ἀάατος: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(13_6a) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0001.png Seite 1]] (ἀάαω), unverletzlich, Hom. ἀάατον Στυγὸς [[ὕδωρ]], Il. 14, 271, das Wasser der Styx als Zeuge der unverbrüchlichen Eidschwüre der Götter; [[κάρτος]] Ap. Rh. 2, 77. Aber Od. 21, 91 u. 22, 5 erklärten einige Alte [[ἄεθλον]] ἀάατον den schädlichen, andere den unschädlichen Kampf; richtiger vielleicht der unwiderruflich entscheidende, untrügliche, oder nach Buttm. Lexil. I p. 232 nicht verächtlich, ehrenwerth, wie auch die Stelle der Il. gefaßt werden könnte. – Il. ñ – – ñ, sonst ñ – ñ ñ. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0001.png Seite 1]] (ἀάαω), unverletzlich, Hom. ἀάατον Στυγὸς [[ὕδωρ]], Il. 14, 271, das Wasser der Styx als Zeuge der unverbrüchlichen Eidschwüre der Götter; [[κάρτος]] Ap. Rh. 2, 77. Aber Od. 21, 91 u. 22, 5 erklärten einige Alte [[ἄεθλον]] ἀάατον den schädlichen, andere den unschädlichen Kampf; richtiger vielleicht der unwiderruflich entscheidende, untrügliche, oder nach Buttm. Lexil. I p. 232 nicht verächtlich, ehrenwerth, wie auch die Stelle der Il. gefaßt werden könnte. – Il. ñ – – ñ, sonst ñ – ñ ñ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀάατος''': -ον, (ἀάω) ἐν Ἰλ. [[μετὰ]] τῆς παραληγούσης μακρᾶς = ἀπαραβίαστος, [[ἀπαράβατος]]: νῦν μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς [[ὕδωρ]], [[ἐπειδὴ]] εἰς αὐτὸ οἱ θεοὶ ὤμνυον τοὺς ἰσχυροτάτους αὐτῶν ὅρκους· Ξ, 271. ΙΙ. Ἐν τῇ Ὀδ. [[μετὰ]] τῆς παραληγούσης βραχείας, μνηστήρεσσιν [[ἄεθλον]] ἀάᾰτον, Φ. 91. ἄεθλος ἀάᾰτος ἐκτετέλεσται, Χ, 5, [[ὅπου]] συνήθως ἐξηγεῖται βλαβερὸς, ἐπικίνδυνος· ἀλλὰ καὶ [[ἐνταῦθα]] ὁ Βουτμᾶννος (Λεξιλ.) πειρᾶται νὰ τηρήσῃ συγγενῆ σημασίαν, μὴ βλαπτόμενος, μὴ περιφρονούμενος, ἢ καταφρονούμενος. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀπ. Ροδ. 2, 77, [[κάρτος]] ἀάᾰτον = ἰσχὺς [[ἀήττητος]], [[ἄμαχος]]. (Κατ’ ἀρχὰς ἦτο ἀάϝατος, [[ὅπερ]] καταφαίνεται ἐκ τοῦ Λακων. τύπου [[ἀάβακτος]], ἀναφερομένου ὑπὸ Ἡσυχ.· πρβλ. ἀάω, ἄτη.) | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἀάω) in Il.,
A not to be injured, inviolable, νῦν μοι ὄμθσσον ἀ. Στυγὸς ὕδωρ 14.271. II in Od., ἄεθλος ἀ. ἐκτετέλεσται 22.5, cf. 21.9, prob. unimpeachable, i.e. decisive. III later, invincible, κάρτος ἀάᾰτος A.R.2.77. (ἀάϝατος, cf. sq., Hsch.)
German (Pape)
[Seite 1] (ἀάαω), unverletzlich, Hom. ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ, Il. 14, 271, das Wasser der Styx als Zeuge der unverbrüchlichen Eidschwüre der Götter; κάρτος Ap. Rh. 2, 77. Aber Od. 21, 91 u. 22, 5 erklärten einige Alte ἄεθλον ἀάατον den schädlichen, andere den unschädlichen Kampf; richtiger vielleicht der unwiderruflich entscheidende, untrügliche, oder nach Buttm. Lexil. I p. 232 nicht verächtlich, ehrenwerth, wie auch die Stelle der Il. gefaßt werden könnte. – Il. ñ – – ñ, sonst ñ – ñ ñ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀάατος: -ον, (ἀάω) ἐν Ἰλ. μετὰ τῆς παραληγούσης μακρᾶς = ἀπαραβίαστος, ἀπαράβατος: νῦν μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς ὕδωρ, ἐπειδὴ εἰς αὐτὸ οἱ θεοὶ ὤμνυον τοὺς ἰσχυροτάτους αὐτῶν ὅρκους· Ξ, 271. ΙΙ. Ἐν τῇ Ὀδ. μετὰ τῆς παραληγούσης βραχείας, μνηστήρεσσιν ἄεθλον ἀάᾰτον, Φ. 91. ἄεθλος ἀάᾰτος ἐκτετέλεσται, Χ, 5, ὅπου συνήθως ἐξηγεῖται βλαβερὸς, ἐπικίνδυνος· ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ὁ Βουτμᾶννος (Λεξιλ.) πειρᾶται νὰ τηρήσῃ συγγενῆ σημασίαν, μὴ βλαπτόμενος, μὴ περιφρονούμενος, ἢ καταφρονούμενος. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀπ. Ροδ. 2, 77, κάρτος ἀάᾰτον = ἰσχὺς ἀήττητος, ἄμαχος. (Κατ’ ἀρχὰς ἦτο ἀάϝατος, ὅπερ καταφαίνεται ἐκ τοῦ Λακων. τύπου ἀάβακτος, ἀναφερομένου ὑπὸ Ἡσυχ.· πρβλ. ἀάω, ἄτη.)