ὀχή: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(13_3) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] ἡ, Unterhalt, Nahrung, Speise, wovon nach Ath. VIII, 363 b εὐωχεῖσθαι abgeleitet wurde; πύρνων ὀχή, Lycophr. 482. Auch = [[ὀχεία]], Arat. 1069, u. = [[ὀχεά]], ib. 956. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] ἡ, Unterhalt, Nahrung, Speise, wovon nach Ath. VIII, 363 b εὐωχεῖσθαι abgeleitet wurde; πύρνων ὀχή, Lycophr. 482. Auch = [[ὀχεία]], Arat. 1069, u. = [[ὀχεά]], ib. 956. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀχή''': ἡ, (ἔχω) [[ὑποστήριγμα]], [[ὑποστήριξις]], Καλλ. Ἀποσπ. 484 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ὄγχη, πρβλ. [[ὄφις]]). 2) [[ὑποστήριξις]], [[τροφή]], Λυκόφρ. 482, Ἀθήν. 363Β. ΙΙ. = ὀχέα, ὃ ἴδε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχή· (τρ)ώγλη. [[τροφή]]. καὶ [[ὄρος]] Εὐβοίας. καὶ [[τροχός]]». ΙΙΙ. = [[ὀχεία]], Ἄρατ. 1069. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:19, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A prop, support, Call.Fr.anon.48 (in poet. form ὀκχή, cf. ὄφις). 2 support, food, Lyc.482, Ath.8.363b. II ὀχῆς contr. gen., for ὀχεῆς, v. ὀχεά. III = ὀχεία, Arat.1069.
German (Pape)
[Seite 429] ἡ, Unterhalt, Nahrung, Speise, wovon nach Ath. VIII, 363 b εὐωχεῖσθαι abgeleitet wurde; πύρνων ὀχή, Lycophr. 482. Auch = ὀχεία, Arat. 1069, u. = ὀχεά, ib. 956.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχή: ἡ, (ἔχω) ὑποστήριγμα, ὑποστήριξις, Καλλ. Ἀποσπ. 484 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ὄγχη, πρβλ. ὄφις). 2) ὑποστήριξις, τροφή, Λυκόφρ. 482, Ἀθήν. 363Β. ΙΙ. = ὀχέα, ὃ ἴδε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχή· (τρ)ώγλη. τροφή. καὶ ὄρος Εὐβοίας. καὶ τροχός». ΙΙΙ. = ὀχεία, Ἄρατ. 1069.