περσύας: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(c1)
 
(6_1)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0603.png Seite 603]] u. περσυνός, = [[περυσίας]], [[περυσινός]], Galen. u. VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0603.png Seite 603]] u. περσυνός, = [[περυσίας]], [[περυσινός]], Galen. u. VLL.
}}
{{ls
|lstext='''περσύας''': (ἐξυπακ. [[οἶνος]]), ὁ,· «[[περσύας]]· ὁ περυσινὸς [[οἶνος]], [[οἷον]] περυσίας τις ὢν» Γαλην. Ἱππ. γλωσσῶν ἐξήγ. σ. 544.
}}
}}

Revision as of 10:08, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 603] u. περσυνός, = περυσίας, περυσινός, Galen. u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

περσύας: (ἐξυπακ. οἶνος), ὁ,· «περσύας· ὁ περυσινὸς οἶνος, οἷον περυσίας τις ὢν» Γαλην. Ἱππ. γλωσσῶν ἐξήγ. σ. 544.