ὑπόλισπος: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
mNo edit summary |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypolispos | |Transliteration C=ypolispos | ||
|Beta Code=u(po/lispos | |Beta Code=u(po/lispos | ||
|Definition=Att. ὑπόλισφος, ον, | |Definition=Att. [[ὑπόλισφος]], ον, [[flat underneath]], πυγίδια [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]'' 1368; τὰ ὑπὸ τῷ ἰσχίῳ μήτε ὑπόλισφα ἔστω μήτ' αὖ περιττά Philostr. ''Gym.''35; of persons, [[flat-hipped]], Poll.2.184, Phryn.''PS'' p.117B.; ([[παρθένοι]]) Ruf. ap. Orib.inc.2.24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] etwas glatt, schlüpfrig, πυγίδια Ar. Equ. 1365. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] etwas [[glatt]], [[schlüpfrig]], πυγίδια Ar. Equ. 1365. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[un peu plat]], [[un peu maigre]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λίσπος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόλισπος:''' атт. [[ὑπόλισφος]] 2 [[несколько вытертый]], [[разглаженный]] (πυγίδια Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόλισπος''': Ἀττικ. -λισφος, ον, τετριμμένος πως ἢ ἐστενωμένος, ἐπὶ τῆς πυγῆς τῶν ἐρετῶν, διὰ τὴν συνεχῆ εἰρεσίαν, - πρῶτον μὲν ὁπόσοι [[ναῦς]] ἐλαύνουσιν μακράς, καταγομένοις τὸν μισθὸν ἀποδώσω ’ντελῆ. - ΑΓ. πολλοῖς γ’ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 1368, πρβλ. | |lstext='''ὑπόλισπος''': Ἀττικ. -λισφος, ον, τετριμμένος πως ἢ ἐστενωμένος, ἐπὶ τῆς πυγῆς τῶν ἐρετῶν, διὰ τὴν συνεχῆ εἰρεσίαν, - πρῶτον μὲν ὁπόσοι [[ναῦς]] ἐλαύνουσιν μακράς, καταγομένοις τὸν μισθὸν ἀποδώσω ’ντελῆ. - ΑΓ. πολλοῖς γ’ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 1368, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 184, Α. Β. 68. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. [[ὑπόλισφος]], -ον, Α<br />(ως [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] ( | |mltxt=και αττ. τ. [[ὑπόλισφος]], -ον, Α<br />(ως [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] («πολλοῖς γ' ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίσπος]] / [[λίσφος]] «[[λείος]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόλισπος:''' Αττ. -λισφος, <i>-ον</i>, κάπως [[λείος]], [[τριμμένος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὑπόλισπος:''' Αττ. -λισφος, <i>-ον</i>, κάπως [[λείος]], [[τριμμένος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑπό-λισπος, | |mdlsjtxt=ὑπό-λισπος, ''Att.'' -λισφος, ον,<br />[[somewhat]] [[smooth]], [[worn]] [[smooth]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:36, 25 November 2024
English (LSJ)
Att. ὑπόλισφος, ον, flat underneath, πυγίδια Ar.Eq. 1368; τὰ ὑπὸ τῷ ἰσχίῳ μήτε ὑπόλισφα ἔστω μήτ' αὖ περιττά Philostr. Gym.35; of persons, flat-hipped, Poll.2.184, Phryn.PS p.117B.; (παρθένοι) Ruf. ap. Orib.inc.2.24.
German (Pape)
[Seite 1224] etwas glatt, schlüpfrig, πυγίδια Ar. Equ. 1365.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu plat, un peu maigre.
Étymologie: ὑπό, λίσπος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλισπος: атт. ὑπόλισφος 2 несколько вытертый, разглаженный (πυγίδια Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλισπος: Ἀττικ. -λισφος, ον, τετριμμένος πως ἢ ἐστενωμένος, ἐπὶ τῆς πυγῆς τῶν ἐρετῶν, διὰ τὴν συνεχῆ εἰρεσίαν, - πρῶτον μὲν ὁπόσοι ναῦς ἐλαύνουσιν μακράς, καταγομένοις τὸν μισθὸν ἀποδώσω ’ντελῆ. - ΑΓ. πολλοῖς γ’ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 1368, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 184, Α. Β. 68.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ὑπόλισφος, -ον, Α
(ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῖς γ' ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λίσπος / λίσφος «λείος»].
Greek Monotonic
ὑπόλισπος: Αττ. -λισφος, -ον, κάπως λείος, τριμμένος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὑπό-λισπος, Att. -λισφος, ον,
somewhat smooth, worn smooth, Ar.