3,274,277
edits
(6_11) |
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psaltikos | |Transliteration C=psaltikos | ||
|Beta Code=yaltiko/s | |Beta Code=yaltiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ψαλτική, ψαλτικόν, of or for [[harp playing]], [[ψαλτικὸν ὄργανον]] = a [[stringed]] [[instrument]], Ath.14.634f (of the [[μάγαδις]]); <b class="b3">ἄνδρα ψαλτικὴν ἀγαθόν</b> a [[good]] [[harpist]], Ael. ap. Ar.Byz.''Epit.''84.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψαλτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ ψάλλειν, κιθαρίζειν, ψ. [[ὄργανον]], ἔγχορδον [[ὄργανον]], Ἀθήν. 634F, [[ἔνθα]] περιγράφεται, ἡ [[μάγαδις]]. | |lstext='''ψαλτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ ψάλλειν, κιθαρίζειν, ψ. [[ὄργανον]], ἔγχορδον [[ὄργανον]], Ἀθήν. 634F, [[ἔνθα]] περιγράφεται, ἡ [[μάγαδις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ψαλτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ψάλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψάλτη ή στο [[ψάλσιμο]]<br /><b>2.</b> (για ωδές, [[κείμενα]], τροπάρια) αυτός που ψάλλεται, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] εκείνον που αναγιγνώσκεται<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ψαλτική</i><br />η [[τέχνη]] του ιεροψάλτη<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ψαλτικά</i><br />η χρηματική [[αμοιβή]] του ψάλτη εκκλησίας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «βγήκαν τα ψαλτικά»<br /><b>μτφ.</b> ανταμείφθηκα για τους κόπους μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[παίξιμο]] έγχορδων μουσικών οργάνων<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[παίξιμο]] έγχορδου μουσικού οργάνου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ψαλτικὸν [[ὄργανον]]» — έγχορδο μουσικό όργανο <b>Αθήν.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψαλτικά</i> Ν<br />με τραγουδιστό τρόπο. | |||
}} | }} |