δυσ-: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(4) |
(6_5) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dus | |Beta Code=dus | ||
|Definition=insepar. Prefix, opp. <b class="b3">εὖ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">un-, mis</b>-, with notion of <b class="b2">hard, bad, unlucky</b>, etc., as <b class="b3">δυσήλιος, δύσαγνος</b>; <b class="b2">destroying the good sense</b> of a word, or <b class="b2">increasing its bad sense</b>: hence, joined even to words expressing negation, as <b class="b3">δυσάμμορος, δυσανάσχετος</b>; poet. in strong contrasts, as <b class="b3">Πάρις Δύσπαρις, γάμος δύσγαμος</b>. Before στ, σθ, σπ, σφ<b class="b3">, σχ</b>, the final ς was omitted, v. δυστ-. (Cf. Skt. <b class="b2">du[snull ]-, dur</b>-, e.g. <b class="b2">durmanās</b>, = [[δυσμενής]]; ONorse <b class="b2">tor</b>-, e.g. <b class="b2">torsóttligr</b> (δύσμαχος); OIr. <b class="b2">du-, do</b>-, e.g. <b class="b2">dochruth</b> 'misshapen'.)</span> | |Definition=insepar. Prefix, opp. <b class="b3">εὖ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">un-, mis</b>-, with notion of <b class="b2">hard, bad, unlucky</b>, etc., as <b class="b3">δυσήλιος, δύσαγνος</b>; <b class="b2">destroying the good sense</b> of a word, or <b class="b2">increasing its bad sense</b>: hence, joined even to words expressing negation, as <b class="b3">δυσάμμορος, δυσανάσχετος</b>; poet. in strong contrasts, as <b class="b3">Πάρις Δύσπαρις, γάμος δύσγαμος</b>. Before στ, σθ, σπ, σφ<b class="b3">, σχ</b>, the final ς was omitted, v. δυστ-. (Cf. Skt. <b class="b2">du[snull ]-, dur</b>-, e.g. <b class="b2">durmanās</b>, = [[δυσμενής]]; ONorse <b class="b2">tor</b>-, e.g. <b class="b2">torsóttligr</b> (δύσμαχος); OIr. <b class="b2">du-, do</b>-, e.g. <b class="b2">dochruth</b> 'misshapen'.)</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δῠσ-''': ἀχώριστον προθεματικὸν [[μόριον]], ἀντίθ. εὖ, ἀείποτε ἔχον τὴν ἔννοιαν τῆς δυσκολίας, δυστυχίας, κττ., ὡς [[δυσήλιος]], [[δύσαγνος]]· ἀναιρεῖ δὲ τὴν καλὴν σημασίαν τῆς λέξεως ἢ ἐπαυξάνει τὴν κακήν· διὰ [[ταῦτα]] συντίθεται ἔτι καὶ [[μετὰ]] λέξεων περιεχουσῶν ἄρνησιν, ὡς [[δυσάμμορος]], δυσάσχετος. Οἱ ποιηταὶ ἀγαπῶσι νὰ μεταχειρίζωνται αὐτὸ εἰς ἰσχυρὰς ἀντιθέσεις, ὡς Πάρις, [[Δύσπαρις]], [[γάμος]] [[δύσγαμος]], - [[ὥστε]] [[πολλάκις]] καταντᾷ σχεδὸν= ἀν- ἢ ἀ- στερητ.· - σύνθετα δὲ σχηματίζονται ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς περιορισμοὺς, ὑφ’ οὓς καὶ [[μετὰ]] τοῦ εὖ (ἴδε ἐν λέξει). Πρὸ τῶν στ, σθ, σπ, σφ, σχ, τὸ τελικὸν σ παρελείπετο· ἴδε δυστ-. Πρβλ. Σανσκρ. dus-, dur-, π.χ. durmanâs = [[δυσμενής]]· Γοτθ. tuz- ἐν τῷ tuzverjan (=διακρίνεσθαι), Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ια΄, 23), Παλαιο- Σκανδιν. tor-, ἐν τῷ torsóttligr ([[δύσμαχος]])· Παλαιο-Γερμ. zur-, Γερμ. zer-). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:18, 5 August 2017
English (LSJ)
insepar. Prefix, opp. εὖ,
A un-, mis-, with notion of hard, bad, unlucky, etc., as δυσήλιος, δύσαγνος; destroying the good sense of a word, or increasing its bad sense: hence, joined even to words expressing negation, as δυσάμμορος, δυσανάσχετος; poet. in strong contrasts, as Πάρις Δύσπαρις, γάμος δύσγαμος. Before στ, σθ, σπ, σφ, σχ, the final ς was omitted, v. δυστ-. (Cf. Skt. du[snull ]-, dur-, e.g. durmanās, = δυσμενής; ONorse tor-, e.g. torsóttligr (δύσμαχος); OIr. du-, do-, e.g. dochruth 'misshapen'.)
Greek (Liddell-Scott)
δῠσ-: ἀχώριστον προθεματικὸν μόριον, ἀντίθ. εὖ, ἀείποτε ἔχον τὴν ἔννοιαν τῆς δυσκολίας, δυστυχίας, κττ., ὡς δυσήλιος, δύσαγνος· ἀναιρεῖ δὲ τὴν καλὴν σημασίαν τῆς λέξεως ἢ ἐπαυξάνει τὴν κακήν· διὰ ταῦτα συντίθεται ἔτι καὶ μετὰ λέξεων περιεχουσῶν ἄρνησιν, ὡς δυσάμμορος, δυσάσχετος. Οἱ ποιηταὶ ἀγαπῶσι νὰ μεταχειρίζωνται αὐτὸ εἰς ἰσχυρὰς ἀντιθέσεις, ὡς Πάρις, Δύσπαρις, γάμος δύσγαμος, - ὥστε πολλάκις καταντᾷ σχεδὸν= ἀν- ἢ ἀ- στερητ.· - σύνθετα δὲ σχηματίζονται ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς περιορισμοὺς, ὑφ’ οὓς καὶ μετὰ τοῦ εὖ (ἴδε ἐν λέξει). Πρὸ τῶν στ, σθ, σπ, σφ, σχ, τὸ τελικὸν σ παρελείπετο· ἴδε δυστ-. Πρβλ. Σανσκρ. dus-, dur-, π.χ. durmanâs = δυσμενής· Γοτθ. tuz- ἐν τῷ tuzverjan (=διακρίνεσθαι), Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ια΄, 23), Παλαιο- Σκανδιν. tor-, ἐν τῷ torsóttligr (δύσμαχος)· Παλαιο-Γερμ. zur-, Γερμ. zer-).