πού: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(13_6b)
 
(6_23)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0691.png Seite 691]] enclitisch, indefinit. zum Vorigen, <b class="b2">irgend wo</b>; Hom. u. Tragg.: κἄστ' οὐχ [[ἑκάς]] που, Soph. Phil. 41; που τῆς χώρας ἐμβάλλειν, Xen. Cyr. 6, 1, 42; – gew. wie unser <b class="b2">wohl, etwa, vielleicht</b>, der Rede eine gewisse Ermäßigung gebend, bes. εἴ που, εἴ τινά που, ὅς που u. ä. Vrbdgn, z. B. Il. 11, 292; Tragg., Ar. u. in Prosa: [[καί]] πού τις ἔστι βωμὸς [[αὐτόθι]], Plat. Phaedr. 229 c; [[οὐδείς]] που τοῦτο ἀγνοεῖ, Phil. 64 d; εἴ που, Xen. An. 3, 4, 23; ἤν που, 1, 2, 27; Folgde; τῇδέ που, Pol. 3, 108, 3; sowohl eigtl. Zweifel ausdrückend, als subjective, bescheiden ausgesprochene Gewißheit der Ueberzeugung.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0691.png Seite 691]] enclitisch, indefinit. zum Vorigen, <b class="b2">irgend wo</b>; Hom. u. Tragg.: κἄστ' οὐχ [[ἑκάς]] που, Soph. Phil. 41; που τῆς χώρας ἐμβάλλειν, Xen. Cyr. 6, 1, 42; – gew. wie unser <b class="b2">wohl, etwa, vielleicht</b>, der Rede eine gewisse Ermäßigung gebend, bes. εἴ που, εἴ τινά που, ὅς που u. ä. Vrbdgn, z. B. Il. 11, 292; Tragg., Ar. u. in Prosa: [[καί]] πού τις ἔστι βωμὸς [[αὐτόθι]], Plat. Phaedr. 229 c; [[οὐδείς]] που τοῦτο ἀγνοεῖ, Phil. 64 d; εἴ που, Xen. An. 3, 4, 23; ἤν που, 1, 2, 27; Folgde; τῇδέ που, Pol. 3, 108, 3; sowohl eigtl. Zweifel ausdrückend, als subjective, bescheiden ausgesprochene Gewißheit der Ueberzeugung.
}}
{{ls
|lstext='''πού''': Ἰων. κού, ἐγκλιτ. ἐπίρρ., κἄπου, εἴς τι [[μέρος]], Ὅμ., κτλ. [[συχνάκις]] μετ’ ἄλλων ἐπιρρημάτων τόπου, οὐχ [[ἑκάς]] που, κἄπου οὐχὶ πολὺ [[μακράν]], = ἐδῶ κἄπου, Σοφ. Φιλ. 41· [[πέλας]] που [[αὐτόθι]] 163· [[μηδαμοῦ]]... που [[αὐτόθι]] 256· ὁρῶσιν ἱππέας που [[πέραν]] τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 3, 3· ἄλλοθί που, Δημ. 52. 1, κτλ.· ― [[μετὰ]] γεν., [[ἀλλά]] που [[αὐτοῦ]] ἀγρῶν, εἴς τι [[μέρος]] [[ἐκεῖ]] τῶν ἀγρῶν, Ὀδ. Δ. 639· ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας, εἴς τι [[μέρος]] τῆς χώρας, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 42· εἴ που τῆς χώρας ταὐτὸ τοῦτο... συνέβη Δημ. 293. 15. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], ἀσχέτως πρὸς τόπον, κατά τινα βαθμόν, καί πού τι Θουκ. 2. 87· ― [[συχν]]. πρὸς περιορισμὸν ἢ τροποποίησιν ἐκφράσεως κατά τινα τρόπον, πιθανῶς, [[ἴσως]], ὑποθέτω, [[στοχάζομαι]], Ὅμ., κλπ.· προστίθεται δὲ εἰς προεισαγωγικὰ μόρια, [[ἤτοι]] εἰς μόρια ἀφ’ ὧν ἄρχεται πρότασίς τις, οὕτω που... Ἰλ. Β. 116· [[Ζεὺς]] μὲν που Γ. 308· ὡς ὅτε που Ἰλ. Λ. 292· εἴ που, ἐάν που, εἰ μή που, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 23, Ἰέρ. 3. 2, Πλάτ. Πολ. 372Α· ― ἐπιτείνεται: [[τάχα]] που Σοφ. Ο. Τ. 1116· [[ἴσως]] που Εὐρ. Ἠλ. 518· ― [[ὡσαύτως]] συνάπτεται ἐπιτασσόμενον εἰς λέξεις καθ’ ἑαυτὰς πρὸς περιορισμὸν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, [[πάντως]] κου Ἡρόδ. 3. 73· τί που δράσεις [[ὅταν]] τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ κακά; Αἰσχύλ. Πρ. 743· [[οὐδείς]] που Πλάτ. Φίληβ. 64D· οὕτω μετ’ ἀριθμητικῶν, [[δέκα]] κου [[μάλιστα]], [[περίπου]] [[δέκα]] τὸ πολὺ πολύ, Ἡρόδ. 1. 119, πρβλ. 209., 7. 22, κτλ.· ― οὔ τί που, ἐκφέρει ἄρνησιν [[μετὰ]] ἀγανακτήσεως ἢ θαυμασμοῦ, βεβαίως δὲν [[εἶναι]] δυνατόν..., οὔ τί που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]] Πινδ. Π. 4. 154, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Νεφ. 1260, Εἰρ. 1211, Βάτρ. 522, Πλάτ. Πολ. 362D, κτλ.· ἐν ᾧ διὰ τοῦ οὐ [[δήπου]] ἐκφέρεται καὶ [[σκιά]] τις ὑποψίας, οὐ [[δήπου]] Στράτων; Ἀριστοφ. Ἀχ. 122, πρβλ. Ὄρν. 269, Βάτρ. 526, Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Stallb. εἰς Πλάτ. Συμπ. 194Β· ― περὶ τῶν μορίων [[δήπου]], ἦπου, [[ἤπου]], ἴδε τὰς λέξεις. ― Παρὰ τοῖς μεταγεν. τὰ μόρια ποῦ καὶ ποῖ, που καὶ ποι [[συχνάκις]] ἐναλλάσσονται, οὕτω [[μάλιστα]], [[ὥστε]] τὰ ποῦ, που τίθενται ἀντὶ τῶν ποῖ, ποι, [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως. οἱ δὲ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὸ [[σφάλμα]] τοῦτο ([[ὅπερ]] ῥητῶς κατακρίνει ὁ Φρύν. 43, ποῦ ἄπει... [[ἁμάρτημα]]) εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, [[οἷον]] ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται; Ἰλ. Ν. 219· ἐξελθών που Ἀντιφῶν 120. 10· ἰόντα που Ξεν. Κύρ. 1. 2, 16· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1062, Cobet. V. LL. 44, N. LL. 91.
}}
}}

Revision as of 10:02, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 691] enclitisch, indefinit. zum Vorigen, irgend wo; Hom. u. Tragg.: κἄστ' οὐχ ἑκάς που, Soph. Phil. 41; που τῆς χώρας ἐμβάλλειν, Xen. Cyr. 6, 1, 42; – gew. wie unser wohl, etwa, vielleicht, der Rede eine gewisse Ermäßigung gebend, bes. εἴ που, εἴ τινά που, ὅς που u. ä. Vrbdgn, z. B. Il. 11, 292; Tragg., Ar. u. in Prosa: καί πού τις ἔστι βωμὸς αὐτόθι, Plat. Phaedr. 229 c; οὐδείς που τοῦτο ἀγνοεῖ, Phil. 64 d; εἴ που, Xen. An. 3, 4, 23; ἤν που, 1, 2, 27; Folgde; τῇδέ που, Pol. 3, 108, 3; sowohl eigtl. Zweifel ausdrückend, als subjective, bescheiden ausgesprochene Gewißheit der Ueberzeugung.

Greek (Liddell-Scott)

πού: Ἰων. κού, ἐγκλιτ. ἐπίρρ., κἄπου, εἴς τι μέρος, Ὅμ., κτλ. συχνάκις μετ’ ἄλλων ἐπιρρημάτων τόπου, οὐχ ἑκάς που, κἄπου οὐχὶ πολὺ μακράν, = ἐδῶ κἄπου, Σοφ. Φιλ. 41· πέλας που αὐτόθι 163· μηδαμοῦ... που αὐτόθι 256· ὁρῶσιν ἱππέας που πέραν τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 3, 3· ἄλλοθί που, Δημ. 52. 1, κτλ.· ― μετὰ γεν., ἀλλά που αὐτοῦ ἀγρῶν, εἴς τι μέρος ἐκεῖ τῶν ἀγρῶν, Ὀδ. Δ. 639· ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας, εἴς τι μέρος τῆς χώρας, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 42· εἴ που τῆς χώρας ταὐτὸ τοῦτο... συνέβη Δημ. 293. 15. ΙΙ. ὡσαύτως, ἀσχέτως πρὸς τόπον, κατά τινα βαθμόν, καί πού τι Θουκ. 2. 87· ― συχν. πρὸς περιορισμὸν ἢ τροποποίησιν ἐκφράσεως κατά τινα τρόπον, πιθανῶς, ἴσως, ὑποθέτω, στοχάζομαι, Ὅμ., κλπ.· προστίθεται δὲ εἰς προεισαγωγικὰ μόρια, ἤτοι εἰς μόρια ἀφ’ ὧν ἄρχεται πρότασίς τις, οὕτω που... Ἰλ. Β. 116· Ζεὺς μὲν που Γ. 308· ὡς ὅτε που Ἰλ. Λ. 292· εἴ που, ἐάν που, εἰ μή που, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 23, Ἰέρ. 3. 2, Πλάτ. Πολ. 372Α· ― ἐπιτείνεται: τάχα που Σοφ. Ο. Τ. 1116· ἴσως που Εὐρ. Ἠλ. 518· ― ὡσαύτως συνάπτεται ἐπιτασσόμενον εἰς λέξεις καθ’ ἑαυτὰς πρὸς περιορισμὸν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, πάντως κου Ἡρόδ. 3. 73· τί που δράσεις ὅταν τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ κακά; Αἰσχύλ. Πρ. 743· οὐδείς που Πλάτ. Φίληβ. 64D· οὕτω μετ’ ἀριθμητικῶν, δέκα κου μάλιστα, περίπου δέκα τὸ πολὺ πολύ, Ἡρόδ. 1. 119, πρβλ. 209., 7. 22, κτλ.· ― οὔ τί που, ἐκφέρει ἄρνησιν μετὰ ἀγανακτήσεως ἢ θαυμασμοῦ, βεβαίως δὲν εἶναι δυνατόν..., οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων Πινδ. Π. 4. 154, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Νεφ. 1260, Εἰρ. 1211, Βάτρ. 522, Πλάτ. Πολ. 362D, κτλ.· ἐν ᾧ διὰ τοῦ οὐ δήπου ἐκφέρεται καὶ σκιά τις ὑποψίας, οὐ δήπου Στράτων; Ἀριστοφ. Ἀχ. 122, πρβλ. Ὄρν. 269, Βάτρ. 526, Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Stallb. εἰς Πλάτ. Συμπ. 194Β· ― περὶ τῶν μορίων δήπου, ἦπου, ἤπου, ἴδε τὰς λέξεις. ― Παρὰ τοῖς μεταγεν. τὰ μόρια ποῦ καὶ ποῖ, που καὶ ποι συχνάκις ἐναλλάσσονται, οὕτω μάλιστα, ὥστε τὰ ποῦ, που τίθενται ἀντὶ τῶν ποῖ, ποι, μετὰ ῥημάτων κινήσεως. οἱ δὲ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὸ σφάλμα τοῦτο (ὅπερ ῥητῶς κατακρίνει ὁ Φρύν. 43, ποῦ ἄπει... ἁμάρτημα) εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, οἷον ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται; Ἰλ. Ν. 219· ἐξελθών που Ἀντιφῶν 120. 10· ἰόντα που Ξεν. Κύρ. 1. 2, 16· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1062, Cobet. V. LL. 44, N. LL. 91.