διατειχίζω: Difference between revisions
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
(13_5) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0606.png Seite 606]] durch eine Mauer, Verschanzung (die<b class="b2"> dazwischen</b> gezogen) trennen, schützen; Ἰσθμόν Lys. 2, 44; Isocr. 4, 93; Plut. Them. 9; – τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Pol. 8, 34; geradezu trennen, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen. Symp. 5, 6; neben [[διορίζω]] Luc. hist. conscr. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0606.png Seite 606]] durch eine Mauer, Verschanzung (die<b class="b2"> dazwischen</b> gezogen) trennen, schützen; Ἰσθμόν Lys. 2, 44; Isocr. 4, 93; Plut. Them. 9; – τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Pol. 8, 34; geradezu trennen, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen. Symp. 5, 6; neben [[διορίζω]] Luc. hist. conscr. 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διατειχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· - [[ἀποχωρίζω]] καὶ ὀχυρώνω διὰ τείχους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 818· τὸν Ἰσθμὸν Λυσ. 194. 39· τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Πολύβ. 8. 34, 2· πρβλ. [[διασταυρόω]]. 2) [[διαχωρίζω]] ὡς διὰ τείχους, ἡ ῥὶς δ. τὰ ὄμματα Ξεν. Συμπ. 5, 6· διατετείχισται ἡ [[ἱστορία]] πρὸς τὸ [[ἐγκώμιον]], [[εἶναι]] κεχωρισμένη ἀπ’ [[αὐτοῦ]], Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:37, 5 August 2017
English (LSJ)
A cut off and fortify by a wall, Ar.Eq.818; τὸν Ἰσθμόν Lys.2.44; τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Plb.8.32.2. 2 divide as by a wall, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα X.Smp.5.6: metaph., keep apart, φῶς καὶ σκότος Ph.1.632, al.; διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον is separated from it, Luc.Hist.Conscr.7.
German (Pape)
[Seite 606] durch eine Mauer, Verschanzung (die dazwischen gezogen) trennen, schützen; Ἰσθμόν Lys. 2, 44; Isocr. 4, 93; Plut. Them. 9; – τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Pol. 8, 34; geradezu trennen, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen. Symp. 5, 6; neben διορίζω Luc. hist. conscr. 7.
Greek (Liddell-Scott)
διατειχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· - ἀποχωρίζω καὶ ὀχυρώνω διὰ τείχους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 818· τὸν Ἰσθμὸν Λυσ. 194. 39· τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Πολύβ. 8. 34, 2· πρβλ. διασταυρόω. 2) διαχωρίζω ὡς διὰ τείχους, ἡ ῥὶς δ. τὰ ὄμματα Ξεν. Συμπ. 5, 6· διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον, εἶναι κεχωρισμένη ἀπ’ αὐτοῦ, Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 7.