ποριστής: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(13_6a) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] ὁ, der Herbeischaffende, Verschaffende, ποριστὰς ὄντας καὶ ἐςηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ, Thuc. 4, 48. Bes. in Athen, der die Einkünfte des Staats zu vermehren sucht, eine Finanzbehörde (B. A. 294), Ar. Ran. 1501, Schol. erklärt πορολόγοι; so auch wohl Antiph. 5, 49 zu nehmen; vgl. Dem. 4, 33, τῶν χρημάτων αὐτοὶ ταμίαι καὶ πορισταὶ γιγνόμενοι. – Nach Arist. rhet. 3, 2, 10 οἱ μὲν λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν, Industrieritter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] ὁ, der Herbeischaffende, Verschaffende, ποριστὰς ὄντας καὶ ἐςηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ, Thuc. 4, 48. Bes. in Athen, der die Einkünfte des Staats zu vermehren sucht, eine Finanzbehörde (B. A. 294), Ar. Ran. 1501, Schol. erklärt πορολόγοι; so auch wohl Antiph. 5, 49 zu nehmen; vgl. Dem. 4, 33, τῶν χρημάτων αὐτοὶ ταμίαι καὶ πορισταὶ γιγνόμενοι. – Nach Arist. rhet. 3, 2, 10 οἱ μὲν λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν, Industrieritter. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ποριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ πορίζων, ὁ παρέχων, π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Θουκ. 8. 48· χρημάτων Εὐσ. παρὰ Στοβ. 1. 16, 24. 2) ἐν Ἀθήναις οἱ ποτισταὶ ἦσαν [[ἐπιτροπεία]] τις διοριζομένη πρὸς ἐξεύρεσιν ἐκτάκτων πόρων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1501, Ἀντιφῶν 147. 14. Δημ. 49. 18, πρβλ. Βöckh T. Ε. Ι. 223. 3) [[ὄνομα]] δι’ οὗ οἱ λῃσταὶ ἐκάλουν ἑαυτούς, οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, (τὸ Γαλλικόν: chevaliers d’ industrie). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 5 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who supplies or provides, π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.8.48; φύλαξ καὶ π. ἀλλοτρίων χρημάτων Eus.Mynd.24; δόξης Phld.Rh.2.53 S. (Comp.). babs., money-maker, J.AJ19.2.5. 2 pl., at Athens, a financial board appointed to raise extraordinary supplies, Ar.Ra.1505, Antipho 6.49, etc.: hence metaph., τῶν χρημάτων αὐτοὶ ταμίαι καὶ π. D.4.33. 3 the name used by robbers of themselves, οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Arist.Rh.1405a26.
German (Pape)
[Seite 683] ὁ, der Herbeischaffende, Verschaffende, ποριστὰς ὄντας καὶ ἐςηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ, Thuc. 4, 48. Bes. in Athen, der die Einkünfte des Staats zu vermehren sucht, eine Finanzbehörde (B. A. 294), Ar. Ran. 1501, Schol. erklärt πορολόγοι; so auch wohl Antiph. 5, 49 zu nehmen; vgl. Dem. 4, 33, τῶν χρημάτων αὐτοὶ ταμίαι καὶ πορισταὶ γιγνόμενοι. – Nach Arist. rhet. 3, 2, 10 οἱ μὲν λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν, Industrieritter.
Greek (Liddell-Scott)
ποριστής: -οῦ, ὁ, ὁ πορίζων, ὁ παρέχων, π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Θουκ. 8. 48· χρημάτων Εὐσ. παρὰ Στοβ. 1. 16, 24. 2) ἐν Ἀθήναις οἱ ποτισταὶ ἦσαν ἐπιτροπεία τις διοριζομένη πρὸς ἐξεύρεσιν ἐκτάκτων πόρων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1501, Ἀντιφῶν 147. 14. Δημ. 49. 18, πρβλ. Βöckh T. Ε. Ι. 223. 3) ὄνομα δι’ οὗ οἱ λῃσταὶ ἐκάλουν ἑαυτούς, οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, (τὸ Γαλλικόν: chevaliers d’ industrie).