φρικτός: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(13_4) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1306.png Seite 1306]] adj. verb. von [[φρίσσω]], schauderhaft, schrecklich; φρικτὸν [[σέλας]] ἱεὶς γλήναις Archi. 12 (XV, 51); [[τάφος]] Philp. 83 (VII, 405). Auch Bac. chus heißt so in einem Hymn. (IX, 524). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1306.png Seite 1306]] adj. verb. von [[φρίσσω]], schauderhaft, schrecklich; φρικτὸν [[σέλας]] ἱεὶς γλήναις Archi. 12 (XV, 51); [[τάφος]] Philp. 83 (VII, 405). Auch Bac. chus heißt so in einem Hymn. (IX, 524). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φρικτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[φρίσσω]], ὁ προξενῶν φρίκην, [[φρικώδης]], [[φοβερός]], Ὀρφ. Ὕμν. 13. 6, Πλουτ. Κικ. 49, καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ Ἀνθολογίᾳ συγκρ. -ότερος, Πλουτ. Νουμ. 10· ὑπερθετ. -ότατος, Ἀθήν. 440Ε. ― Ἐπίρρ. τῶς, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ϛ΄, 5). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:57, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (φρίσσω) (misspelt
A φικτρός PMag.Osl.1.261), to be shuddered at, awful, θεῆς ἴδες ἱερὰ φρικτῆς Call.Aet.3.1.6, cf. Orph.H. 14.6, Plu.Cic.49, APl.4.110 (Philostr.), AP9.524.22, Zos.Alch.p.117 B., PMasp.97 ii 51 (vi A. D.); [θεοί] prob. in Phld.D.1.17: Comp. -ότερος Plu.Num.10: Sup. -ότατος Ath.10.440e. Adv. -τῶς LXX Wi.6.5. II bristling with spears, ἀνδρῶν ὄχλος Ezek.Exag.197.
German (Pape)
[Seite 1306] adj. verb. von φρίσσω, schauderhaft, schrecklich; φρικτὸν σέλας ἱεὶς γλήναις Archi. 12 (XV, 51); τάφος Philp. 83 (VII, 405). Auch Bac. chus heißt so in einem Hymn. (IX, 524).
Greek (Liddell-Scott)
φρικτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φρίσσω, ὁ προξενῶν φρίκην, φρικώδης, φοβερός, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 6, Πλουτ. Κικ. 49, καὶ συχν. ἐν τῇ Ἀνθολογίᾳ συγκρ. -ότερος, Πλουτ. Νουμ. 10· ὑπερθετ. -ότατος, Ἀθήν. 440Ε. ― Ἐπίρρ. τῶς, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ϛ΄, 5).