ἐπιτυχής: Difference between revisions

m
no edit summary
(14)
mNo edit summary
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitychis
|Transliteration C=epitychis
|Beta Code=e)pituxh/s
|Beta Code=e)pituxh/s
|Definition=ές, (ἐπιτυγχάνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hitting the mark, successful</b> (opp. <b class="b3">ἀποτυχής</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sis.</span>391c</span> (Comp.)), κότος <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>744</span> Turneb.(lyr.); ἔν τινι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Div.Somn.</span> 463b19</span>, <span class="bibl">D.S.4.83</span> ; κατά τι <span class="bibl">Plb.5.102.1</span> ; ἐς πάντα <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.149</span> (Sup.): c.gen., <b class="b3">ἐ. τῶν καιρῶν δόξα</b> <b class="b2">that always hits</b> the right nail on the head, <span class="bibl">Isoc.12.30</span>. Adv. -χῶς, εἰπεῖν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>38d</span> ; διειλέχθαι <span class="bibl">Isoc.12.230</span>, cf.<span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>17</span>, <span class="bibl">Aët.9.28</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., <b class="b2">easy to hit</b>, εὔβλητοι καὶ ἐ. <span class="bibl">App.<span class="title">Syr.</span>35</span>.</span>
|Definition=ἐπιτυχές, ([[ἐπιτυγχάνω]])<br><span class="bld">A</span> [[hitting the mark]], [[successful]] (opp. [[ἀποτυχής]], Pl.''Sis.''391c (Comp.)), κότος A.''Supp.''744 Turneb.(lyr.); ἔν τινι Arist.''Div.Somn.'' 463b19, [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.83; κατά τι Plb.5.102.1; ἐς πάντα App.''BC''2.149 (Sup.): c.gen., ἐπιτυχὴς τῶν καιρῶν δόξα = that always [[hit]]s the right [[nail]] on the [[head]], Isoc.12.30. Adv. [[ἐπιτυχῶς]], εἰπεῖν [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 38d; διειλέχθαι Isoc.12.230, cf.Plu.''Mar.''17, Aët.9.28.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[easy to hit]], εὔβλητοι καὶ ἐ. App.''Syr.''35.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0998.png Seite 998]] ές, das Ziel treffend, erreichend, βέλη App.; gew. übertr., seine Absicht, seinen Wunsch erreichend, erlangt habend, ἔπλευσαν ὧδ' ἐπιτυχεῖ κότῳ Aesch. Suppl. 725; τοῦ μὴ ὄντος ἐπιτυχέστερος Plat. Sis. 391 d; δόξαν ἐπιτυχῆ τῶν καιρῶν ἔχειν καὶ δυναμένην στοχάζεσθαι τοῦ συμφέροντος Isocr. 12, 30; glücklich, Pol. 3, 15, 6; ἐν ταῖς πράξεσιν D. Sic. 4, 83, u. öfter bei Sp. – Pass. leicht zu treffen, zu erreichen, τοῖς πολεμίοις εὔβλητοι καὶ ἐπιτυχεῖς ὄντες App. Syr. 35. – Adv. treffend, εἰπών Plat. Phil. 38 d; Folgde; προηγόρευε Plut. Mar. 17; ἐπιτ. διειλεγμένος, mit Erfolg, Isocr. 12, 230.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0998.png Seite 998]] ές, [[das Ziel treffend]], [[erreichend]], βέλη App.; gew. übertr., seine Absicht, seinen Wunsch erreichend, erlangt habend, ἔπλευσαν ὧδ' ἐπιτυχεῖ κότῳ Aesch. Suppl. 725; τοῦ μὴ ὄντος ἐπιτυχέστερος Plat. Sis. 391 d; δόξαν ἐπιτυχῆ τῶν καιρῶν ἔχειν καὶ δυναμένην στοχάζεσθαι τοῦ συμφέροντος Isocr. 12, 30; [[glücklich]], Pol. 3, 15, 6; ἐν ταῖς πράξεσιν D. Sic. 4, 83, u. öfter bei Sp. – Pass. [[leicht zu treffen]], zu [[erreichen]], τοῖς πολεμίοις εὔβλητοι καὶ ἐπιτυχεῖς ὄντες App. Syr. 35. – Adv. [[treffend]], εἰπών Plat. Phil. 38 d; Folgde; προηγόρευε Plut. Mar. 17; ἐπιτ. διειλεγμένος, mit Erfolg, Isocr. 12, 230.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui atteint le but]] ; <i>fig.</i> [[qui obtient ce qu'il souhaite]], [[qui réussit]], [[heureux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτυγχάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτῠχής:'''<br /><b class="num">1</b> досл. [[бьющий прямо в цель]], перен. [[достигающий цели]], [[добивающийся своего]] ([[κότος]] Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[удачливый]], [[преуспевающий]] (τινος Plat., ἔν τινι Arst., Diod. и [[κατά]] τι Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτυχής''': -ές, ([[ἐπιτυγχάνω]]), ὁ ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ, [[ἀποτελεσματικός]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἀποτυχής]], ἐν τῷ Συγκρ. (Πλάτ. Σίσυφ. 391D)· [[κότος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 744· ἔν τινι Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ ὕπν. μαντικῆς 2, Διόδ. 4. 83· κατά τι Πολύβ. 5. 102, 1· [[μετὰ]] γεν., ἐπ. τῶν καιρῶν [[δόξα]], ἥτις ἀείποτε ἐπιτυγχάνει, Ἰσοκρ. 239 Α. ― Ἐπίρρ., ἐπιτυχῶς εἰπεῖν Πλάτ. Φίλ. 38D· διειλέχθαι Ἰσοκρ. 280D. ΙΙ. Παθ., [[εὔκολος]] εἰς τὸ νὰ κτυπήσῃ τις αὐτόν, εὔβλητοι καὶ ἐπ. Ἀππ. Συρ. 25.
|lstext='''ἐπιτυχής''': -ές, ([[ἐπιτυγχάνω]]), ὁ ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ, [[ἀποτελεσματικός]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἀποτυχής]], ἐν τῷ Συγκρ. (Πλάτ. Σίσυφ. 391D)· [[κότος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 744· ἔν τινι Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ ὕπν. μαντικῆς 2, Διόδ. 4. 83· κατά τι Πολύβ. 5. 102, 1· μετὰ γεν., ἐπ. τῶν καιρῶν [[δόξα]], ἥτις ἀείποτε ἐπιτυγχάνει, Ἰσοκρ. 239 Α. ― Ἐπίρρ., ἐπιτυχῶς εἰπεῖν Πλάτ. Φίλ. 38D· διειλέχθαι Ἰσοκρ. 280D. ΙΙ. Παθ., [[εὔκολος]] εἰς τὸ νὰ κτυπήσῃ τις αὐτόν, εὔβλητοι καὶ ἐπ. Ἀππ. Συρ. 25.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ής, ές :<br />qui atteint le but ; <i>fig.</i> qui obtient ce qu’il souhaite, qui réussit, heureux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτυγχάνω]].
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιτυχής]])<br /><b>1.</b> [[εύστοχος]], [[αποτελεσματικός]] (α. «[[επιτυχής]] [[βολή]], [[εκλογή]]» κ.λπ.<br />β. «επιτυχείς αγώνες»)<br /><b>2.</b> αυτός που έγινε καλά, ο [[σύμφωνος]] ή [[ανάλογος]] με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να [[είναι]] (α. «[[επιτυχής]] [[συμφωνία]]» β. «επιτυχείς απαντήσεις» γ. «τὴν δόξαν ἐπιτυχῇ τῶν καιρῶν ἔχοντας», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να προσβληθεί εύκολα και με [[επιτυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτυχώς</i> (AM ἐπιτυχῶς)<br />με [[επιτυχία]], εύστοχα, πετυχημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i>. Το β’ συνθετικό -<i>τυχής</i> εμφανίζει το θ. <i>τυχ</i>- ([[πρβλ]]. [[έτυχον]], [[τύχη]]) και απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[ευτυχής]], [[δυστυχής]])].
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[effectual]], [[hitting the mark]]
}}
}}
{{grml
{{trml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιτυχής]])<br /><b>1.</b> [[εύστοχος]], [[αποτελεσματικός]] (α. «[[επιτυχής]] [[βολή]], [[εκλογή]]» κ.λπ.<br />β. «επιτυχείς αγώνες»)<br /><b>2.</b> αυτός που έγινε καλά, ο [[σύμφωνος]] ή [[ανάλογος]] με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να [[είναι]] (α. «[[επιτυχής]] [[συμφωνία]]» β. «επιτυχείς απαντήσεις» γ. «τὴν δόξαν ἐπιτυχῇ τῶν καιρῶν ἔχοντας», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να προσβληθεί εύκολα και με [[επιτυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτυχώς</i> (AM ἐπιτυχῶς)<br />με [[επιτυχία]], εύστοχα, πετυχημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i>. Το β’ συνθετικό -<i>τυχής</i> εμφανίζει το θ. <i>τυχ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έτυχ</i>-<i>ον</i>, <i>τύχ</i>-<i>η</i>) και απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>τυχής</i>, <i>δυσ</i>-<i>τυχής</i>)].
|trtx====[[successful]]===
Arabic: نَاجِح‎, فَائِز‎, مُوَفَّق‎; Azerbaijani: uğurlu, müvəffəqiyyətli; Basque: arrakastatsu; Belarusian: паспяховы; Bengali: সফল, কামিয়াব; Bulgarian: успешен; Catalan: reeixit; Chinese Mandarin: 有成效的, 完滿/完满, 成功的; Cantonese: 成功嘅; Czech: úspěšný; Danish: succesfuld, succesrig; Dutch: [[succesvol]], [[geslaagd]], [[gelukt]]; Esperanto: sukcesa; Estonian: edukas, õnnestunud; Finnish: onnistunut, menestynyt, menestyvä; French: [[ayant du succès]], [[marqué de succès]], [[couronné de succès]]; Georgian: წარმატებული; German: [[erfolgreich]]; Greek: [[επιτυχημένος]], [[επιτυχών]]; Ancient Greek: [[βιόπραγος]], [[ἐπικυδής]], [[ἐπίσκοπος]], [[ἐπιτευκτικός]], [[ἐπιτυχής]], [[εὐεπίτευκτος]], [[εὔροος]], [[εὔστοχος]], [[εὐτυχής]], [[κατορθωτικός]], [[ὀρθόπλοος]], [[οὔριος]]; Hebrew: מוצלח‎; Hindi: सफल; Hungarian: sikeres, eredményes; Indonesian: berhasil; Irish: áitheasach; Italian: [[di successo]], [[coronato dal successo]], [[riuscito]]; Japanese: 成功した; Korean: 성공적(成功的), 성공(成功)한; Latin: [[prosper]], [[prosperus]]; Lü: ᦷᦎᧅᦑᦲᧈ, ᦷᦎᧅᦑᦲᧈᦔᦲᧃᦡᦲ; Macedonian: успешен; Malay: berjaya; Maori: momoho, angitu; Norwegian Bokmål: vellykket; Nynorsk: vellukka; Old English: spēdiġ; Persian: موفق‎, کامگار‎; Polish: udany; Portuguese: [[bem-sucedido]], [[conseguido]], [[próspero]]; Romanian: reușit, izbutit, plin de succes; Russian: [[успешный]], [[благополучный]], [[удачный]]; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian Cyrillic: успешан, успјешан; Roman: uspešan, uspješan; Slovak: úspešný; Slovene: uspešen; Spanish: [[exitoso]], [[logrado]], [[afortunado]]; Swedish: lyckad, framgångsrik; Turkish: muvaffaklar, muvaffak; Ukrainian: успі́шний, вдатний; Urdu: سپھل‎; Vietnamese: thành công; Yiddish: הצלחהדיק
}}
}}