ἐξέλκω: Difference between revisions
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekselko | |Transliteration C=ekselko | ||
|Beta Code=e)ce/lkw | |Beta Code=e)ce/lkw | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. ἐξέλξω [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''365 (Pors.): aor. 1 ἐξείλκῠσα; inf. ἐξελκύσαι Id.''Pax''315, 506:—Pass., ἐξελκυσθῇ [[Herodotus|Hdt.]]2.70:—[[draw]], [[drag out]], Il.23.762: c. gen. loci, Od.5.432 (Pass.); [[φάσγανον]].. ἐ. κολεοῦ [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''544; <b class="b3">Ἑλλάδ' ἐξέλκων δουλίας</b> [[rescue]] from [[slavery]], Pi. ''P.''1.75; <b class="b3">δύστηνον ἐξέλκων πόδα</b>, of a [[lame]] man, S.''Ph.''291: abs., without [[πόδα]], of one [[wounded]], [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1121; ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς θύραζε Ar. ''Eq.''365 (Pors. for [[ἐξελῶ]]); <b class="b3">ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην</b> [[drag]] her out of the [[cave]], Id.''Pax''294, cf. 315,506; rare in Prose, as [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 515e; ἐξελκυσθείς [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1311b30; τέχναι τινὰ ἐ. τῆς πενίας Lib. ''Or.''39.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 15:00, 25 November 2024
English (LSJ)
fut. ἐξέλξω Ar.Eq.365 (Pors.): aor. 1 ἐξείλκῠσα; inf. ἐξελκύσαι Id.Pax315, 506:—Pass., ἐξελκυσθῇ Hdt.2.70:—draw, drag out, Il.23.762: c. gen. loci, Od.5.432 (Pass.); φάσγανον.. ἐ. κολεοῦ E.Hec.544; Ἑλλάδ' ἐξέλκων δουλίας rescue from slavery, Pi. P.1.75; δύστηνον ἐξέλκων πόδα, of a lame man, S.Ph.291: abs., without πόδα, of one wounded, E.Andr.1121; ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς θύραζε Ar. Eq.365 (Pors. for ἐξελῶ); ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην drag her out of the cave, Id.Pax294, cf. 315,506; rare in Prose, as Pl.R. 515e; ἐξελκυσθείς Arist.Pol.1311b30; τέχναι τινὰ ἐ. τῆς πενίας Lib. Or.39.14.
German (Pape)
[Seite 876] herausziehen; πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον Il. 23, 762; θαλάμης, aus dem Schlupfwinkel, Od. 5, 432; φάσγανον κολεοῦ Eur. Hec. 544; übertr., Έλλάδα δουλίας Pind. P. 1, 75, aus der Knechtschaft erretten; ἐξελκύσαι, inf. aor., Ar. Paz 315; πόδα πρός τι, den Fuß fortschleppen, Soph. Phil. 291; seltener in Prosa, πρὶν ἐξελκύσειεν εἰς τὸ φῶς Plat. Rep. VII, 515 e; N.T.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
pour les autres temps, on emploie les temps correspondants de ἐξελκύω;
tirer de : τινος d'un lieu ; φάσγανον κολεοῦ EUR un glaive du fourreau ; abs. tirer péniblement, traîner.
Étymologie: ἐξ, ἕλκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέλκω: ἀόρ. α΄ -είλκυσα, ἀπαρ. -ελκύσαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 315, 506. ― Παθ. -ελκυσθῇ Ἡρόδ. 2. 70 (ἴδε τὸ ῥῆμα ἕλκω). Ἕλκω ἔξω, Ἰλ. Ψ. 762 (ἴδε τὴν λ. πηνίον)· μετὰ γεν. τόπου, Ὀδ. Ε. 432 (ἴδε τὴν λ. θαλάμη)· φάσγανον... ἐξ. κολεοῦ Εὐρ. Ἑκ. 544· δουλείας ἐξ., σῴζειν ἀπὸ τῆς δουλείας, Λατ. eripere, Πινδ. Π. 1. 146· δύστηνον ἐξέλκων πόδα, περὶ τοῦ Φιλοκτήτου, ὅστις εἶχεν δεινὸς ἕλκος εἰς τὸν πόδα, Σοφ. Φιλ. 291· καὶ ἀπολ., ἐξέλκει δὲ (κατὰ τοὺς μὲν ἐξυπακ. πόδα, κατ’ ἄλλους δὲ ἑαυτόν, καὶ κατὰ τὸν Heath φάσγανον) Εὐρ. Ἀνδρ. 1121· ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς θύραζε Ἀριστοφ. Ἱππ. 365 (κατὰ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἐξελῶ)· ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην, ἑλκύσαι αὐτὴν ἔξω τοῦ ἄντρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 294, πρβλ. 307, 315, 506, 511· ― σπανίως παρὰ πεζογράφοις, ὡς παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 515Ε· ἐξελκυσθεὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 19.
English (Autenrieth)
draw out, w. gen., Od. 5.432; the thread of the woof through the warp, Il. 23.762.
English (Slater)
ἐξέλκω drag out met., deliver c. acc. & gen. Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας (P. 1.75)
English (Strong)
from ἐκ and ἑλκύω; to drag forth, i.e. (figuratively) to entice (to sin): draw away.
English (Thayer)
(present passive participle ἐξελκόμενος); to draw out, (Homer, Pindar, Attic writings); metaphorically, equivalent to to lure forth (A. V. draw away): ὑπό τῆς ... ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος, Wetstein (1752) at the passage) to the seductions of a harlot, personated by ἐπιθυμία; see τίκτω.)
Greek Monolingual
(AM ἐξέλκω)
σέρνω προς τα έξω («φάσγανον ἐξεῖλκε κολεοῦ», Ευρ.)
νεοελλ.
(για πλοίο) ρυμουλκώ έξω από το λιμάνι
αρχ.
σώζω («Ἑλλάδα ἐξέλκων δουλίας», Πίνδ.).
βλ. εξελκούμαι.
Greek Monotonic
ἐξέλκω: αόρ. αʹ -είλκῠσα, και γʹ ενικ. Παθ. υποτ. -ελκυσθῇ (από το ἑλκύω)·
I. 1. σύρω ή τραβώ προς τα έξω, σε Ομήρ. Ιλ.
2. τραβώ έξω από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. σύρω, παρασύρω κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
aor1 -είλκῠσα 3rd sg. pass. subj. -ελκυσθῇ
I. to draw or drag out, Il.
2. to drag out from a place, c. gen., Od., Eur.
II. to drag along, Soph., Eur.
Chinese
原文音譯:™xšlkw 誒克士-誒而可
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-拉
字義溯源:拖向前,拉長,牽引;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἑλκύω)*=拖曳)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 牽引(1) 雅1:14