σφαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(11)
 
(6_5)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sfali/zw
|Beta Code=sfali/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fetter</b> (cf. σφαλλός 2), Hsch. s.v. [[ἐσφάλιξεν]], Phot. s.v. [[ἐσφάλιζεν]]. σφάλλον· <b class="b3">κολάκευσον</b>, Hsch.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fetter</b> (cf. σφαλλός 2), Hsch. s.v. [[ἐσφάλιξεν]], Phot. s.v. [[ἐσφάλιζεν]]. σφάλλον· <b class="b3">κολάκευσον</b>, Hsch.</span>
}}
{{ls
|lstext='''σφᾰλίζω''': δένω, [[δεσμεύω]], «ἐσφάλιξεν· ἔσφηλεν. ἔδησε· σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμὸς» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φώτ. ἐν λ. ἐσφάλιζεν. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[κλείω]], ἀνοίγει καὶ σφαλίζει τὸ [[στόμα]] [[αὐτοῦ]] συχνὰ διὰ τὴν στενοχωρίαν ἣν ἔχει Ὀρνεοσόφ. σ. 250· σφαλισθῆναι τὰ δημόσια λουτρὰ Θεοφάν. σ. 107.
}}
}}

Revision as of 09:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰλίζω Medium diacritics: σφαλίζω Low diacritics: σφαλίζω Capitals: ΣΦΑΛΙΖΩ
Transliteration A: sphalízō Transliteration B: sphalizō Transliteration C: sfalizo Beta Code: sfali/zw

English (LSJ)

   A fetter (cf. σφαλλός 2), Hsch. s.v. ἐσφάλιξεν, Phot. s.v. ἐσφάλιζεν. σφάλλον· κολάκευσον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰλίζω: δένω, δεσμεύω, «ἐσφάλιξεν· ἔσφηλεν. ἔδησε· σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμὸς» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φώτ. ἐν λ. ἐσφάλιζεν. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, κλείω, ἀνοίγει καὶ σφαλίζει τὸ στόμα αὐτοῦ συχνὰ διὰ τὴν στενοχωρίαν ἣν ἔχει Ὀρνεοσόφ. σ. 250· σφαλισθῆναι τὰ δημόσια λουτρὰ Θεοφάν. σ. 107.