μεταίρω: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(13_4)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] (s. [[αἴρω]]), von der Stelle wegheben und anderswohin setzen; τί [[τόδε]] μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾶς [[ἄγαλμα]], Eur. I. T. 1157; τὸ [[ψήφισμα]] κινεῖν καὶ μεταίρειν vrbdt Dem. 19, 174; Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] (s. [[αἴρω]]), von der Stelle wegheben und anderswohin setzen; τί [[τόδε]] μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾶς [[ἄγαλμα]], Eur. I. T. 1157; τὸ [[ψήφισμα]] κινεῖν καὶ μεταίρειν vrbdt Dem. 19, 174; Plut. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μεταίρω''': Αἰολ. πεδ-, [[ἐγείρω]] καὶ μετακινῶ, μεταθέτω, [[ἄγαλμα]] ἐκ βάθρων Εὐρ. Ι. Τ. 1157· πέδαιρε [[κῶλον]], [[πόδα]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 819, 872· νέους πεδαίρουσα Φοίν. 1027· μ. ἐκ... εἰς..., Πλούτ. 2. 1089D· [[ψήφισμα]] μ., ἀνακαλεῖν [[ψήφισμα]], καταργεῖν, Δημ. 395. ἐν τέλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., [[μεταβαίνω]] εἰς ἄλλον τόπον, [[μεταναστεύω]], ἐπὶ πτηνῶν, Εὐμάθ. σ. 129· [[ἀπέρχομαι]], [[ἐκεῖθεν]] Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 53, πρβλ. ιθ΄, 1.
}}
}}

Revision as of 10:11, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταίρω Medium diacritics: μεταίρω Low diacritics: μεταίρω Capitals: ΜΕΤΑΙΡΩ
Transliteration A: metaírō Transliteration B: metairō Transliteration C: metairo Beta Code: metai/rw

English (LSJ)

Aeol. (also in Trag.) πεδ-,

   A lift up and remove, shift, ἄγαλμα ἐκ βάθρων E.IT1157; πεδαίρειν κῶλον, πόδα, Id.HF819 (lyr.), 872 (troch.); ἐκ τόπων νέους πεδαίρουσα Id.Ph.1027 (lyr.); [ἀναθέματα] OGI573.15 (Cilicia, i A. D.):—Pass., Plu.Alex.76, Diog.Ep.37.4.    2 repeal, ψήφισμα μ. D.19.174.    II intr., depart, ἐκεῖθεν Ev.Matt.13.53, cf. 19.1.

German (Pape)

[Seite 147] (s. αἴρω), von der Stelle wegheben und anderswohin setzen; τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾶς ἄγαλμα, Eur. I. T. 1157; τὸ ψήφισμα κινεῖν καὶ μεταίρειν vrbdt Dem. 19, 174; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταίρω: Αἰολ. πεδ-, ἐγείρω καὶ μετακινῶ, μεταθέτω, ἄγαλμα ἐκ βάθρων Εὐρ. Ι. Τ. 1157· πέδαιρε κῶλον, πόδα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 819, 872· νέους πεδαίρουσα Φοίν. 1027· μ. ἐκ... εἰς..., Πλούτ. 2. 1089D· ψήφισμα μ., ἀνακαλεῖν ψήφισμα, καταργεῖν, Δημ. 395. ἐν τέλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., μεταβαίνω εἰς ἄλλον τόπον, μεταναστεύω, ἐπὶ πτηνῶν, Εὐμάθ. σ. 129· ἀπέρχομαι, ἐκεῖθεν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 53, πρβλ. ιθ΄, 1.