, 25. S. θερεία u. θερινός. Einen Superlativ θερείτατος bilden Arat. 149 Nic. Ther. 469.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui concerne l'été, d'été ; subst. ἡ θερεία (ὥρα), ion. ἡ θερείη HDT l'été.
Étymologie: θέρος.
Russian (Dvoretsky)
θέρειος: или 2 летний (αὐχμός Emped. ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
θέρειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, ἴδε κατωτ., (θέρος): - ἀνήκων εἰς τὸ θέρος, ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, αὐχμός θ., θερινὴ ξηρασία, Ἐμπεδ. 404 Sturz.· δρέπανον Ὀρφ. Ὕμν. 39. 11· καρποὶ αὐτόθι 18· θέρειος ὥρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 25. ΙΙ. θερεία, Ἰων. -είη (ἐνν. ὥρα), ἡ, = θέρος, ὥρα τοῦ θέρους, «καλοκαῖρι», Ἡρόδ. 1. 189, Ἀριστ. Θαυμαστ. 114· τῆς θερείας, ἐν καιρῷ θέρους, Νικ. Ἀποσπ. 10· ὑπὸ τὴν θερείαν Διόδ. 3. 24· καὶ ἐν τῷ πληθ., ταῖς θερείαις Πίνδ. Ι. 2. 61· ὡσαύτως, ἡ θέρειος Λιβάν. 3. σ. 153. ΙΙΙ. ὑπερθ. θερείτατος, ον, θερμότατος, Ἄρατ. 149, Νικ. Θ. 469. - Παρὰ πεζοῖς κοινότερος τύπος εἶναι θερινός.
English (Slater)
θέρειος of summer ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. ὥραις: θέρειος coni. Wil.) (I. 2.41)
Greek Monolingual
θέρειος, -ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) θέρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» — θερινή ξηρασία, Εμπ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα)
το θέρος
3. (το υπερθ.) θερείτατος, -άτη, -ον
θερμότατος.
Greek Monotonic
θέρειος: -α, -ον (θέρος), αυτός που αναφέρεται ή βρίσκεται μέσα στο καλοκαίρι· θερεία, Ιων. -είη, (ενν. ὥρα), ἡ = θέρος, η εποχή του καλοκαιριού, το καλοκαίρι, σε Ηρόδ., ταῖςθερείαις, σε Πίνδ.
Middle Liddell
θέρειος, η, ον θέρος
of summer, in summer:— θερεία, ionic -είη, (sc. ὥρἀ, = θέρος, summer-time, summer, Hdt.; ταῖς θερείαις Pind.