ἀνομολογούμενος: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(2) |
(6_11) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nomologou/menos | |Beta Code=a)nomologou/menos | ||
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">not agreeing, inconsistent</b>, ἵνα μὴ ἀ. ἦ ὁ λόγος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>495a</span>; ἀ. τοῖς προειρημένοις <span class="bibl">Arist.<span class="title">APr.</span>48a21</span>, cf. <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.125</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">not admitted, not granted</b>, τὰ ἀνομολογούμενα συνάγειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1396b28</span>, cf. <span class="bibl">1400a15</span>:—Adj., compd. of <b class="b3">ἀ-</b> priv. and <b class="b3">ὁμολογούμενος;</b> for a Verb <b class="b3">ἀνομολογέομαι</b>, <b class="b2">disagree with</b>, does not occur. Adv. -νως Gal.5.470.</span> | |Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">not agreeing, inconsistent</b>, ἵνα μὴ ἀ. ἦ ὁ λόγος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>495a</span>; ἀ. τοῖς προειρημένοις <span class="bibl">Arist.<span class="title">APr.</span>48a21</span>, cf. <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.125</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">not admitted, not granted</b>, τὰ ἀνομολογούμενα συνάγειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1396b28</span>, cf. <span class="bibl">1400a15</span>:—Adj., compd. of <b class="b3">ἀ-</b> priv. and <b class="b3">ὁμολογούμενος;</b> for a Verb <b class="b3">ἀνομολογέομαι</b>, <b class="b2">disagree with</b>, does not occur. Adv. -νως Gal.5.470.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνομολογούμενος''': -η, -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν, [[ἀσύμφωνος]], ἀπᾴδων [[πρός]] τι, ἵνα ... μὴ [[ἀνομολογούμενος]] ᾖ ὁ [[λόγος]] Πλάτ. Γοργ. 495Α˙ τοῦτο δὲ ἀνομολογούμενον τοῖς προειρημένοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 34, 4. 2) ὁ μὴ ὁμολογηθείς, ὁ μὴ γενόμενος [[παραδεκτός]], ἐξ ἀνομολογουμένων συνάγειν ὁ αὐτ. Ρητορ. 2. 22, 15, πρβλ. 2. 23, 23. - Ἐπίθ. σύνθετον ἐκ τοῦ ἀρνητ. ἀν- καὶ ὁμολογούμενοςϏ - [[ἐπειδὴ]] [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τῆς ἀναλογίας νὰ ὑποθέσωμεν [[ῥῆμα]] [[ἀνομολογέομαι]] [[μετὰ]] τῆς σημασίας διαφωνῶ [[πρός]] τινα. - Ἐπίρρ. -νως Γαλην. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:06, 5 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A not agreeing, inconsistent, ἵνα μὴ ἀ. ἦ ὁ λόγος Pl.Grg.495a; ἀ. τοῖς προειρημένοις Arist.APr.48a21, cf. Chrysipp.Stoic.3.125. 2 not admitted, not granted, τὰ ἀνομολογούμενα συνάγειν Arist.Rh.1396b28, cf. 1400a15:—Adj., compd. of ἀ- priv. and ὁμολογούμενος; for a Verb ἀνομολογέομαι, disagree with, does not occur. Adv. -νως Gal.5.470.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομολογούμενος: -η, -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν, ἀσύμφωνος, ἀπᾴδων πρός τι, ἵνα ... μὴ ἀνομολογούμενος ᾖ ὁ λόγος Πλάτ. Γοργ. 495Α˙ τοῦτο δὲ ἀνομολογούμενον τοῖς προειρημένοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 34, 4. 2) ὁ μὴ ὁμολογηθείς, ὁ μὴ γενόμενος παραδεκτός, ἐξ ἀνομολογουμένων συνάγειν ὁ αὐτ. Ρητορ. 2. 22, 15, πρβλ. 2. 23, 23. - Ἐπίθ. σύνθετον ἐκ τοῦ ἀρνητ. ἀν- καὶ ὁμολογούμενοςϏ - ἐπειδὴ εἶναι ἐναντίον τῆς ἀναλογίας νὰ ὑποθέσωμεν ῥῆμα ἀνομολογέομαι μετὰ τῆς σημασίας διαφωνῶ πρός τινα. - Ἐπίρρ. -νως Γαλην.