ἔδαφος: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
(13_6a)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0715.png Seite 715]] τό ([[ἕδος]]), Sitz, Grundlage, <b class="b2">Boden</b>; [[νηός]] Od. 5, 279; πλοίου Dem. 32, 5, wie Plut. Thes. 19; καθελόντες εἰς [[ἔδαφος]] Thuc. 3, 68, bis auf den Grund zerstören, dem Erdboden gleich machen, κατασκάπτειν εἰς ἔδ. 4, 109; vgl. Pol. 4, 67, 10; Grund u. Boden, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Aesch. 3, 134; ὑπὲρ αὐτῶν τῶν ἐδαφῶν ἐν κινδύνῳ (Th. Mag. ἐδάφων), Dem. 26, 11; θαλάσσης Arist. H. A. 4, 8; ποταμοῦ Xen. Cyr. 7, 5, 18; Fußboden, Estrich, Ath. XII, 542 d; Poll. 1, 80. – Grundstück, Inscr. I p. 287, 5. – Bei Sp. der Grundtext, Urschrift.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0715.png Seite 715]] τό ([[ἕδος]]), Sitz, Grundlage, <b class="b2">Boden</b>; [[νηός]] Od. 5, 279; πλοίου Dem. 32, 5, wie Plut. Thes. 19; καθελόντες εἰς [[ἔδαφος]] Thuc. 3, 68, bis auf den Grund zerstören, dem Erdboden gleich machen, κατασκάπτειν εἰς ἔδ. 4, 109; vgl. Pol. 4, 67, 10; Grund u. Boden, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Aesch. 3, 134; ὑπὲρ αὐτῶν τῶν ἐδαφῶν ἐν κινδύνῳ (Th. Mag. ἐδάφων), Dem. 26, 11; θαλάσσης Arist. H. A. 4, 8; ποταμοῦ Xen. Cyr. 7, 5, 18; Fußboden, Estrich, Ath. XII, 542 d; Poll. 1, 80. – Grundstück, Inscr. I p. 287, 5. – Bei Sp. der Grundtext, Urschrift.
}}
{{ls
|lstext='''ἔδᾰφος''': -εος, τό: (ἴδε ἐν λ. ὁδός, [[ὀδός]], [[οὖδας]])· - ὁ [[πυθμήν]], τὸ θεμέλιον, ἡ βάσις παντὸς πράγματος, Θουκ. 1. 10· [[ἔδαφος]] [[νηός]], τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς [[νεώς]], τὸ κατώτατον [[κύτος]] αὐτῆς, Ὀδ. Ε. 249· [[ἔδαφος]] πλοίου Δημ. 883. 22, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 6· ἔδ. ποταμοῦ, θαλάττης Ξεν. Κύρ. 7. 5, 18, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 18· ποτηρίου Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 2. 2) τὸ κατάγειον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, τὸ [[δάπεδον]], οἴκου Ἡρόδ. 8. 137· καθαιρεῖν εἰς τὸ [[ἔδαφος]], κατεδαφίζειν, Θουκ. 3. 68. 3) [[τόπος]], γῆ, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Αἰσχίν. 72. 41, πρβλ. Δημ. 809, ἐν τέλει· ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει Δημ. 99. 19., 134, 14: - [[ὡσαύτως]] γῆ ὑπὸ ἔποψιν ποιότητος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 11, 8, κτλ.· πλ., ἐδάφη, γαῖαι, χωράφια (ὡς κτήματα), Ἰσαῖος 88. 22, πρβλ. Δημ. 803, ἐν τέλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 162. 17. 4) μεταφ. τὸ ἀρχικὸν κείμενον συγγράμματος, τὸ πρωτότυπον Γαλην. τ. 17. 1, σ. 909Κ.
}}
}}

Revision as of 09:56, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔδᾰφος Medium diacritics: ἔδαφος Low diacritics: έδαφος Capitals: ΕΔΑΦΟΣ
Transliteration A: édaphos Transliteration B: edaphos Transliteration C: edafos Beta Code: e)/dafos

English (LSJ)

εος, τό,

   A bottom, foundation, base of anything, τῆς κατασκευῆς τὰ ἐ. Th.1.10; ἔ. νηός bottom of a ship, Od.5.249; ἔ. πλοίου D.32.5, cf. Pherecr.12; ἔ. ποταμοῦ, τῆς θαλάττης, X.Cyr.7.5.18, Arist.HA534a11; [ποτηρίου] Pherecr.143.2.    2 ground-floor, pavement, οἴκου Hdt.8.137; καθελεῖν ἐς ἔ. raze to the ground, Th. 3.68; τὸ ἔ. ὁμαλίσασι IG11(2).161 A57 (Delos, iii B.C.); ἔπεσον εἰς τὸ ἔ. Act.Ap.22.7; ἀπὸ ἐδάφους μέχρι παντὸς ὕψους CPR95.17 (iii A. D.), etc.    3 ground, soil, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι for our country's soil, Aeschin.3.134, cf. D.26.11 (pl.); ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει, of a mortal foe, Id.8.39, 10.11; ὀκρυόειν ἔ. Eleg.Alex. Adesp. 1.7; soil, viewed in regard to its quality, Thphr.CP2.4.1 (pl.), 4.11.8: pl., ἐδάφη lands and tenements (incl. houses), Is.11.42, IG 2.780, PTeb.302.10 (i A.D.); also, masses of earth, Epicur.Ep.2p.48U.    4 text of a manuscript, opp. margin (μέτωπον), Gal.16.837, 18(2).864.    b manuscript, Id.16.468 (s.v.l.).    5 background of puppet-theatre, Hero Aut.30.1, al.

German (Pape)

[Seite 715] τό (ἕδος), Sitz, Grundlage, Boden; νηός Od. 5, 279; πλοίου Dem. 32, 5, wie Plut. Thes. 19; καθελόντες εἰς ἔδαφος Thuc. 3, 68, bis auf den Grund zerstören, dem Erdboden gleich machen, κατασκάπτειν εἰς ἔδ. 4, 109; vgl. Pol. 4, 67, 10; Grund u. Boden, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Aesch. 3, 134; ὑπὲρ αὐτῶν τῶν ἐδαφῶν ἐν κινδύνῳ (Th. Mag. ἐδάφων), Dem. 26, 11; θαλάσσης Arist. H. A. 4, 8; ποταμοῦ Xen. Cyr. 7, 5, 18; Fußboden, Estrich, Ath. XII, 542 d; Poll. 1, 80. – Grundstück, Inscr. I p. 287, 5. – Bei Sp. der Grundtext, Urschrift.

Greek (Liddell-Scott)

ἔδᾰφος: -εος, τό: (ἴδε ἐν λ. ὁδός, ὀδός, οὖδας)· - ὁ πυθμήν, τὸ θεμέλιον, ἡ βάσις παντὸς πράγματος, Θουκ. 1. 10· ἔδαφος νηός, τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς νεώς, τὸ κατώτατον κύτος αὐτῆς, Ὀδ. Ε. 249· ἔδαφος πλοίου Δημ. 883. 22, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 6· ἔδ. ποταμοῦ, θαλάττης Ξεν. Κύρ. 7. 5, 18, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 18· ποτηρίου Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 2. 2) τὸ κατάγειον μέρος τῆς οἰκίας, τὸ δάπεδον, οἴκου Ἡρόδ. 8. 137· καθαιρεῖν εἰς τὸ ἔδαφος, κατεδαφίζειν, Θουκ. 3. 68. 3) τόπος, γῆ, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Αἰσχίν. 72. 41, πρβλ. Δημ. 809, ἐν τέλει· ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει Δημ. 99. 19., 134, 14: - ὡσαύτως γῆ ὑπὸ ἔποψιν ποιότητος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 11, 8, κτλ.· πλ., ἐδάφη, γαῖαι, χωράφια (ὡς κτήματα), Ἰσαῖος 88. 22, πρβλ. Δημ. 803, ἐν τέλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 162. 17. 4) μεταφ. τὸ ἀρχικὸν κείμενον συγγράμματος, τὸ πρωτότυπον Γαλην. τ. 17. 1, σ. 909Κ.