κατωμάδιος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(13_4)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] auf, an der Schulter; [[δίσκος]] Il. 23, 431, die Wurfscheibe, weil man beim Schleudern mit der Hand über die Schulter ausholt, κατὰ τοῦ ὤμου βαλλόμενος Hesych.; κατωμαδία [[κλείς]] Callim. Cer. 45; πήρην δ' εἶχε κατωμαδίην Hosch. epigr. (Plan. 200).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] auf, an der Schulter; [[δίσκος]] Il. 23, 431, die Wurfscheibe, weil man beim Schleudern mit der Hand über die Schulter ausholt, κατὰ τοῦ ὤμου βαλλόμενος Hesych.; κατωμαδία [[κλείς]] Callim. Cer. 45; πήρην δ' εἶχε κατωμαδίην Hosch. epigr. (Plan. 200).
}}
{{ls
|lstext='''κατωμάδιος''': ᾰ, α, ον, ([[ὦμος]]) ἀπὸ τοῦ ὤμου, [[δίσκος]] κατ., [[δίσκος]] ῥιπτόμενος ἀπὸ τοῦ ὤμου, δηλ. ἀπὸ τῆς χειρὸς [[ὑπὲρ]] τὸν ὦμον ὑψωμένης καὶ ἀνεχούσης τὸν δίσκον, Ἰλ. Ψ. 431· πρβλ. [[κατωμαδόν]]. ΙΙ. φερόμενος ἢ φορούμενος ἐπὶ τοῦ ὤμου ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Καλλ. εἰς Δήμ. 45, Ἀνθ. Πλαν. 4. 200.
}}
}}

Revision as of 10:01, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωμάδιος Medium diacritics: κατωμάδιος Low diacritics: κατωμάδιος Capitals: ΚΑΤΩΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: katōmádios Transliteration B: katōmadios Transliteration C: katomadios Beta Code: katwma/dios

English (LSJ)

[ᾰδ], α, ον, (ὦμος)

   A from the shoulder, δίσκος κ. a quoit thrown down from the shoulder, i.e. from the upturned hand held above the shoulder, Il.23.431.    II worn or borne on the shoulder, Call.Cer.45, Mosch.Fr.4.

German (Pape)

[Seite 1406] auf, an der Schulter; δίσκος Il. 23, 431, die Wurfscheibe, weil man beim Schleudern mit der Hand über die Schulter ausholt, κατὰ τοῦ ὤμου βαλλόμενος Hesych.; κατωμαδία κλείς Callim. Cer. 45; πήρην δ' εἶχε κατωμαδίην Hosch. epigr. (Plan. 200).

Greek (Liddell-Scott)

κατωμάδιος: ᾰ, α, ον, (ὦμος) ἀπὸ τοῦ ὤμου, δίσκος κατ., δίσκος ῥιπτόμενος ἀπὸ τοῦ ὤμου, δηλ. ἀπὸ τῆς χειρὸς ὑπὲρ τὸν ὦμον ὑψωμένης καὶ ἀνεχούσης τὸν δίσκον, Ἰλ. Ψ. 431· πρβλ. κατωμαδόν. ΙΙ. φερόμενος ἢ φορούμενος ἐπὶ τοῦ ὤμου ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Καλλ. εἰς Δήμ. 45, Ἀνθ. Πλαν. 4. 200.