φυσιόω: Difference between revisions
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
(13_4) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] 1) τινά, mit folgdm infin., Einem Etwas zur Natur machen, ὁ διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πῶς ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἔχειν ὡς πρὸς συνήθη Simplic.; dah. πεφυσιωμένος Arist. categ. 8. – 2) = [[φυσιάω]], blasen, aufblähen, LXX. u. N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] 1) τινά, mit folgdm infin., Einem Etwas zur Natur machen, ὁ διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πῶς ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἔχειν ὡς πρὸς συνήθη Simplic.; dah. πεφυσιωμένος Arist. categ. 8. – 2) = [[φυσιάω]], blasen, aufblähen, LXX. u. N. T. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φῠσιόω''': ([[φύσις]]) διαθέτω τινὰ κατὰ φύσιν, μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἔχειν ὡς πρὸς συνήθη Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. 219. ― Παθ., πεφυσιωμένος, η, ον, ὁ γενόμενος [[φυσικός]], Ἀριστ. Κατηγ. 8. 3, πρβλ. Κλήμ. Ἀλεξ. 859. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:02, 5 August 2017
English (LSJ)
(φύσις)
A dispose one naturally, c. inf., Simp. in Epict. p.58 D.:—Pass., πεφυσιωμένος, η, ον, having become a second nature, inveterate, Arist.Cat.9a2.
φῡσιόω, (φῦσα)
A puff up, 1 Ep.Cor.8.1 (for Ep. part. φυσιόων v. φυσιάω):—Pass., πρὸς τὰ θέματα πεφυσιωμένος Phld.Po.Herc.1676.9, cf. 1 Ep.Cor.4.6; ὑπολήψεις πεφ. Phld.Mus.p.26 K.
German (Pape)
[Seite 1318] 1) τινά, mit folgdm infin., Einem Etwas zur Natur machen, ὁ διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πῶς ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἔχειν ὡς πρὸς συνήθη Simplic.; dah. πεφυσιωμένος Arist. categ. 8. – 2) = φυσιάω, blasen, aufblähen, LXX. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
φῠσιόω: (φύσις) διαθέτω τινὰ κατὰ φύσιν, μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἔχειν ὡς πρὸς συνήθη Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. 219. ― Παθ., πεφυσιωμένος, η, ον, ὁ γενόμενος φυσικός, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 3, πρβλ. Κλήμ. Ἀλεξ. 859.