ἀβερτή: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(6_12)
(No difference)

Revision as of 09:16, 5 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀβερτή: ῆς, ἡ (ἀορτήρ), Λατ. averta, γυλιός, σακκοπήρα. «ἀορτήν, λέγουσιν οἱ πολλοὶ νῦν ἀβερτήν· Μακεδονικὸν δὲ καὶ τὸ σκεῦος καὶ τὸ ὄνομα». Σουΐδ.