ἰουλίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(c2) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] einen Milchbart bekommen, κροτάφοισιν Tryphiod. 52; VLL. τῆς γενειάδος ἄρχεσθαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] einen Milchbart bekommen, κροτάφοισιν Tryphiod. 52; VLL. τῆς γενειάδος ἄρχεσθαι. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἰουλίζω''': μέλλ. ίσω, [[χνοάζω]], ἀπαντᾷ μόνον παρὰ Τρυφιοδ. (53), ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] ἦτο παλαιοτέρα, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Φωτ. Λεξ.: «ἰουλίζων, ὁ τῆς γενειάδος ἀρχόμενος». | |||
}} | }} |
Revision as of 09:36, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῐ],
A become downy or hairy, Tryph.53, cf.Phot.
German (Pape)
[Seite 1256] einen Milchbart bekommen, κροτάφοισιν Tryphiod. 52; VLL. τῆς γενειάδος ἄρχεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἰουλίζω: μέλλ. ίσω, χνοάζω, ἀπαντᾷ μόνον παρὰ Τρυφιοδ. (53), ἀλλ’ ἡ λέξις ἦτο παλαιοτέρα, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Φωτ. Λεξ.: «ἰουλίζων, ὁ τῆς γενειάδος ἀρχόμενος».